
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Πριν από λίγα χρόνια γνώρισα έναν Γάλλο που είχε ολόκληρο το γενεαλογικό του δέντρο φυτεμένο στο Παρίσι. Λίγο καιρό μετά τη γνωριμία μας διαπιστώσαμε ότι δεν είχαμε ζήσει στην ίδια πόλη: το δικό του Παρίσι δεν ήταν το δικό μου Παρίσι. Ίσως αυτή η απόκλιση να είχε ενδιαφέρον αν δεν μαρτυρούσε ετεροφροσύνη, διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Η φιλία δεν κράτησε πολύ. Από τότε δεν τον έχω συναντήσει τυχαία ούτε μια φορά στο Παρίσι.
Διαβάζοντας τα βιβλία του Τζορτζ Πελεκάνου (“Drama City”, «Ο κηπουρός της νύχτας», «Γλυκειά αιωνιότητα») έχω παρόμοια αίσθηση για την Ουάσιγκτον: για τον Πελεκάνο, η αμερικανική πρωτεύουσα είναι το Chocolate City, ένα σκηνικό ιστοριών σεξ, ντραγκς και ροκ εντ ρολ. Καθώς οδηγώ μέσα στην πόλη, δυσκολεύομαι να τοποθετήσω τους δενδρόφυτους δρόμους και τα πλήθη των τουριστών από τις μεσοδυτικές πολιτείες στον κόσμο της αστυνομικής λογοτεχνίας, ειδικά του hard-boiled υποείδους. Δεν βλέπω πουθενά στριπτιζάδικα, μπαρ και νυχτερινά ντάινερς – ακόμα και στη βορειοδυτική συνοικία Σω, τη χτισμένη με ιπποδάμειο σχέδιο, δεν διακρίνω τον κίνδυνο· ο κίνδυνος έχει περάσει από τότε που σταμάτησαν οι ταραχές του 1968. Oι «ταραχές», επακόλουθο της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, διήρκεσαν, στην πραγματικότητα, τριάντα χρόνια: η U, η 14η και η 7η οδός αναβαθμίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 όπως πολλές περιοχές Μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Eίμαστε συνομήλικοι με τον Τζορτζ Πελεκάνο· έτσι εξηγούνται οι κοινές μουσικές μας αναφορές -κυρίως το R&B- καθώς και η ροπή προς το slumming στις μεγαλουπόλεις, το να βρίσκεις ενδιαφέροντα τα επικίνδυνα μέρη και βαρετά τα ασφαλή. Στα βιβλία του, η Ουάσιγκτον μοιάζει με το Λος Άντζελες του Τζέιμς Έλροϋ: ο συγγραφέας καταγράφει την ιστορία της πόλης που συνυφαίνεται μ’ εκείνη των ηρώων του – του Νικ Στέφανος στην αρχή και αργότερα του Ντιμίτρι Καράς και του Μάρκους Κλέι. Πρόκειται για ποπ λογοτεχνία όπως «ποπ» μπορούν να θεωρηθούν οι ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο: το λέω με κάποια επιφύλαξη διότι έχω δει μόνο το μισό “Pulp Fiction” και λιγότερο από το μισό “Reservoir Dogs”. Παρ’ όλ’ αυτά, η αμερικανική μυθολογία και η λαϊκή κουλτούρα, από τα juke-box joints με τα «καλύτερα χοτ-ντογκς στον κόσμο» μέχρι τους αγώνες μπάσκετ, ξεδιπλώνεται τόσο στον Ταραντίνο όσο και στον Πελεκάνο. Κι ο Πελεκάνος τής προσθέτει το κοινωνικό σχόλιο, μια νατουραλιστική ερμηνεία του Κακού.
Στο «Γλυκειά αιωνιότητα», το τρίτο μέρος της τετραλογίας της Ουάσιγκτον, η δράση τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 που ήταν το ναδίρ των αμερικανικών μεγαλουπόλεων: στην πρωτεύουσα εκτυλισσόταν πόλεμος συμμοριών. Το βιβλίο αρχίζει με τον Μάρκους Κλέι να ανοίγει, σε μια στιγμή γενναιόδωρης τρέλας, κατάστημα δίσκων στην οδό U εν μέσω ένοπλων αναμετρήσεων και εμπορίου ναρκωτικών: τώρα, καθώς οδηγώ στη U, σκέφτομαι ότι ο Μάρκους Κλέι έκανε μια έξυπνη επένδυση· οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και, εν παρέργω, έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί. Με λίγα λόγια, η Ουάσιγκτον του «Γλυκειά αιωνιότητα» δεν υπάρχει πια. Αυτό που υπάρχει ακόμη, σύμφωνα με τον Πελεκάνο, είναι η φυλετική προκατάληψη – αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε να μην υπάρχει μόλις πενήντα χρόνια μετά τη θέσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων. Χρειάζεται περισσότερος χρόνος. Εξάλλου, έχει μεσολαβήσει πλήθος γεγονότων –ο αφροαμερικανικός εθνικισμός, η εξισλαμισμός, η κρίση της Μαύρης ηγεσίας, η άνοδος της εγκληματικότητας στους μειονοτικούς πληθυσμούς, η αποτυχία της affirmative action. Και στην πόλη της Ουάσιγκτον, ο Μέριον Μπάρρυ, ο πρώτος Αφροαμερικανός δήμαρχος, καταδικάστηκε για χρήση κρακ... όσο για τον Αφροαμερικανό δήμαρχο του Ντιτρόιτ φυλακίστηκε για διασπάθιση δημοσίου χρήματος... και τον Τζον Φ. Στρητ της Φιλαντέλφια ας μην πούμε καλύτερα... Κοντολογίς, οι Μαύροι δεν κατάφεραν να οργανώσουν την ελευθερία τους και αποδείχτηκε το αυτονόητο: η φυλετική προκατάληψη δεν καταργείται με νόμους και κηρύγματα.
Οδηγώντας στη λεωφόρο Φλόριντα βλέπω το γνώριμο τοπίο της μαύρης φτωχολογιάς. Άνθρωποι που περιφέρονται ασκόπως ή ακουμπάνε στους τοίχους καπνίζοντας - στις Ηνωμένες Πολιτείες καπνίζουν μόνον μερικοί πολύ φτωχοί και μερικοί πολύ νέοι. Περνάω από κλειστά μαγαζιά ανάμεσα στα οποία υπάρχει ένα κουρείο, ένα ποτοπωλείο, ένα προπατζίδικο κι ένα ενεχυροδανειστήριο, και βρίσκομαι στην περιοχή Πέτγουερθ: εδώ έχει το γραφείο του ο ήρωας του Πελεκάνου, ο ντετέκτιβ Ντέρεκ Στρέιντζ, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στο «Δίλημμα δικαίου». Και πάλι σκέφτομαι το διπλό Παρίσι: σήμερα το Πέτγουερθ είναι μια γαλήνια συνοικία με δέντρα· δεν διακρίνω ίχνος ναρκεμπορίου εκτός αν σε μερικές από τις λαϊκές πολυκατοικίες συνεχίζεται κάποιου είδους δοσοληψία. Έτσι κι αλλιώς, η χρήση σκληρών ναρκωτικών έχει ελαχιστοποιηθεί στις περισσότερες αμερικανικές μεγαλουπόλεις – δεν υπάρχει ζήτηση ηρωίνης και το κρακ έχει πεθάνει.
Αναρωτιέμαι αν η μείωση της εγκληματικότητας θα κάνει ανέργους τους συγγραφείς της pulp fiction, όπως η ενοποίηση του αμερικανικού έθνους έκανε ανέργους τους συγγραφείς των γουέστερν. Ή αν θα τους σώσει η αναδρομή στο παρελθόν, στην εποχή που στη Νέα Υόρκη γίνονταν έξι φόνοι την ημέρα κι άλλοι τόσοι βιασμοί... Oδηγώντας προς τα νότια δεν αναρωτιέμαι πια και τόσο: η περιοχή Μπάρρυ Φαρμ έχει όλα τα χαρακτηριστικά του παλιού γκέτο – μια λέξη που δεν χρησιμοποιείται εδώ και κάμποσα χρόνια επειδή δεν αντιστοιχεί σε τίποτα εδώ και κάμποσα χρόνια. Κι όμως το Μπάρρυ Φαρμ (που δεν αναφέρεται στον Μέριον Μπάρρυ· απλή σύμπτωση) έχει άσχημη όψη: η δράση του “Soul Circus” τοποθετείται στη γειτονική Ανακόστια, στη νοτιοανατολική Ουάσιγκτον. Δεν πρόκειται ωστόσο για την “άσχημη όψη” του Νότιου Μπρονξ, του Άλφαμπετ Σίτυ, ή του Ήγκλγουντ (Σικάγο) της δεκαετίας του 1980 – πρόκειται για μια ευτελέστερη ασχήμια, λιγότερο εντυπωσιακή: τούβλινα οικιστικά συγκροτήματα και σχολεία χτισμένα σαν φυλακές, μαγαζάκια με βρόμικες βιτρίνες και προϊόντα κάκιστης ποιότητας. Kαι σκουπίδια στον δρόμο, κομμάτια εφημερίδων που τις παρασέρνει ο άνεμος.
Στη δεκαετία του 1970, ο Τζορτζ Πελεκάνος μεγάλωνε σε μια βίαιη πόλη – κι εγώ μεγάλωνα στην Αθήνα που ήταν παιχνιδότοπος.
Ύστερα, ο ορίζοντας αλλάζει, το φως αλλάζει και βρίσκομαι σε μια προαστιακή ζώνη που ανήκει στο Μέριλαντ: φαστφουντάδικα, βενζινάδικα, μονοκατοικίες με πρασιές. Tα προάστια της Μαύρης μεσαίας τάξης. Καινούργια χωροταξία, καινούργια εγκλήματα. Οδηγώντας στα περίχωρα της Ουάσιγκτον, βρίσκομαι μπροστά στο γνώριμο θέαμα της αποβιομηχάνισης: ερειπωμένα εργοστάσια, άδειες αποθήκες, σκουριασμένα μηχανήματα και, στις όχθες του ποταμού Πατάπσκο εγκαταλελειμμένοι λιμενοβραχίονες – το τοπίο του τέλειου εγκλήματος. Όταν επιστρέφω στο κέντρο της Ουάσιγκτον είναι βράδυ της Κυριακής, δεν υπάρχουν πεζοί και το Κέννεντυ Σέντερ φαίνεται κλειστό. Ησυχία, τάξη, ασφάλεια. Στη δεκαετία του 1970, ο Τζορτζ Πελεκάνος μεγάλωνε σε μια βίαιη πόλη – κι εγώ μεγάλωνα στην Αθήνα που ήταν παιχνιδότοπος.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ