
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ο Nοrbert Elias (1897-1990) παρουσιάζει το δοκίμιό του Περί Χρόνου ως άρση μιας θεμελιώδους παρεξήγησης: "Νομίζουμε", παρατηρούσε σε μια συνέντευξή του το 1984, "ότι ο χρόνος είναι μια έννοια της φυσικής επιστήμης, η οποία μεταφέρθηκε στην κοινωνία. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Λόγω των κοινωνικών αναγκών σε προγενέστερες εποχές οι ιερείς παρακολουθούσαν την ανατολή και τη δύση του ηλίου, τη χάση και τη φέξη του φεγγαριού, για να προσδιορίσουν την κατάλληλη εποχή για τις γεωργικές εργασίες. Όσο στενότερες γίνονταν οι σχέσεις των ανθρώπων, ο συντονισμός των δραστηριοτήτων τους ήταν εφικτός μόνο μέσω ενός ενιαίου χρόνου, μιας χρονικής ομοιομορφίας. Με λίγα λόγια ο καθένας έπρεπε να έχει από ένα ρολόι." Ανατρέχοντας στη γενεαλογία των ανθρώπινων στάσεων και απόψεων έναντι του χρόνου και αποκαλύπτοντας ότι οι κυρίαρχες αντιλήψεις είναι σχετικά πρόσφατες -εφόσον χρονολογούνται από την εποχή του Γαλιλαίου- ο Elias επανέρχεται σε ένα βασικό τόπο της κοινωνικής του θεωρίας, το πώς, δηλαδή, η εκούσια ανθρώπινη συμπεριφορά μεταμορφώνεται σε ακούσια και ανεπίγνωστα πρότυπα κοινωνικού βίου. Η παραδοχή ότι χρόνος= (συγ)χρονισμός, τουτέστιν συντονισμός είναι, ίσως, το πρώτο βήμα για την ανάκτηση αυτού του ελέγχου.
Είναι ο χρόνος ζήτημα «ελέγχου»; Η απάντηση εξαρτάται από τη φύση του κάθε πολιτισμού: αλλιώς εμφανίζεται ο χρόνος στον Γερμανοεβραίο Νorbert Elias, αλλιώς στις ανατολικές φιλοσοφίες. Και παρότι δεν είμαστε όλοι εξοικειωμένοι με τη φιλοσοφία του χρόνου, ο καθένας από μας κατοικεί, αναπόφευκτα, μια φιλοσοφία.
![]() |
|
O φιλόσοφος Norbert Elias |
Συχνά ρωτούν τους ηθοποιούς, καμιά φορά κι εμάς τους συγγραφείς: Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο; Η ερώτηση τίθεται, ομολογουμένως, κάπως άκομψα – γι' αυτό οι άνθρωποι απαντούν με ψέματα: «Ο χρόνος είναι με το μέρος μου» ή «Α, δεν τον σκέφτομαι καθόλου!» Υπονοείται ένα κερδισμένο στοίχημα: Ο χρόνος με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Αλλά τι κρίμα: στο τέλος, αυτός ο καλύτερος άνθρωπος θα εκδημήσει εις Κύριον· στην καλύτερη στιγμή του θα πέσει στο σκοτεινό πηγάδι του χρόνου. Υπάρχει άλλη μια ελαφρώς ενοχλητική ερώτηση: «Πόσων ετών είσαι;» Η απάντηση θα έπρεπε να είναι απλή: απλή αριθμητική. Αλλά δεν είναι.
Το θέμα της ηλικίας αποτελεί ουσιώδη ανθρώπινη εμπειρία. Είναι ο τόπος συνάντησης μεταξύ του εαυτού και του άλλου, κοινός σε όλους τους πολιτισμούς, ένας σύνθετος και αντιφατικός τόπος όπου ο καθένας από εμάς θα μπορούσε, αν είχε την υπομονή και το θάρρος, να μετράει τα μισά ψέματα και τις μισές αλήθειες που συνθέτουν τη ζωή του και την προσωπική του ιστορία. Ο καθένας από μας μπαίνει στον πειρασμό να αμφισβητήσει την ηλικία του: ιδιαίτερα, όταν συντάσσουμε μιαν αυτοβιογραφία, ο χρόνος, η ηλικία, χάνουν το περιεχόμενό τους – τα βιώματα, και όλα όσα αποθηκεύονται στο ασυνείδητο είναι άχρονα. Ο χρόνος δεν κυλάει μέσα στο ασυνείδητο· μένει μετέωρος.
Ως προς το παρελθόν μας, είμαστε όλοι δημιουργοί: προχωρούμε προς τα πίσω για να το παρατηρήσουμε και, κυρίως, για να το ανακατασκευάσουμε. Τι είναι λοιπόν ο χρόνος; Όπως έχει πει κι ο Άγιος Αυγουστίνος, όταν δεν μας ρωτούν, ξέρουμε. Όταν μας ρωτούν και πρέπει να εξηγήσουμε, δεν ξέρουμε. Ξέρουμε ότι ο χρόνος εκδηλώνεται στην κίνηση των πλανητών, στον ρυθμό των εποχών, στον κύκλο της γέννησης και του θανάτου. Κι ότι, όταν χρειαζόμαστε να κυλήσει γοργά, εκείνος μοιάζει να ακινητοποιείται: πριν από πολλά χρόνια –έχουν πράγματι περάσει πολλά χρόνια– έμεινα ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο κλεισμένη σε χαλασμένο ασανσέρ· ο χρόνος έμοιαζε να μην περνάει και παρ' όλ' αυτά πέρασε. Το πρωί της Δευτέρας με βρήκαν παγιδευμένη και με απελευθέρωσαν. Μέσα σ' εκείνον τον παγιδευμένο χρόνο και χώρο υπήρχε ένας ακόμα χρόνος κι ύστερα ένας ακόμα: κάποια στιγμή άρχισε να ακούγεται μια σειρήνα από τον δρόμο· ο χρόνος έπρεπε να περάσει ακόμα πιο γρήγορα ώστε να σταματήσει ο ενοχλητικός θόρυβος. Κι ύστερα να περάσει ο άλλος, ο μεγάλος χρόνος, ώστε να τελειώσει η δοκιμασία του ακινητοποιημένου ασανσέρ.
Αν κάνουμε απολογισμό της ζωής μας θα διαπιστώσουμε ότι συχνότερα ευχόμαστε την επιτάχυνση του χρόνου απ' ό,τι την επιβράδυνσή του.
Αν κάνουμε απολογισμό της ζωής μας θα διαπιστώσουμε ότι συχνότερα ευχόμαστε την επιτάχυνση του χρόνου απ' ό,τι την επιβράδυνσή του. Διεκπεραίωση, πλήξη, αναμονές, περιέργεια για το τι θα επακολουθήσει, αγωνία για τα αποτελέσματα μιας ακόμα δοκιμασίας, προσμονή για κάτι, δυνάμει, ωραίο. Κάνουμε, ανεπίγνωστα, διάκριση ανάμεσα στον χρόνο και στην ηλικία: βυθιζόμαστε στον χρόνο, απολαμβάνουμε μερικές στιγμές, προβάλλουμε το επιθυμητό μέλλον, επινοούμε το επιθυμητό παρελθόν, «χάνουμε» χρόνο, αφήνουμε, όπως λέμε συχνά, τον χρόνο να «κυλάει». Let the good times roll. Αντιθέτως, η ηλικία είναι ένας ακριβής υπολογισμός των ημερών που περνούν, η μονόδρομη όραση των ετών που συσσωρεύονται: η ηλικία μάς τοποθετεί ανάμεσα σε δύο ημερομηνίες – συχνά, το όνομά μας συνοδεύεται από μια χρονολογία και μια μικρή παύλα όπου, αργά ή γρήγορα, θα προστεθεί μια άλλη χρονολογία. Προς το παρόν, δίπλα στο δικό μου 1957 μένει σε εκκρεμότητα αυτή η μικρή παύλα. Όταν φύγω από τη ζωή, τη χρονολογία θα προσθέσουν οι ζωντανοί. Αν κάνουν τον κόπο.
Οι άνθρωποι πάνω από πενήντα ετών λένε: Αν μια μέρα ξυπνήσεις και δεν πονάς πουθενά, μάλλον έχεις πεθάνει. Αλλά, όταν φτάνει κανείς στην ώριμη ηλικία και στα γηρατειά, διαπιστώνει ότι εκτός από το γέρασμα του σώματος, η ωριμότητα και τα γηρατειά δεν υπάρχουν. Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν νωρίς. Εξάλλου, τα γηρατειά δεν αφορούν όλους με τον ίδιο τρόπο: δεν είναι όλοι οι νέοι νέοι, όπως δεν είναι όλοι οι γέροι γέροι.
Όταν είμαστε νέοι υιοθετούμε πατερναλιστική γλώσσα έναντι των ηλικιωμένων – κι όσο οι ηλικιωμένοι προχωρούν στα βάθη των γηρατειών τόσο χάνουν το φύλο τους και την ηλικία τους. Οι κυρίες γίνονται γιαγιάδες, οι κύριοι γίνονται παππούδες· στα νοσοκομεία και στα γηροκομεία τούς απευθύνονται σαν να είναι μωρά – ολισθαίνουν όροι ψεύτικης τρυφερότητας και συγκατάβασης. Τώρα θα πάρουμε το χαπάκι μας και θα πάμε στο κρεβατάκι μας. Έτσι μπράβο! Από τη θέση όπου βρίσκομαι σήμερα, σκέφτομαι: αν μια μέρα κάποιος με αποκαλέσει «γιαγιά» ή, ακόμα χειρότερα, «γιαγιάκα», αντί για «κυρία», θα τον χαστουκίσω.
Κάποτε η ηλικία είχε κύρος και οι ηλικιωμένοι θεωρούνταν σοφοί. Λάθος: λίγοι άνθρωποι ωριμάζουν πραγματικά· οι περισσότεροι από μας θα πεθάνουμε άσοφοι σαν γερασμένα παιδιά.
Κάποτε η ηλικία είχε κύρος και οι ηλικιωμένοι θεωρούνταν σοφοί. Λάθος: λίγοι άνθρωποι ωριμάζουν πραγματικά· οι περισσότεροι από μας θα πεθάνουμε άσοφοι σαν γερασμένα παιδιά. Μερικοί, ακολουθώντας τις επιταγές της κοινωνίας της εικόνας, δεν θα γεράσουμε ποτέ: old is beautiful. Στην κοινωνία μας, δεν έχουν γόητρο οι γέροι, γόητρο έχουν οι γέροι που φαίνονται νέοι. Συχνά, ερωτοτροπούμε με τη γελοιότητα: οι γονείς, οι καθηγητές, οι ενήλικοι μιμούνται τα παιδιά, τους μαθητές, τους νέους – ενδυματολογικά, γλωσσικά· προς θεού μη μας θεωρήσουν οπισθοδρομικούς! Έτσι, χάνονται οι ρόλοι – η διανομή τους συγχέεται. Και τα αταίριαστα ρούχα φαίνονται κρεμασμένα επάνω μας όπως στις κρεμάστρες με τη ναφθαλίνη· όσο για τα λόγια, το νεανικό ιδίωμα ακούγεται σαν ετεροχρονισμένο ντουμπλάρισμα.
Συντάσσοντας μιαν αυτοβιογραφία, ο συγγραφέας καλεί τη μνήμη: μολονότι ποτέ δεν ξεχνάμε, μονάχα συνηθίζουμε. Τα γεγονότα χάνουν τη σημασία τους: εφόσον επιζήσαμε, τίποτα δεν ήταν, τελικά, τόσο σοβαρό – προδοσίες, αρρώστιες, χωρισμοί, βίαια επεισόδια, ατυχήματα. Όπως έγραφε ο Μονταίν, οι περισσότερες από τις συμφορές της ζωής μου δεν συνέβησαν ποτέ. Eίμαι ακόμα εδώ για να τις αφηγηθώ.
H ηλικία έχει, κι αυτή, κάποια σχετικότητα: όταν ήμουν σαράντα ετών και επισκέφτηκα την Αφρική, οι Αφρικανοί με αποκαλούσαν "mama" – ο τίτλος υπονοεί άφυλη ωριμότητα και gravitas που δεν είχα και δεν που δεν αναγνωρίζω στον εαυτό μου ούτε και τώρα. Στην Αθήνα, στο μετρό, ακόμα και τώρα που είμαι 56 ετών, σηκώνομαι για να καθίσουν οι πιο ηλικιωμένοι. Αλλά αμφιβάλλω όλο και περισσότερο: αυτός που με ακολουθεί, με φλερτάρει, ή πρόκειται να μου κλέψει την τσάντα;
Πόσων ετών είσαι; Στην ερώτηση απαντάω με παρρησία. Και παρ' όλ' αυτά μπαίνω στον πειρασμό να πω: Είμαι ενήλικη και εμβολιασμένη.
Πόσων ετών είσαι; Στην ερώτηση απαντάω με παρρησία. Και παρ' όλ' αυτά μπαίνω στον πειρασμό να πω: Είμαι ενήλικη και εμβολιασμένη. Αλλά η πληροφορία αυτή δεν αρκεί: η κοινωνία έχει κανόνες – και δικαίως. Χρειάζεται συγκεκριμένη ηλικία για να αποκτήσεις άδεια οδήγησης, πιστωτικές κάρτες, τραπεζικό δάνειο· συγκεκριμένη ηλικία για να συνταξιοδοτηθείς ή για να γίνεις μέλος της Ακαδημίας. Αναρωτιέμαι: ενηλικιώθηκα στα 18; Μήπως ενηλικιώθηκα στα 21; Ή μήπως η ενηλικίωση είναι, όπως προανέφερα, ένας ευσεβής πόθος; Ο πατέρας μου χάλασε, παίζοντας, το ηλεκτρικό μου τρενάκι· και ο Γούντυ Άλλεν διαμαρτύρεται: «Η γυναίκα μου είναι εντελώς ανώριμη: δεν με αφήνει να παίζω στην μπανιέρα με τα παπάκια μου». Στην ερώτηση «πόσων ετών είσαι;» απαντώ λοιπόν με ειλικρίνεια, αλλά είμαι εγώ που δεν πιστεύω την απάντηση. Πότε έγινα 56 ετών; Πού βρισκόμουν ενώ γινόμουν 56 ετών; Πόσος χρόνος μού απομένει; Παρηγοριέμαι μέσω αυτοσχέδιων βιολογικών θεωριών: η θεία μου η Ντίνα έζησε 103 χρόνια· είχε την εμπειρία δύο παγκοσμίων πολέμων και ενός εμφυλίου. Ίσως ζήσω 103 χρόνια κι εγώ – υπό αυτή την οπτική είμαι ακόμα μεσήλικη.
![]() |
|
Ο φιλόσοφος Marc Augé |
Η αυτοβιογραφία είναι μια εθνολογία του εαυτού, όπως γράφει Marc Augé*. Συμφωνώ κι εγώ. Οι αναγνώστες ίσως πιστεύουν ότι πρόκειται για εκδήλωση ναρκισσισμού· αλλά, όχι· πρόκειται μάλλον για μια επίσκεψη στο παρελθόν, για μια απελευθέρωση, για τον ορισμό ενός μέτρου. Στο βιβλίο της Stella Gibbons Η φάρμα της μαύρης συμφοράς η 'Ειντα Ντουμ, μια μοναχική και δυστυχισμένη χήρα, παραπονιέται ξανά και ξανά πως όταν ήταν μικρή «είδε κάτι φρικτό στην αποθήκη»: καταγράφοντας τα γεγονότα της ζωής μας, το φρικτό στην αποθήκη ακυρώνεται· πάντοτε θα υπάρχει κάτι φρικτότερο από το «φρικτό». Ξυπνάμε όπως ο καθηγητής Ίζακ Μποργκ –στις Αγριοφράουλες του Μπέργκμαν– από ένα δυσάρεστο όνειρο, από μια περιπλάνηση σε άγνωστη, αινιγματική συνοικία. Κι όπως ο Ίζακ ανοίγουμε μια πόρτα και βρισκόμαστε πάλι στο τοπίο της παιδικής μας ηλικίας.
Στη δεξαμενή της συνείδησης συνωστίζονται παράπονα, ματαιωμένες ελπίδες, φιλοδοξίες που δεν πραγματοποιήθηκαν.
Διαβάζοντας το δοκίμιο του Norbert Elias αναρωτιέμαι: what if... Πόσο, είμαστε, εν τέλει, πλάσματα πολλαπλών συγχρονισμών; Και: άραγε οι ατυχίες και τα λάθη μας οφείλονται σε bad timing; Σ' εκείνη την τόσο ανθρώπινη ιδιότητα του να βρισκόμαστε στον λάθος τόπο, την λάθος στιγμή; Έτσι κι αλλιώς, το παρελθόν αποκτά μια ποιητικότητα που δεν έχει όταν είναι παρόν. Ξεφυλλίζοντας την επετηρίδα των αποφοίτων ενός αμερικανικού πανεπιστημίου, διαπιστώνω ότι «ανήκω» στην τάξη του 1987: η χρονολογία είναι αμετάκλητη όπως και η λέξη «ανήκω» παρότι ποτέ δεν ήθελα να ανήκω σε κανέναν και σε τίποτα. Για να εξωραΐσω την κατάσταση, λέω: «το 1957 γεννήθηκαν τα καλύτερα παιδιά». Και «το 1987 ήταν η καλύτερη χρονιά για το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης». Αναπτύσσεται νοσταλγία δύο ειδών: για όσα κάναμε και, κυρίως, για όσα δεν κάναμε. Το δεύτερο είδος παραείναι οδυνηρό: «αν είχα περισσότερο θάρρος... αν δεν είχα υποχωρήσει...» Στη δεξαμενή της συνείδησης συνωστίζονται παράπονα, ματαιωμένες ελπίδες, φιλοδοξίες που δεν πραγματοποιήθηκαν. Μερικοί άνθρωποι λένε με θαυμαστή υπερηφάνεια: δεν μετανιώνω για τίποτα. Εγώ πάλι όχι: μετανιώνω για όλα, όλα θα μπορούσα να τα κάνω καλύτερα κι αλλιώτικα. Η αυτοβιογραφία είναι ένας καθρέφτης για τον άνθρωπο, για τον συγγραφέα, που έχει περισσότερα χρόνια πίσω του παρά μπροστά του: Πες μου πώς γερνάς για να σου πω ποιος είσαι.
* Marc Augé, Une ethnologie de soi: Le temps sans âge, Seuil, 2014.