Της Σώτης Τριανταφύλλου
Να προσέχω τι ξεμένει στο κομοδίνο: τα ψαλίδια, λόγου χάρη, είναι κακό φενγκ-σούι. Το ίδιο και τα μολύβια με τις ξυσμένες μύτες, τα τσαλακωμένα χαρτομάντιλα, οι χτένες. Την περασμένη εβδομάδα φανερώθηκε ότι κακό φενγκ-σούι είναι μερικά βιβλία που αφήνω στοιβαγμένα όπως-όπως δίπλα σε μια μεγάλη λάμπα σε χρώμα βυσσινί. Είχα αϋπνία, σκεφτόμουν: να σηκωθώ να ξαναποτίσω τα λουλούδια; Ή μήπως να τηλεφωνήσω στον φίλο μου τον Στέφαν στη Νέα Υόρκη; Αλλά, αντί γι' αυτό, βάλθηκα να ψαχουλεύω στο κομοδίνο: κάτω-κάτω το «Έγκλημα και Τιμωρία»∙ ξεχασμένο...
Πώς βρέθηκε αυτό εδώ; Ξεφυλλίζω, φτάνω εκεί που ο καημένος ο Ροντιόν παρατάει τα κλειδιά πάνω στο ξύλινο έπιπλο και τρέχει στο πεσμένο κορμί, ελπίζοντας ότι η γριά ζει ακόμα∙ όχι δεν ζει, το κρανίο της είναι ανοιγμένο, γύρω-γύρω έχει σχηματιστεί μια λιμνούλα αίμα. Ο Ροντιόν αρπάζει τα κλειδιά, πασχίζοντας ν’ ανοίξει τα σεντούκια της Αλιόνας Ιβάνοβνας∙ βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση, τα χέρια του είναι ματωμένα, ψάχνει για λεφτά και για ενέχυρα∙ κάτω από το κρεβάτι βρίσκει ένα κόκκινο πανί, σκουπίζει μ’ αυτό τα χέρια του... Και τότε φρικιάζω: η ώρα είναι κιόλας τέσσερις παρά είκοσι, είμαι ταλαιπωρημένη από την αϋπνία, η λάμπα με το βυσσινί αμπαζούρ μοιάζει σαν να στάζει αίμα, μα τι ιδέα κι αυτή, μια λάμπα στο χρώμα του αίματος;
Κι ενώ ο Ροντιόν παγώνει στη σκέψη ότι έχει παραφρονήσει, είμαι σίγουρη ότι δεν θα κοιμηθώ ποτέ, ότι θα καταντήσω ένα πλάσμα που θα πλανιέται άυπνο πάνω από τάφους. Καθώς ο Ροντιόν τσεπώνει πενήντα ρούβλια –σκότωσε λοιπόν για πενήντα ρούβλια;–, σιχαίνεται τον εαυτό του. Και μολονότι ξέρω τι συμβαίνει παρακάτω, εύχομαι να τη γλιτώσει: ήταν μια στιγμή παραλογισμού, φρενοβλάβειας∙ Ρασκόλνικοφ, τρέχα να κρυφτείς! Ή, μάλλον, μην τρέχεις, φέρσου φυσιολογικά... Και μην ξεχάσεις να βάλεις το τσεκούρι στη θέση του. Ο Ρασκόλνικοφ επιστρέφει στο άθλιο δωμάτιό του∙ δεν μπορεί να κοιμηθεί –ούτ’ εγώ–, τον καταλαμβάνει κάτι σαν λήθαργος∙ εμένα πάλι όχι∙ με τριγυρίζουν διάφορες σκέψεις, διακεκομμένες, ξεφτισμένες∙ δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε καμιά. Ακούω έναν ήχο, ένα θρόισμα στη βεράντα∙ ξημερώνει: ο δολοφόνος, μισοξύπνιος, παγώνει από τη φρίκη. Πετάγεται επάνω και κοιτάζει τα ρούχα του μήπως είναι ματωμένα... Η τιμωρία έχει ήδη αρχίσει. Κλείνω αποφασιστικά το βιβλίο, σηκώνομαι, ανεβαίνω σ’ ένα σκαμνί, ακροβατώ πάνω στη βιβλιοθήκη, το χώνω, ανάμεσα σε άλλα, στο ψηλότερο ράφι –«Μείνε εκεί, Ροντιόν, εσύ και το τσεκούρι σου!»–, κατεβαίνω, τηλεφωνώ στον Στέφαν, που απαντάει με νυσταγμένη φωνή: «Την έχω πέσει ο έρμος... Είναι σχεδόν μεσάνυχτα...». Και μετά από μια στιγμή: «Ε, καλά, περίμενε ν’ ανάψω το φως... ». Κι ενώ ακούγονται οι θόρυβοι του δρόμου κι από τις μικροσκοπικές τρυπίτσες της γρίλιας μπαίνει το πρωινό φως, ξεχνάω το απαίσιο έγκλημα του Ροντιόν και τις απαίσιες τύψεις που θα ακολουθήσουν. Αποκοιμιέμαι, ναι: το κεφάλι μου είναι στη θέση του και πάνω στο μαξιλάρι μου.
Σώτη Τρανταφύλλου