
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Είμαστε μια «μικρή» χώρα που εισάγουμε πολιτιστικά προϊόντα χωρίς να εξάγουμε.
Οι Ιταλοί δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι οι περισσότεροι Έλληνες –απ’ όσους γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο και πριν από το 1980- μεγάλωσαν με εισαγόμενα ιταλικά «πολιτιστικά προϊόντα»: μουσικές, βιβλία, ποπ είδωλα, κινηματογραφικές ταινίες, μόδα, αντικείμενα και life style. Τους φαίνεται αστείο και ταυτοχρόνως «sorpredente» το ότι ένας Έλληνας συγγραφέας ξέρει τα ιταλικά νησιά μέσα από τα βιβλία και τα τραγούδια – χωρίς να έχει πατήσει ποτέ το πόδι του. Οι Ιταλοί έχουν εκείνον τον ιδιότυπο πατριωτισμό που κρύβουν πίσω από συμπεριφορά αυτομαστιγώματος – δηλαδή μια στάση πολύ διαφορετική από τη δική μας: εμείς πιστεύουμε, αναίσχυντα, ότι είμαστε πάρα πολύ σπουδαίοι και θύματα μιας διεθνούς συνωμοσίας. Για μας, δεν τίθεται ζήτημα ενοχής και αυτοτιμωρίας: η ορθοδοξία διαφέρει από τον Καθολικισμό.
Όπως πολλοί Έλληνες, έχω μακρά στην ιστορία με την Ιταλία: όταν ήμουν παιδί ταξιδεύαμε με το οικογενειακό αυτοκίνητο – η Ιταλία ήταν η μοναδική «κοντινή» χώρα εφόσον τα Βαλκάνια ανήκαν στο λεγόμενο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Το καλοκαίρι του 1976, στο Μιλάνο, αρρώστησα και παρ’ ολίγο να πεθάνω – σώθηκα σε λαϊκό νοσοκομείο, σε θάλαμο με επτά σιδερένια κρεβάτια. Την επόμενη χρονιά πήρα ένα τρένο που αντί να κατεθύνεται προς τη Νίκαια της Γαλλίας, κατευθυνόταν προς τη Νότια Ιταλία: ξαφνικά η θάλασσα εμφανίστηκε από τη λάθος πλευρά κι εγώ βρέθηκα στη La Spezia. Στη συνέχεια, γνώρισα το Τορίνο που μου φάνηκε η ωραιότερη βιομηχανική πόλη στον κόσμο – από τότε έχω αλλάξει γνώμη αλλά το κινηματογραφικό μουσείο της πόλης παραμένει πάρα πολύ συγκινητικό για όλους τους κινηματογραφόφιλους. Ύστερα, η Νέα Πόλη «Μιλάνο Due» έγινε θέμα ενός exposé γύρω από τις πόλεις-δορυφόρους. Για πολλά χρόνια ταξιδεύαμε πάνω-κάτω και πέρα-δώθε στην Ιταλία με το αυτοκίνητο, όταν ακόμα οδηγούσα μια ιταλική Barchetta και προτού αποκτήσω οικολογική συνείδηση σχετικά με τα αυτοκίνητα: να γιατί δεν πήγα ποτέ στα νησιά παρότι ήθελα να επισκεφτώ τη Σαρδηνία (ιδιαίτερη πατρίδα του Ενρίκο Μπερλιγκουέρ και του Αντόνιο Γράμσι) και τη Σικελία (ιδιαίτερη πατρίδα του Λεονάρντο Σάσα του οποίου μετέφρασα στα ελληνικά την «Υπόθεση Μόρο»)[2]. Χρειαζόταν να μπω στο φέρρυ, ενώ προτιμούσα να οδηγώ πάνω-κάτω και πέρα-δώθε στην autostrada. Όσο για το Κάπρι ειδικά, παραήταν τόπος του jet-set για μένα.
Φτάνω στα «Γράμματα από το Κάπρι», ένα βιβλιαράκι του Μάριο Σολντάτι που δεν βρήκε αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα παρότι πίστευα ότι θα βρει∙ όπως δεν βρήκε «Ο κομφορμιστής» του Αλμπέρτο Μοράβια παρότι και πάλι πίστευα ότι θα βρει, ή το «Ωραίο καλοκαίρι» του Τσέζαρε Παβέζε και το «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι» του Κάρλο Λέβι. (Ήταν όλα μέρος μιας σειράς σύγχρονων Ιταλών κλασικών.) Ίσως το κοινό έχει δίκιο για τα «Γράμματα από το Κάπρι»: δεν πρόκειται για μεγάλο μυθιστόρημα – απευθύνεται αποκλειστικά σε ιταλόφιλους.
Στα Γράμματα από το Κάπρι, το νησί του κόλπου της Νάπολης διαγράφεται στο φόντο ως τόπος ένοχων μυστικών και αμαρτίας. Ο Μάριο Σολντάτι το χρησιμοποιεί μεταφορικά: για τον συγγραφέα από το βόρειο, βιομηχανικό Τορίνο, το Κάπρι είναι η παγίδα του Νότου που έστησαν οι σειρήνες στον Οδυσσέα... ο Οδυσσέας γλιτώνει, αλλά ο Σουηδός βαρόνος Φέρσεν —συγγραφέας του Η φωτιά σβήνει στη θάλασσα— αυτοκτονεί εκεί το 1923... τον ακολουθεί ο Φρίντριχ Άλφρεντ Κρουπ και ο Νόρμαν Ντάγκλας. Μήπως το Κάπρι είναι μαγεμένο; μοιάζουν ν' αναρωτιούνται οι «βόρειοι» συγγραφείς ήδη από τον δέκατο ένατο αιώνα, πολύ πριν γίνει ένα από τα πιο τουριστικά μέρη στην Ευρώπη, προτού κατακλυσθεί από μελαγχολικούς Αμερικανούς και Κεντροευρωπαίους επιρρεπείς στην αυτοκτονία. (Δεν άργησε να κατακλυσθεί: το πρώτο αμερικανικό ντοκιμαντέρ που διαφήμιζε «εξωτικές» διακοπές στο Κάπρι γυρίστηκε το 1903.)
Στην αρχή του εικοστού αιώνα, η αυτοεξορία ήταν μια μορφή τουρισμού· στο Κάπρι συνέρρεαν συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο: ο Μαξίμ Γκόρκι —που είχε καταφύγει εκεί το 1906, κυνηγημένος από τις τσαρικές αρχές—, ο Ουκρανός Μικαόλο Κοτσκιουμπίνκυ, ο Ανατόλι Βασίλιεβιτς Λουνατσάρσκι... Το 1909, στο ηλιόλουστο τοπίο του νησιού, ο Λουνατσάρσκι, μαζί με τον Αλεξάντρ Μπογκντάνοφ, ίδρυσαν μια βραχύβια σχολή για επίλεκτους εργάτες ρωσικών εργοστασίων που θα υποστήριζαν την επανάσταση των μπολσεβίκων. Εκτός από μπολσεβίκους (ανάμεσα στους επισκέπτες ήταν ο Λένιν), το Κάπρι συγκέντρωνε κάθε λογής αμφισβητίες· διανοούμενους που δεν είχαν πειστεί για το μεγαλείο της ρωσικής επανάστασης. Το 1922, η Νίνα Μπερμπέροβα, μέλος της λογοτεχνικής πρωτοπορίας της Πετρούπολης, εγκατέλειψε τη Ρωσία κι εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό στο Κάπρι (για να καταλήξει αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, «με δυο βαλίτσες και εβδομήντα πέντε δολάρια στην τσέπη»), όπως κι ο Ιβάν Μπούνιν (βραβείο Νόμπελ 1933), που, αφού επισκέφτηκε τον Μαξίμ Γκόρκι, έγραψε το διήγημα Ο ευγενής κύριος από το Σαν Φρανσίσκο. Ο «ευγενής κύριος» είναι ένας πλούσιος Αμερικανός που φτάνει στο Κάπρι μ' ένα πολυτελές καράβι, ανυποψίαστος ότι το νησί των ονείρων του θα είναι ο τελευταίος του προορισμός. Συμπτωματικά, από το Σαν Φρανσίσκο κατάγεται κι ο ήρωας της Πατρίσια Χάισμιθ στον Ταλαντούχο κ. Ρίπλεϋ, ένα μυθιστόρημα που ενέπνευσε δυο κινηματογραφικές ταινίες (η πρώτη ήταν το «Plein Soleil» του Ρενέ Κλεμάν, η δεύτερη, του Άντονυ Μινγκέλλα, ήταν λιγότερο εντυπωσιακή) μέρος των οποίων γυρίστηκαν στο Κάπρι.
Το Κάπρι ήταν επίσης το σκηνικό του Χίλια εννιακόσια τριάντα τέσσερα, ενός μυθιστορήματος του Αλμπέρτο Μοράβια, που επανέρχεται στην Περιφρόνηση και γίνεται το πλαίσιο της εκρηκτικής νεοτερικότητας στην ομώνυμη ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Στο 1934, η δράση αρχίζει στο πλοίο Νάπολη-Κάπρι και κεντρικός ήρωας είναι ο Λούτσο, ένας νεαρός αντιφασίστας διανοούμενος στα πρόθυρα της απόγνωσης. Πρόκειται για ένα αγωνιώδες μυθιστόρημα που περιγράφει το περιβάλλον του φασισμού ως θλιβερή αντίθεση στο εκτυφλωτικό καλοκαιρινό τοπίο. Το καλοκαίρι στο Κάπρι παρουσιάζεται σαν μια ψευδαίσθηση: την ίδια στιγμή που στη Γερμανία εκτυλίσσεται «Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», ο μικρόκοσμος του νησιού κατακλύζεται από φαντάσματα... ο ήρωας συναντάει μια ταλαιπωρημένη Ρωσίδα πρόσφυγα, μια αινιγματική Γερμανίδα ηθοποιό, τον ηλικιωμένο της σύζυγο· ένα πλήθος από αποκαμωμένους, επικίνδυνους και ευάλωτους ανθρώπους. Πέντε χρόνια νωρίτερα, στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, ο Σουηδός Axel Munthe έγραφε στην Ιστορία του Σαν Μικέλε τις εμπειρίες του ως γιατρός στο Παρίσι και στη Ρώμη, καθώς και το χρονικό της ομώνυμης έπαυλης. Ο Munthe έκτισε αυτό το μεγαλειώδες σπίτι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, στην κορυφή ενός βράχου με θέα το πέλαγος, κι έμεινε εκεί ως τον θάνατό του το 1949. Ήταν η τελευταία εποχή του Κάπρι πριν από τη μαζική εισβολή των παραθεριστών.
Μαγικό Κάπρι
Το 1938, ανάμεσα στο Κάπρι και στο Σορρέντο, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ έγραφε τη Χαριστική βολή, ένα σύντομο μυθιστόρημα για έναν ανέφικτο έρωτα σε βόρειο κλίμα. Η Χαριστική βολή εκτυλίσσεται στο Κατοβίτσε, σ' ένα έρημο, χειμωνιάτικο τοπίο, ριζικά διαφορετικό από τις γαλάζιες σπηλιές του Κάπρι. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Γκράχαμ Γκριν αγόρασε την έπαυλη Ροζάιο στο Ανακάπρι, όπου γνώρισε τον Νόρμαν Ντάγκλας και τη Σίρλεϋ Χάζαρντ (η οποία αργότερα έγραψε το βιβλίο Green on Capri και όπου φιλοξένησε τον Μάριο Σολντάτι. Ο Σολντάτι τού άρεσε: ήταν αντισυμβατικός, «ευγενικός και υστερικός», όπως σημειώνει ο Γκριν σ' ένα γράμμα στη μητέρα του. Ο Γκριν λάτρευε το Κάπρι: καθόταν στο Γκραν Καφέ, στην πλατεία, και έλυνε τα σταυρόλεξα των Τάιμς. Έμοιαζε με ήρωα μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ: έγραφε τουλάχιστον πεντακόσιες λέξεις την ημέρα, διένυε το ιλιγγιώδες δρομάκι του Μόντε Σολάρο με το λεωφορείο και έτρωγε στο εστιατόριο Τζέμμα μαζί με την Κάθριν Γουόλστον, φορώντας έναν μάλλον παράξενο μπερέ. Μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας του με τον τίτλο Ways of Escape είναι αφιερωμένο στον «ιταλικό» τρόπο της ζωής του. Εξάλλου, υπάρχουν δύο είδη Βρετανών: εκείνοι που κάθονται στο σπίτι τους κι εκείνοι που ταξιδεύουν συνεχώς, όπως ο Γκράχαμ Γκριν. Και όπως ο Νόρμαν Ντάγκλας. Ο Ντάγκλας γεννήθηκε στη βικτοριανή Αγγλία, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ιταλία: το 1952 αυτοκτόνησε στο Κάπρι, το σκηνικό του Νησιού των σειρήνων και του Νότιου ανέμου, του πιο γνωστού από τα μυθιστορήματά του. Ήταν ογδόντα τεσσάρων ετών, «a time to die»: στο Κάπρι είχε ζήσει τη ζωή ενός ηδονιστή ομοφυλόφιλου, κάτι σχεδόν αδιανόητο στην Αγγλία. Την εποχή του θανάτου του Ντάγκλας, το Κάπρι είχε ήδη γίνει κινηματογραφικό ντεκόρ, όπως η Βενετία, όπως η Ρώμη: το 1959 ο Μάριο Λάντσα πρωταγωνιστούσε ως Λατίνος εραστής σε μια κινηματογραφική όπερα δίπλα στη Ζα Ζα Γκαμπόρ, ενώ δέκα χρόνια νωρίτερα το νησί φιλοξενούσε ήδη μια παλιομοδίτικη ερωτική ιστορία με τη Μύρνα Λόυ. Σε μια ταινία του 1960, η Σοφία Λόρεν ερωτευόταν έναν πλούσιο Αμερικανό —τον Κλαρκ Γκέιμπλ— και εγκατέλειπε το Κάπρι για να τον ακολουθήσει στην Αμερική[3].
Το ιταλικό ειδύλλιο που αναζητούν οι εύποροι Αμερικανοί λείπει από το μυθιστόρημα του Μάριο Σολντάτι. Τα Γράμματα από το Κάπρι είναι μια ιστορία για την απιστία και για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών που ορίζονται και σημαδεύονται από τον Καθολικισμό. Το Κάπρι, στο απόγειο της δόξας του στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αποτελεί μακρινό απόηχο: ο Μάριο Σολντάτι το παρουσιάζει σαν έναν τόπο γεμάτο ελαφρότητα και πειρασμούς, που υπόσχεται στους πολίτες του Νέου Κόσμου τη χαρά της ζωής, τη γεύση του κρασιού και της θάλασσας. Στα Γράμματα από το Κάπρι το ζευγάρι των Αμερικανών δεν βρίσκει τίποτα απ' όλ' αυτά: αν και στο Κάπρι του Σολντάτι δεν χιονίζει (όπως συμβαίνει στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Πάολι), η θλίψη, η προδοσία, το αδιέξοδο μοιάζουν μ’ εκείνα που βιώνουν οι ήρωες στη Ρώμη, όπως και στην πατρίδα τους. Το μαγικό Κάπρι του Αλμπέρτο Σαβίνιο δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει το αθώο Κάπρι των ρομαντικών νεονύμφων: τα πρόσωπα δεν απαλλάσσονται από την ενοχή τους, δεν καταφέρνουν να τροποποιήσουν τις αξίες τους. Τέλος, σημειώνω εδώ το δικό μου μαγικό Κάπρι, εκείνο που τραγουδούσε ο Hervé Vilard το 1965: ήταν το αγαπημένο κομμάτι της Μαργκερίτ Ντυράς – αργότερα την άκουσα να το σιγοτραγουδάει.
Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο "Μιλώντας με την Αλίκη για τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
[1] Μετ. Φωτεινή Ζερβού, εκδ. Πατάκη, 2002.
[2] O Leonardo Sciasca έχει μεταφραστεί ευρέως στα ελληνικά: Το πρωτόκολλο της Αιγύπτου (μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Καστανιώτη), Η μέρα της κουκουβάγιας (μετ. Αντωνία Τσίτσοβιτς-Ραντίν, εκδ. Κέδρος), Ανοιχτές πόρτες, Προσευχή και έγκλημα, Ο καθένας με τον νόμο του, 1912+1 (μετ. Θανάσης Μετσιμενίδης, εκδ. Ζαχαρόπουλος), Πολιτικές δολοφονίες (μετ. Αντόνιο Σολάρο, εκδ. Οδυσσέας), Ο ιππότης κι ο θάνατος (μετ. Πάνος Ράμος, εκδ. Παρατηρητής)