Της Σώτης Τριανταφύλλου
Σημειώσεις για το «Εγκώμιο της πραότητας»[1]
Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο έφυγε από τον κόσμο το 2004, όταν η ιταλική δημοκρατία (ασταθής, διεφθαρμένη, αλλά «ιστορική» και «πλουραλιστική») είχε δώσει τη θέση της στο κράτος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, στο περιοδικό Panorama (αντίστοιχο του γερμανικού Spiegel) και στην αμφίβολη αισθητική του Βιττόριο Σγκάρμπι, ο οποίος έγινε ένα είδος πρέσβη του ιταλικού πολιτισμού στον κόσμο, παραδίδοντας μαθήματα sex-appeal από το ραδιόφωνο.
Ο Μπόμπιο πρόλαβε να γίνει μάρτυρας της υποχώρησης της ιταλικής διανόησης και της ανόδου μιας νεόπλουτης μικροαστικής τάξης που απέκτησε εξουσία από το εμπόριο, τις υπηρεσίες, τα μέσα ενημέρωσης και το χρηματιστήριο· η ευτέλεια και το κενό της ιταλικής ζωής ήταν ολοφάνερα: ο Ουμπέρτο Έκο ετάχθη υπέρ της ιδιωτικοποίησης του πανεπιστημίου (εφόσον το δημόσιο είχε αποτύχει), η Οριάνα Φαλλάτσι εξέδωσε το La rabbia et l’orgoglio (όπου επιτέθηκε εναντίον όλων των Αράβων και των μαύρων, αδιακρίτως, εφόσον η Αριστερά, από την πλευρά της, τους κάλυπτε αδιακρίτως), ενώ ο πρώην αριστερός συγγραφέας Αλμπέρτο Αρμπαζίνο ξεκίνησε σταυροφορία κατά των μεταναστών. Το ερώτημα του σύγχρονου πολίτη, όπως το θέτει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, είναι: Τι πρέπει να κάνουμε; Πώς πρέπει να αντιδράσουμε, λόγου χάρη, στο γεγονός ότι η Forza Italia ενθάρρυνε τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Μπολόνια να καταδίδουν τους καθηγητές που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην κυβέρνηση; Και πόσο αποτελεσματική είναι η βίαιη σύγκρουση; Για όποιον αναζητεί «εσχάτους» της Αριστεράς, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο είναι ο «έσχατος» μιας εποχής.[2]
Η μεταπολεμική ευρωπαϊκή Αριστερά –τα οργανωμένα μέλη της, οι «οπαδοί» και οι συνοδοιπόροι της– αναπτύχθηκε μέσα στο μίσος: το «ταξικό μίσος» που υπαγόρευαν τα μαρξιστικά κείμενα και την οργή που είχε προκαλέσει ο φασισμός, ο ναζισμός και οι φρικαλεότητες του πολέμου. Παρά την ανθρωπιστική της παράδοση, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Αριστερά ορίστηκε περισσότερο αρνητικά –ως ένα λαϊκό κίνημα εναντίον του φασισμού, εναντίον του ναζισμού, αν και όχι επαρκώς εναντίον του σταλινισμού– παρά θετικά, δηλαδή ως μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση ή ένα εφικτό όραμα. Όσο για τον Νορμπέρτο Μπόμπιο, το τελευταίο έργο του οποίου είναι αυτό εδώ το Εγκώμιο της πραότητας, εκφράζει –εξαιτίας της μακροζωίας του και με τον τρόπο του– το αντιφασιστικό και αριστερό κίνημα στην Ιταλία: την πορεία του, τις μεταπτώσεις και τις μεταστροφές του· τα σφάλματα και τις ελλείψεις του· τα κουσούρια των καλών προθέσεων. Και θέτει το ζήτημα του Κακού στην πολιτική και στον σύγχρονο κόσμο, προτείνοντας ανεκτικότητα, mitezza (πραότητα, ηπιότητα, μετριοπάθεια: όχι υποχωρητικότητα, όχι υποταγή) και διά βίου δέσμευση στην υπεράσπιση της ελευθερίας και στην αναζήτηση της αλήθειας.
Για τον Νορμπέρτο Μπόμπιο όλα άρχισαν το 1942, όταν προσχώρησε στο τότε παράνομο κόμμα Αzione –που είχε στόχο «μια δημοκρατία χωρίς επίθετα»– ούτε χριστιανική, ούτε σοσιαλιστική· και όταν πήρε μέρος στο αντιστασιακό κίνημα, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για λίγο καιρό. Η αντίσταση εναντίον του φασισμού προερχόταν από ένα ευρύ φάσμα της ιταλικής κοινωνίας: από το εξόριστο κομμουνιστικό κόμμα του οποίου ηγείτο ο Παλμίρο Τολιάττι (ο Γκράμσι είχε πεθάνει το 1937, έχοντας περάσει τα χρόνια του φασισμού σε φυλακή του Πιεμόντε), από τους υποστηρικτές του φιλελευθερισμού που εκπροσωπούσε ο Κάρλο Σφόρτσα· από το αριστερό (μη μαρξιστικό) κίνημα Giustizia e Libertà που είχε ήδη αποδυναμωθεί μετά τη δολοφονία των ηγετών του Νέλλο και Κάρλο Ροσσέλλι το 1937· από την οργάνωση των βασιλοφρόνων Alleanza Nazionale που είχε στόχο τη ρήξη της μοναρχίας με τον φασισμό· τέλος, από μια σειρά πρόσωπα και σχηματισμούς με διαφορετικές πεποιθήσεις (κοινοβουλευτικοί σοσιαλιστές, «προοδευτικοί» ιερωμένοι κτλ.). Το 1943 ήταν αποφασιστική χρονιά για την Ιταλία και τις αριστερές οργανώσεις: μετά την ανατροπή του φασιστικού καθεστώτος τον Ιούλιο, η Ιταλία άλλαξε στρατόπεδο και τους τρεις τέσσερις μήνες που ακολούθησαν, ενώ συνεχίζονταν ο πόλεμος και οι διπλωματικές χειρονομίες (όπως η συνδιάσκεψη της Τεχεράνης), τα γεγονότα υπήρξαν καταιγιστικά. Η Ιταλία, από μέλος του Άξονα έγινε το θέατρο συμμαχιών που περιελάμβαναν μοναρχικούς, κομμουνιστές του PCI, μέλη της άκρας αριστεράς (της Bandiera rossa) που αντιτάσσονταν στον σταλινισμό, καθώς και σοσιαλιστές, φιλελεύθερους, χριστιανούς, πατριώτες θαυμαστές του Γκαριμπάλντι και φεμινίστριες. Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο εξελίχθηκε μέσα στη συγκυρία της πολιτικής σύμπραξης –που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα πολιτικά πράγματα και τους δρόμους της σκέψης– καθώς και της πρωτοφανούς βίας στα μέτωπα του πολέμου. Το 1948 (αφού είχε σπουδάσει φιλοσοφία στο Μάρμπουργκ της Γερμανίας, όπου, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, η διατριβή του αφορούσε τον Καρλ Γιάσπερς) βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, στο κέντρο του βιομηχανικού Βορρά, που έγινε μια από τις εστίες της ανθρωπιστικής Αριστεράς, σημείο συνάντησης στοχαστών όπως ο Βιττόριο Φόα, ο Λεόνε και η Νατάλια Γκίνζμπουργκ, ο Φράνκο Αντονιτσέλλι και ο Μάσσιμο Μίλα. Στη δεκαετία του ’50, στη λεγόμενη «Χερσόνησο», συνέβη αυτό που προσδοκούσε ο Ντον Φαμπρίτσο Σαλίνα στον Γατόπαρδο του Λαμπεντούζα («Για να μην αλλάξει τίποτα, πρέπει να αλλάξουν όλα»): μετά την εκλογική νίκη της Χριστιανοδημοκρατίας το 1948 (και την ήττα του «Λαϊκού Μετώπου»), οι στόχοι και οι ελπίδες της Αριστεράς υλοποιήθηκαν σε σημαντικό βαθμό μέσω του συνδικαλιστικού κινήματος: ο Ιταλός (και λιγότερο ο ξένος μετανάστης) βιομηχανικός εργάτης θεωρήθηκε ο τυπικός προλετάριος, ο φορέας καινούργιων ιδεών που απέρριπτε τα ήθη του καθυστερημένου αγροτικού Νότου και ήταν έτοιμος για επαναστατικές πράξεις. Ωστόσο, ούτε ο ιδιότυπος εκλογικός νόμος (legge truffa: νόμος «απάτη») ούτε η ευρεία λαϊκή βάση του συνασπισμού κομμουνιστών-σοσιαλιστών (που εκφραζόταν από τα παράλληλα ρεύματα της τέχνης και της λογοτεχνίας: τον νεορεαλισμό, τα λογοτεχνικά έργα του Παζολίνι, τα μυθιστορήματα του Βάσκο Πρατολίνι, του Κάρλο Κασσόλα, της Έλσα Μοράντε) έβαλαν σε πραγματικό κίνδυνο την κυριαρχία της Χριστιανοδημοκρατίας. Έτσι, σ’ αυτή την περίοδο της βιομηχανικής άνθησης (το «boom») την οποία διαδέχτηκε η στασιμότητα (το «sboom»), αναπτύχθηκε η αριστερή σκέψη (η βασισμένη στις δημοκρατικές αρχές του Γκράμσι που έθετε ερωτήματα για τη νεοτερικότητα), καθώς κι ένας τρόπος ζωής που απομακρυνόταν τόσο από το χριστιανικό-Καθολικό πρότυπο όσο και από το σταλινικό-σοβιετικό. Στην πραγματικότητα, χωρίς «να αλλάξει τίποτα», δηλαδή χωρίς να συμβεί κοινωνική επανάσταση, η Ιταλία εξελίχθηκε από μια καινούργια, αναπτυσσόμενη χώρα (δεν είχε περάσει ούτε ένας αιώνας από την ενοποίησή της) στο κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκό σκηνικό των πολιτικών και πολιτιστικών ζυμώσεων.
Την περίοδο της ακμής του μυθιστορήματος (Τζόρτζο Μπασσάνι, Έλιο Βιττορίνι, Ίταλο Καλβίνο), στον χώρο της πολιτικής και ιστορικής σκέψης σημειωνόταν μια κοσμογονία: ο Νορμπέρτο Μπόμπιο ήταν ένας από την πληθώρα των διανοουμένων της Αριστεράς (ο όρος σήμερα ακούγεται ελαφρώς γελοίος) που αναθεώρησαν το μαρξιστικό-λενινιστικό δόγμα, επιμένοντας στην «έννομη» δημοκρατία, στον διαχωρισμό και στον περιορισμό των εξουσιών. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και η στρατιωτική επέμβαση στην Ουγγαρία ενθάρρυναν την καταξίωση της απλής, σχεδόν αυτονόητης θεωρίας του «εθνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό», την οποία είχε επεξεργαστεί ο Τολιάττι: έτσι, στη δεκαετία του ’50, παράλληλα με τη φιλολογική και ιστορική έρευνα γύρω από τη γέννηση και την ανάπτυξη των ολοκληρωτισμών (π.χ. τα έργα του Πρίμο Λέβι), διαμορφώθηκε η βάση για τον λεγόμενο ευρωκομμουνισμό (άλλος ένας όρος –αν όχι μια ολόκληρη έννοια και στρατηγική– που ξεπεράστηκε θλιβερά).
Το 1956, ο ίδιος ο Μπόμπιο κινείτο ακόμα στον χώρο της έρευνας του Δικαίου, επηρεασμένος από τη φαινομενολογία (θα μπορούσαμε μάλιστα να θεωρήσουμε ως επίγονό του τον Τζόρτζο Αγκάμπεν). Μέχρι το 1965, όταν εκδόθηκε το δοκίμιό του για τον Χομπς, μελετούσε τη σχέση της Λογικής με την επιστήμη του Δικαίου με εργαλείο μια εκδοχή του θετικισμού (που, με τη σειρά της, καταγόταν από τον Ρούντολφ Κάρναπ). Στη συνέχεια, τα γραπτά του θα προσανατολιστούν περισσότερο στην ανάλυση της επικαιρότητας (της πλούσιας σε γεγονότα), ενώ το θεωρητικό τους υπόβαθρο θα διευρυνθεί με επιστροφή στον Χέγκελ (η οποία μπορεί να θεωρηθεί επίσης ως σημείο των καιρών που παρατάθηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80).
Το 1965 ο δυτικός κόσμος κλυδωνίστηκε με πρωτοφανή τρόπο και ένταση. Στην Ιταλία αυτός ο κλυδωνισμός διήρκεσε πάνω από δεκαπέντε χρόνια: από το 1968, μεταξύ ποικίλων κινημάτων, λαϊκών αιτημάτων και πολιτικών αναταραχών, οι αντάρτες πόλεων βρέθηκαν να ορίζουν την πολιτική ζωή· παρ’ ελπίδα, οι διαβόητες Ερυθρές Ταξιαρχίες και οι συγγενικές υπερ-αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις ενεπλάκησαν σε μια βρόμικη μάχη που δεν μπορούσε να αναδείξει νικητές. Έτσι, σε μια χώρα «προοδευτικών» μεγαλοεπιχειρηματιών (όπως ήταν, λόγου χάρη, ο Αντριάνο Ολιβέττι), κομμουνιστών αριστοκρατών (όπως ο Λουκίνο Βισκόντι) και θρησκόληπτων αγροτικών μαζών, εκτυλίχθηκε –μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κομμουνιστών– η τραγωδία του πολιτικού οπτιμισμού. Παραλλήλως, αναδείχθηκε η «στρατευμένη» φιλοσοφική σκέψη του Μπόμπιο η οποία συμβάδιζε –και περιστασιακά ταυτιζόταν– με τις θέσεις της ριζοσπαστικής εφημερίδας Ιl Mondo, των αγωνιστών υπέρ του κοσμικού κράτους, των πολιτικών όπως ο Μάρκο Πανέλλα (που πρωτοστάτησε στον αγώνα για το δικαίωμα του διαζυγίου και των αμβλώσεων), καθώς και μιας πλευράς του εργατισμού την οποία εκπροσωπούσε στο Τορίνο ο Ρανιέρο Παντσιέρι (γνωστός από το περιοδικό Quaderni Rossi που ίδρυσε μαζί με τον Μάριο Τρόντι).
Το 1969 ο Μπόμπιο ήταν ένας από τους ιδρυτές της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Τορίνο. Ακολούθησε μια περίοδος φοιτητικών αναταράξεων όπου δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις του με τους φοιτητές - αντίθετα από άλλους καθηγητές, ο Μπόμπιο δεν φαινόταν διατεθειμένος να κολακέψει το φοιτητικό κίνημα και να αποδεχθεί την αυταπάτη της παντοδυναμίας του. Εξάλλου, εκείνον τον καιρό το Βατικανό, οι ΗΠΑ και η δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών αναχαίτισαν και αμαύρωσαν το πλουραλιστικό όραμα του Ενρίκο Μπερλίγκουερ, ο οποίος δεν άργησε να χαρακτηριστεί οπορτουνιστής από το ΚΚΣΕ και από τις τοπικές υπερ-αριστερές οργανώσεις[3].
Ο «ιστορικός συμβιβασμός», μια πολιτική πλατφόρμα που διαμορφώθηκε το 1972 και είχε ως στόχο της να συμφιλιώσει τη διχασμένη Ιταλία, ήταν εν πολλοίς επινόηση του Νορμπέρτο Μπόμπιο, ο οποίος στην αρχή της δεκαετίας του ’70, στα πλαίσια της ιστορικής του έρευνας γύρω από το ιταλικό «Novecento», ασχολείτο με το πατριωτικό, εκσυγχρονιστικό κίνημα και τη δράση του Κάρλο Κατάνεο, μια μάλλον παράδοξη μορφή του Risorgimento. Η ιδέα ότι, παρά τη δημοτικότητά τους, το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν θα κατάφερναν να αποσπάσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθώς και τα αιματηρά γεγονότα της Χιλής συνέβαλαν στη συναρμολόγηση αυτής της συμφιλιωτικής πολιτικής την οποία το 1977 ο Μπόμπιο ανέλυε στο «Τι λογής σοσιαλισμός», ενώ ολόγυρά του –ως απάντηση στη δράση της ακροδεξιάς τρομοκρατίας– το λεγόμενο «Μαχόμενο Κομμουνιστικό Κόμμα» συναγωνιζόταν τις φασιστικές οργανώσεις σε φανατισμό και βία. Στη διάρκεια του «ιστορικού συμβιβασμού» –κατά τον οποίον η άκρα δεξιά διαχωρίστηκε από τη Χριστιανοδημοκρατία και η άκρα αριστερά διαχωρίστηκε οριστικά από το PCI– η ιδεολογία και η εξουσία γνώρισαν βαθιά κρίση. Έκτοτε, ο Μπόμπιο θα περιγράψει τη διάλυση των θεσμών επιμένοντας στη θέση της μη-βίας η οποία αντιβαίνει στον παραδοσιακό μαρξισμό-λενινισμό. Έτσι κι αλλιώς, αντίθετα από τα στελέχη της οργανωμένης Αριστεράς, ο Μπόμπιο αντλούσε συμπεράσματα από τον Καντ (τον οποίον οι μαρξιστές θεωρούσαν ανεπίτρεπτα «ιδεαλιστή»), καθώς και από την «απλή» ηθική που πρεσβεύει ότι η τιμιότητα και η ειλικρίνεια αποτελούν την καλύτερη πολιτική και ότι η αλήθεια είναι πάντα «επαναστατική».
Ποια είναι τα «μεγάλα» ζητήματα που απασχολούν τον Μπόμπιο ως φιλόσοφο του εικοστού αιώνα: πρώτον, το ζήτημα του Κακού (άρα και του Καλού, της «αρετής») το οποίο ερευνά διεξοδικά (αν και χωρίς πρωτοτυπία, δεδομένου ότι αναφέρεται από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα μέχρι τον Μπενεντέτο Κρότσε όπως οι περισσότεροι στοχαστές)· δεύτερον, είναι το ζήτημα της ισότητας και της ατομικής ελευθερίας (ιδέες που διαστρεβλώθηκαν τόσο από την πολιτική Δεξιά όσο και από την Αριστερά)· τρίτον, είναι το ζήτημα της βίας/μη-βίας που ενέπνευσε την πολιτική του PCI· τέταρτον, το ζήτημα της θρησκείας και της Εκκλησίας και πώς σχετίζονται με τη δημοκρατία και τα πολιτικά δικαιώματα (όχι μόνο στον σύγχρονο κόσμο αλλά στην πορεία της ιστορίας, εξ ού και η μελέτη και η ανάλυση του Λεβιάθαν). Καθώς η σκέψη του ωρίμασε στα «μολυβένια χρόνια», ο Μπόμπιο ασχολήθηκε, όπως αναμενόταν, με τα προβλήματα της ηθικής στην άσκηση της πολιτικής: τι «επιτρέπεται»; Τι πρέπει να θεωρείται παραβίαση ενός οικουμενικού ηθικού κώδικα; Γιατί ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα; Τι είναι τελικά «κράτος»; Γιατί απέτυχαν οι «ανθρωπιστικές» πολιτικές όπως εκείνη του ιστορικού συμβιβασμού; Ποια είναι η διαφορά της πολιτικής «πραότητας» από εκείνη που κηρύσσουν οι παπάδες (προτείνοντας ως σύμβολο τον αμνό); Γιατί η πραότητα βρίσκεται πάντα στο έλεος της πολιτικής;
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Μπόμπιο, ως επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τορίνο και αργότερα ως γερουσιαστής (επί προεδρίας του Σάντρο Περτίνι), άρχισε να παίζει ενεργό πολιτικό ρόλο συμβάλλοντας στη δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (το οποίο μετεξελίχθηκε στους «Δημοκράτες της Αριστεράς») και επισημαίνοντας τα μεγεθυνόμενα προβλήματα της τεχνοκρατίας και της γραφειοκρατίας. Το έργο που εκφράζει αυτή τη φάση της ζωής και της δράσης του ήταν το Δεξιά και Αριστερά (1994),[4] ένα απρόσμενο μπεστ-σέλερ, που όφειλε την επιτυχία του σε μια επίκαιρη κριτική της ιταλικής πολιτικής, καθώς ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αναμειγνυόταν στα ζητήματα της άμεσης εξουσίας[5]. Έτσι κι αλλιώς, η διαφθορά, ο ρόλος της Μαφίας και της Καθολικής Εκκλησίας αποτελούσαν –και αποτελούν– ανεξάντλητο υλικό για τους ριζοσπάστες στοχαστές, από τον Μπόμπιο μέχρι τον Χάμπερμας και τον Αγκάμπεν, καθώς οι τρεις αυτοί μοιράζονται την αναγωγή στην αναλυτική φιλοσοφία, την άρνηση του δογματισμού και την ορθολογιστική μεθοδολογία στην ανάλυση των προβλημάτων του Δικαίου, των αντιφάσεων του κράτους και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι επιρροές του Μπόμπιο, εκτός από τον Καρλ Γιάσπερς, τον Χομπς και τον Λοκ, πρέπει να αναζητηθούν στην ιταλική σοσιαλιστική και φιλελεύθερη παράδοση: στον Βιλφρέντο Παρέτο (ο οποίος εφάρμοσε την επιστημονική μεθοδολογία στη μελέτη των μακροοικονομικών προβλημάτων, αλλά δεν έζησε για να καταγράψει την άνοδο του φασισμού), στον Γκαετάνο Μόσκα και στον Πιέρο Γκομπέττι· για να αναλύσει το παρόν και να προτείνει λύσεις για το μέλλον, ο Μπόμπιο ανατρέχει στο φαινόμενο του φασισμού: γιατί ο φασισμός εξελίχθηκε σε μαζικό κίνημα; Ποιος είναι ο ρόλος των ελίτ; Μπορεί να υπάρξει φιλελεύθερος καπιταλισμός; Ποια είναι τα όρια της πολιτικής ηθικής; Ποιες είναι οι αιτίες των φυλετικών και πολιτικών διακρίσεων; Είναι πράγματι η ιστορία «ένα νεκροταφείο αριστοκρατών» όπως έλεγε ο Παρέτο; Πώς, ύστερα από μια σύντομη στιγμή αμφισβήτησης, φτάσαμε στο σημείο εκκίνησης, δηλαδή στο αστυνομικό κράτος και στην «κατάργηση» του ατόμου μπροστά στις οργανωμένες ομάδες; Ποιος ήταν ο ρόλος της αριστερής τρομοκρατίας; Τι σημαίνει «πολιτική ανυπακοή»; Γιατί εξεγείρονται οι πολίτες;[6] Και τέλος: είναι η τρομοκρατία ηθικά αποδεκτή; Ισχύει πράγματι το homo homini lupus του Χομπς; Αν συμπεραίνει κάτι ο Νορμπέρτο Μπόμπιο είναι το εξής: οι πολιτικές εξουσίες είναι ανίκανες να χειριστούν το σύνολο των κοινωνικών αιτημάτων. Διανύουμε μια εποχή του χρόνου όπου ο τίτλος μιας ποιητικής συλλογής του Παζολίνι –Le meglio gioventù (γραμμένη στη διάλεκτο του Φριούλι)– αποκτά πάλι νόημα: Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας θα αργήσουν να έρθουν· η επαναστατική ορμή βρίσκεται πίσω μας, στον εικοστό αιώνα· το παρόν μας ήταν ένα μελαγχολικό μέλλον που δεν είχε προβλεφθεί.
Σώτη Τριανταφύλλου
[1] Νorberto Bobbio, “Εγκώμιο της πραότητας και άλλα κείμενα περί ηθικής”, μετ. Ηλιοφώτιστη Παπαστεφάνου, Εκδ. Πατάκη, σειρά “Κόσμος”, 2008.
[2] Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η συμμετοχή των διανοουμένων στα κοινωνικά κινήματα έχει ελαχιστοποιηθεί: ο Αντόνιο Ταμπούκκι, ο Αντρέα Καμιλλέρι και ο Νάννι Μορέττι δεν διαθέτουν το θεωρητικό υπόβαθρο για να καταγγείλουν το φασιστοειδές κύμα που έχει ξεσπάσει στην Ιταλία. Όπως έγραψε η Monde diplomatique τον Απρίλιο του 2002 «από την Ιταλία λείπει ο Πιερ Μπουρντιέ, ο Γκορ Βιντάλ, η Σούζαν Ζορζ…». Οι γνώμες πάνω σ’ αυτό διίστανται.
[3] Σ’ αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον να διαβαστεί το δοκίμιο του Μάριο Tρόντι «Berlinguer. Il principe disarmato» (ed. Sisifo, 1994), όπου γίνεται κριτική στον ειρηνιστικό «ρεφορμισμό» του PCI.
[4] Νorberto Bobbio, “Δεξιά και αριστερά: σημασία και αίτια μιας πολιτικής διάκρισης”, Μετ. Ελεονώρα Ανδρεδάκη, εκδ. Πόλις, 1996.
[5] Πρέπει να τονιστεί ότι ούτε ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, ούτε κανείς άλλος προέβλεψε αυτό που ο Αλεξάντερ Στίλλε χαρακτήρισε «λεηλασία της Ρώμης» και συνίσταται στη μονοπώληση των μέσων ενημέρωσης και στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής ζωής μετά την ίδρυση της Forza Italia. Αν και ελάχιστοι διανοούμενοι με γόητρο υποστηρίζουν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τις ιταλικές κυβερνήσεις που προέκυψαν μετά την «κατρακύλα» του Μπεττίνο Κράξι, οι παλιοί κεντρο-αριστεροί – όπως, λόγου χάρη, ο οικονομολόγος Τζεμινέλλο Άλβι, κινήθηκαν προς τα δεξιά (μολονότι ο νεο-μαλθουσιανισμός του Άλβι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη). Ο Μπόμπιο, που πρόσκειται στο αριστερό «μέτωπο» με το υπερβολικά ρομαντικό όνομα «Η Ελιά», ούτε πρωτοτυπεί ούτε διαφέρει ριζικά από τους δημοσιογράφους της Repubblica και του Espresso σε ό,τι αφορά τα ζητήματα του «άγριου» φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.