
Της Σώτης Τριανταφύλλου
H Αυστρία είναι χώρα μεγάλων ποιητών που βρίσκονται δίπλα στο μαξιλάρι μου. Τα θολά της σύνορα έχουν συμβάλει στις πολλαπλές της ταυτότητες (δεν ήταν άραγε ο Κάφκα ένας γερμανόφωνος Τσεχο-αυστριακός, εβραϊκής καταγωγής, γεννημένος στην Πράγα της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας;), στον συγκερασμό του ρομαντισμού με το μπαρόκ και του επαναστατικού πνεύματος του 19ου αιώνα με τον εξπρεσιονισμό των αρχών του 20ού. Ύστερα, η καταστροφή: ο ναζισμός και ο εξτρεμιστικός καθολικισμός, η προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία· η φυγή των ποιητών, τα αμερικανικά όνειρά τους στη γερμανική γλώσσα.
«In welcher Sprache traumen Sie?» –Σε ποια γλώσσα ονειρεύεστε;– ήταν ο τίτλος μιας συλλογής εξόριστων Αυστριακών συγγραφέων: ανάμεσά τους, η Ίλζε Άιχινγκερ, ο Γιόζεφ Ροτ και ο Στέφαν Τσβάιχ. Πόσο διαφορετική ήταν η αυστριακή πραγματικότητα από τo ποιμενικό ειδύλλιο της «Μελωδίας της ευτυχίας», από τη γλυκύτητα της οικογένειας Τραπ· πόσο διαφορετική... Στο κομοδίνο μου, αυτές τις μέρες, δύο Αυστριακοί: το «Τριακοστό έτος» της Ίγκεμποργκ Μπάχμαν –μια νουβέλα που θέλω να μεταφράσω στα ελληνικά, παρότι οι μεταφράσεις από τα γερμανικά δεν είναι εύκολες για μένα– και μία συλλογή κειμένων με τίτλο «Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ» (εκδ. Νάρκισσος), που βρίσκεται πολύ καιρό εκεί πάνω, μιας και τη διαβάζω αποσπασματικά· κάποτε-κάποτε, μία σελίδα, ένα σχόλιο για την προσωπικότητα και το έργο του Μπέρνχαρντ, μια συνέντευξη, ένα κομμάτι μονολόγου.
Μπέρνχαρντ, όπως σημειώνει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στον πρόλογο, μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας: το αντικειμενικό τυχαίο μάς φέρνει κοντά σε ανθρώπους σαν κι αυτόν, ανθρώπους που μας παρασύρουν σε ιλιγγιώδεις λαβυρίνθους λέξεων και ιδεών και που τολμούν να δουν και να ξεστομίσουν ό,τι δεν καταφέραμε ποτέ να δούμε και να ξεστομίσουμε. Επειδή δεν μας αρκεί το μυαλό, επειδή μας λείπει η δύναμη του χαρακτήρα. «Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ» είναι, για όποιον έχει διαβάσει τον «Ανιψιό του Βιτγκεντστάιν», το «Μπετόν», την «Υψικάμινο», ο γνωστός Τόμας Μπέρνχαρντ: η σωματική αρρώστια (υπέφερε σε όλη του τη ζωή από πνευμονοπάθεια), η ειρωνεία έναντι του ανθρωπίνου είδους, η αδιαφορία για την καθημερινότητα, η βίαιη απόρριψη της πατρίδας-Αυστρίας· εκεί που οι άλλοι χειροκροτούν, εκεί που ενώνονται με το πλήθος, ο Μπέρνχαρντ αποτραβιέται κι ο πόλεμός του με τον κόσμο τον μεταμορφώνει σε «μαύρη κουρούνα» (όπως λέει ο ίδιος). Στο βιβλίο εκδιπλώνεται η ζωή του, φαινομενικά γεμάτη αντιφάσεις, στην ουσία όμως σαν ένα σώμα συμπαγές, με όρια σαφώς περιγεγραμμένα: τρόφιμος σανατορίων, πλάνητας στη ρημαγμένη Κεντρική Ευρώπη του μεταπολέμου, ακάματος συγγραφέας, κηπουρός και ερημίτης· το 1968, αφού κερδίζει το κρατικό βραβείο, εκφωνεί λόγο εναντίον της Αυστρίας, όχι μόνον για τη στάση της απέναντι στον Χίτλερ, αλλά και για τον μικροαστισμό της, για εκείνο τον καθημερινό φασισμό που καταγγέλλει στον κινηματογράφο ο Μίκαελ Χάνεκε. Ο λυρισμός της Βιέννης είναι ένας μύθος: τα αυστριακά σύνορα δεν είναι μόνο θολά, είναι ασφυκτικά· ακόμα κι αν η άπατρις στάση παραβλέπεται και συγχωρείται, οι περισσότεροι Αυστριακοί θεωρούν τον Μπέρνχαρντ «Νestbeschmutzer»· άνθρωπο που, επειδή δεν παινεύει το σπίτι του, το σπίτι πέφτει και τον πλακώνει. Καμιά φορά, το σκέφτομαι και για τον εαυτό μου: όχι ότι θα βαλθώ να παινεύω μια πατρίδα που δεν είναι άξια επαίνων.
Σώτη Τρανταφύλλου