
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Eξαιτίας μιας μετακόμισης –κολοσσιαίας απ’ ό,τι αποδείχτηκε–, το κομοδίνο μου κινδυνεύει να καταργηθεί: κυριολεκτικά κοιμάμαι με τα βιβλία στο μαξιλάρι. Δυο τρία αμερικανικά mass market (πόσο διαφέρουν τα «λαϊκά» αμερικανικά μυθιστορήματα από τα αντίστοιχα ελληνικά ή, μάλλον, πόσο καταχρηστική είναι η αντιστοιχία...), το «Παν» του Κνουτ Χάμσουν, καθώς κι ένα θεατρικό έργο του Ίψεν –«Παραμονή του Αη-Γιαννιού»–, επειδή τελευταία βάλθηκα να ασχολούμαι με το πώς περιγράφεται το καλοκαίρι στη σκανδιναβική λογοτεχνία: το σαιξπηρικό όνειρο του μεσοκαλόκαιρου διαποτίζει όλον τον ευρωπαϊκό βορρά· ο άνθρωπος θυμάται την καταγωγή του μέσα στη φύση που γιορτάζει· όλα είναι εφήμερα και φωταγωγημένα.
Αρχίζω να πελαγοδρομώ, το ξέρω: πάνω στον σωρό με τα βιβλία, οι αναμνήσεις του Αντώνη Τουρκογιώργη από τους Socrates: τίτλος «Το συγκρότημα», εκδότης ο Ιανός. Pillow book. Το βιβλίο, όπως το συγκρότημα, ίσως δεν θυμίσει τίποτα στον σημερινό εικοσάρη ή τριαντάρη: αλλά ετούτη την εποχή τη μοιραζόμαστε όλοι· δεν «ανήκει» σε μια γενιά, κι άλλωστε η έννοια της γενιάς πρέπει επιτέλους να καταργηθεί. Δεν εξηγεί τίποτα, σε τίποτα δεν απαντάει. Το βιβλίο είναι το χρονικό μιας μεγάλης, ελληνικής ροκ μπάντας, καθώς και της δεκαετίας του ’70, όταν πήγαινα στο λύκειο το πρωί, στο φροντιστήριο το απόγευμα, στο «Τσιν Τσιν» στην οδό Ζωοδόχου Πηγής το βράδυ (αργότερα, το «Τσιν Τσιν» έγινε σκυλάδικο: το πήρα βαριά), ενώ τα σαββατόβραδα βρισκόμουν στο Κύτταρο, στο Ροντέο, στην Κουίντα, μέσα σ’ ένα παρδαλό πλήθος. Η ζωή άξιζε να τη ζήσεις επειδή υπήρχε το ροκ εντ ρολ: ευχόμουν να μπορώ να χορεύω την ίδια στιγμή στις ντισκοτέκ της Πλάκας και της Πλατείας Αμερικής, ν’ ακούω Socrates και Πελόμα Μποκιού, όλα μαζί και ταυτοχρόνως· είχα προσκολληθεί σε πάνω από εφτά χιλιάδες άτομα: εκτός από τον Έλβις, τον Μαρκ Μπόλαν και τον Αντώνη Τουρκογιώργη δηλαδή. Στο βιβλίο, ο Τουρκογιώργης –τραγουδιστής, κιθαρίστας και μπασίστας των Socrates– ειρωνεύεται το «Τσιν Τσιν»: γράφει πως ήταν κλαμπ για παιδιά οικογενείας, αλλά δεν με ήξερε τότε για να δει πώς ήταν μερικά από τα παιδιά οικογενείας! Όχι ότι υπήρχε περίπτωση να με προσέξει: κι όμως, ήμουν η μόνη απ’ τα πιτσιρίκια που, εκτός από το να καταγράφω τους αγγλικούς στίχους χωρίς λάθη, ήξερα να κλέβω αυτοκίνητα. (Ακούς, Αντώνη;)
Ορίστε, σοβαρεύομαι αμέσως: μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, που βρίσκεται αυτές τις μέρες δίπλα στο μαξιλάρι μου, ξετυλίγεται η ιστορία του ελληνικού ροκ, κοντολογίς, της εξαίσιας απάντησης στους λεβεντοπατριώτες και στους βλαχοεπαναστάτες με τα τσιγελωτά μουστάκια, τα κομπολόγια και τα πανηγυριώτικα κλαρίνα. Το βιβλίο του Αντώνη Τουρκογιώργη δεν απευθύνεται σε όλους· εξάλλου, ο συγγραφέας δεν είναι συγγραφέας: είναι ο ρόκερ που, όταν τραγουδάει «Burning Stage», φαντάζομαι όλον τον κόσμο να παίρνει φωτιά και τον εαυτό μου να διαλύεται στον ουρανό σαν μοναχικό πυροτέχνημα.
Σώτη Τριανταφύλλου