{jcomments off}Της Σώτης Τριανταφύλλου
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Stephen King είναι το χρονικό ενός ταξιδιού στο παρελθόν και σε μια «άλλη χώρα»: στα τέλη της δεκαετίας του ’50, στην αμερικανική επαρχία όπου οι άνθρωποι did their best and let God do the rest. Το βιβλίο έχει πολλές αρετές –«αχτύπητη» αφήγηση, ολοζώντανη εικονοποιία, αβίαστο ύφος– κι αδυναμίες: μακροσκελείς περιγραφές, pop γλώσσα (στους διαλόγους, ο Stephen King επιλέγει συχνά τη φωνητική γραφή ενώ οι αναφορές στα εμπορικά ονόματα των προϊόντων είναι υπερβολικές), καθώς και λεπτομέρειες, νόστιμες, αλλά άσχετες με την πλοκή. Όσο για την πλοκή μοιάζει με roller-coaster: συμβαίνουν τα πάντα με κυμαινόμενη ένταση και με απότομες εναλλαγές διάθεσης – όλα τα λογοτεχνικά είδη συνυφαίνονται και καμιά ανθρώπινη πράξη δεν μένει απέξω. You name it.
Το «11-22-63» είναι έργο αγάπης για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια ιστορική στιγμή με εξαίσια ηχητική ζώνη: η δεκαετία του ’50 –στην πραγματικότητα, η εποχή μετά το τέλος του πολέμου και πριν από τη δολοφονία του JFK– αν και, αναπόφευκτα, μέρος μιας χρονικής συνεχείας, φαίνεται στα μάτια του κεντρικού ήρωα (και στα δικά μας μάτια) ένας ξένος, εύηχος και φωτογενής πλανήτης. Ο Τζέικ Έππινγκ ταξιδεύει λοιπόν στο 1958 προκειμένου να εμποδίσει την δολοφονία του JFK – όπως ο Τζέι Γκάτσμπυ πριν απ’ αυτόν, ο Τζέικ προσπαθεί ν’ αλλάξει το παρελθόν· για να το κατορθώσει, ο Stephen King επινοεί ένα παράξενο κελάρι μέσα απ’ το οποίο, μ’ ένα πηδηματάκι, ο Τζέικ βρίσκεται σ’ αυτή την «άλλη χώρα», τη χωρίς κινητά τηλέφωνα και Ίντερνετ, όπου ο κόσμος χορεύει jive, οδηγεί Plymouth σαν την “Christine”, ξεστομίζει λέξεις όπως «αράπης» και βλέπει ασπρόμαυρες ταινίες στα ντράιβ-ιν. Είναι μια εποχή ευημερίας που καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του Αϊζενχάουερ – όλοι αγαπούν τον Άικ («Ι Like Ike») πράγμα που δεν τους εμπόδισε να ψηφίσουν το 1961 υπέρ μιας πολύ διαφορετικής κοσμοαντίληψης. Το 1958 και μέχρι την εκλογή του JFK οι μεγάλοι ανησυχούν όπως συνηθίζουν να ανησυχούν σε όλες τις εποχές: αυτή τη φορά, έχουν πανικοβληθεί για την ατομική βόμβα, για την πιθανή ύπαρξη εξωγήινων, για τη δήθεν έκλυση των ηθών, για τους ανήλικους παραβάτες με τα πέτσινα μπουφάν και τα τσουλούφια. Το ροκ εντ ρολ απειλεί την έννομη τάξη και δυναμιτίζει το αμερικανικό ειδύλλιο – και παρ’ όλ’ αυτά, τα βράδια, οι οικογένειες μαζεύονται μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες και βλέπουν «I Love Lucy».
Το «11-22-63» είναι μια νοσταλγική τοιχογραφία, αιχμηρή στις άκρες, ένα μυθιστορηματικό αντίστοιχο του «American Graffiti» του George Lucas και, ταυτοχρόνως, μια συμπύκνωση της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας. Ούτε ο Τζέικ με το κελάρι-μηχανή του χρόνου είναι πρωτότυπη κατασκευή: ο ήρωας που τοποθετείται σε μια εποχή ξένη προς τη δική του είναι συνηθισμένος στις αφηγηματικές τέχνες – ακόμα και ο Λουί Ντε Φυνές έχει υποδυθεί κατεψυγμένο άνθρωπο του 1905 που ξυπνάει το 1969 με τα αναμενόμενα κωμικά αποτελέσματα. Ωστόσο, το «11-22-63» είναι κάτι περισσότερο από την ανακύκλωση ενός παλιού μύθου: το ταξίδι του Τζέικ Έππινγκ είναι ένα προσκύνημα, η αναζήτηση του αμερικανικού ονείρου που ήταν κάποτε ζωντανό και παλλόμενο – λες και σήμερα το αμερικανικό όνειρο έχει καταψυχθεί· μήπως όμως ξαναξυπνήσει; Σ’ αυτό το χρυσό αλλά φευγαλέο όνειρο εμπεριέχεται η θαυμαστή διαχρονία της γλώσσας (η γλώσσα προδίδει τον Έππινγκ που προφέρει «αναχρονιστικές» λέξεις), καθώς και η αμερικανική παράδοση του story-telling κατά την οποία ο αφηγητής εξιστορεί τις περιπέτειές του στον δρόμο προς την ευτυχία. Τhe pursuit of happiness. Είτε τη βρει, είτε όχι, όπως γράφει ο Grantland Rice σ’ εκείνο το ταπεινό ποιηματάκι με τον τίτλο “Alumnus Football”,[1]είναι πάντα κερδισμένος.
Η αλήθεια είναι πως, αυτές τις μέρες, η ψυχική μου κατάσταση ως αναγνώστριας ταιριάζει περισσότερο με παλιότερα μυθιστορήματα του Stephen King – τύπου horror. Έτσι, τον τελευταίο καιρό, καθώς η κοινωνική πραγματικότητα μού φαίνεται όλο και πιο ζοφερή, ταυτίζομαι περισσότερο με τον Τζακ Τόρανς της «Λάμψης» παρά με τον Τζέικ Έππινγκ του «11-22-63». Αναρωτιέμαι: ο κόσμος γύρω μου μοιάζει με το έρημο ξενοδοχείο Overlook στα Βραχώδη όρη ή είναι απλώς ιδέα μου; Όχι ότι από το “11-22-63” λείπει η εικόνα της δυστοπίας: όταν ο Έππινγκ επιστρέφει στο σήμερα, ανακαλύπτει ότι, με την περιπέτειά του, έχει αλλάξει το παρελθόν χωρίς να κάνει το παρόν καλύτερο. Για μια ακόμα φορά μάς πέφτει κατακέφαλα ο Νόμος του Μέρφυ: Ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει στραβά.
[1] "For when the One Great Scorer comes / To mark against your name, / He writes - not that you won or lost - But how you played the Game."
Διαβάστε επίσης:
- Στο αρχιπέλαγος των βιβλίων (ΙΙ), του Κώστα Κατσουλάρη