
Της Σώτης Τριανταφύλλου*
Φοιτητική ζωή Ι
Στη Φυσικομαθηματική, καθώς δεν κάναμε μαθήματα, ούτε εργαστήρια, στήναμε καβγάδες, δήθεν πολιτικούς: οι αμπεχονοφόροι φοιτητές έκαναν αποχές και καταλήψεις. Δεν τολμούσες να τους αντιμιλήσεις· δεν ήξεραν τι είναι δημοκρατία, ούτε σκόπευαν να μάθουν· ίσως είχαν ακούσει κάτι για τη Γαλλική Επανάσταση, κάτι για την Κομμούνα του Παρισιού, για την κατάληψη της Βαστίλλης.
Οι περισσότεροι καθηγητές είχαν συνεργαστεί με τη χούντα και δεν πατούσαν το πόδι τους στη σχολή από φόβο μήπως τους ρίξουμε αυγά ή τους δολοφονήσουμε: τα ένστικτα ήταν θηριώδη. Οι φοιτητικές συνελεύσεις διαρκούσαν ολόκληρες μέρες (και νύχτες)· κανείς δεν ενδιαφερόταν για το περιεχόμενο των σπουδών, για το κτιριακό μας χάλι, για τη γενική ελεεινότητα: την οικονομική και αισθητική· για τη σύγχυση του μυαλού και τη ρυπαρότητα των σωμάτων.
Φοιτητική ζωή II
Οι φοιτητές, όταν δεν αλληλοκαθυβρίζονταν για τα μείζονα θέματα της διεθνούς πολιτικής και απώτερης Ιστορίας, ξημεροβραδιάζονταν στα καφενεία πίνοντας φραπέδες και παίζοντας τάβλι. Κοπανούσαν τα πούλια στην ξύλινη επιφάνεια· ακόμα κι εκείνη η κίνηση —το ότι ζέσταιναν τα ζάρια προτού τα ρίξουν— φανέρωνε νεύρωση· οι Έλληνες φοιτητές ήταν μια απολίτιστη φυλή που δεν μάθαινε τίποτα και που μετά το πτυχίο προσδοκούσε μια ήσυχη δουλίτσα. Το φοιτητικό κίνημα —συντηρητικό και καθ’ ομοίωση της ευρύτερης δημοσιοϋπαλληλικής κοινωνίας— αντιστεκόταν ακόμα και στη λεγόμενη «εντατικοποίηση» των σπουδών: προπάντων, να μην κουραζόμαστε· να πάρουμε ένα ρημαδοπτυχίο, να βρούμε μια ρημαδοθέση, όπως βρήκαν οι ψωνισμένοι και ημιμαθείς καθηγητές μας, καθώς και οι υποτακτικοί των ψωνισμένων και ημιμαθών καθηγητών μας. Οι φοιτητές φοβούνταν μήπως, μετά την αποφοίτηση, δεν καταφέρουν να στήσουν την επιχείρησή τους· μήπως δεν βρουν μέσον ώστε να τρυπώσουν κάπου, μήπως κάποιος «Ευρωπαίος» από τη λαομίσητη ΕΟΚ τού κλέψει τη θέση. «Τρύπωμα»: η σταθερή επιδίωξη του Νεοέλληνα.
Φοιτητική ζωή ΙΙΙ
Στην πόλη αντηχούσαν επαναστατικά τραγούδια· πολεμικοί ύμνοι· η Τρίτη Διεθνής· άλλα λεβέντικα· το σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες» ήταν περιττό: ελάχιστοι είχαν απομακρυνθεί από το βουκολικό ειδύλλιο κι από τις ρίζες. Τα πάρτυ (ακόμα και των αναρχικών· ιδιαίτερα των αναρχικών) κατέληγαν σε γλεντοκόπια με ανατολίτικα τσιφτετέλια (υπάρχουν και δυτικά τσιφτετέλια), χορούς της κοιλιάς και ερωτικές ιστορίες που, με τη σειρά τους, κατέληγαν στον αρραβώνα και στον γάμο. Ένιωθα κατάκοπη ανάμεσα σε μικρούς τυράννους κι άλλο τόσο μικρούς σαδιστές, που ήταν κατάκοποι κι αυτοί: ήθελα να πυρπολήσω τον κόσμο· είχα τα σπίρτα, δεν είχα το σπιρτόκουτο. Οι φοιτητές ήταν έρμαια μιας τυχαίας κινητικότητας, δεν είχαν χρόνο να ξεκουραστούν· δεν είχαν χρόνο να σκεφτούν.
Αν στην Ευρώπη ο Μάης του ’68 ήταν εξέγερση και μέθη, το ελληνικό φοιτητικό κίνημα μετά το ’74 ήταν συμμόρφωση: η οριστική προσχώρηση στον πουριτανισμό. Η έξαψη οφειλόταν στη φανατική πίστη, η αγωνιστικότητα στο μικροαστικό άγχος: ψωμί, παιδεία, ελευθερία. (Σωστά, αλλά πώς;) Κατά τη γνώμη των συνδικαλιστών, η «αστική γνώση» ήταν όχι μόνον άχρηστη αλλά και βλαβερή.
Στο πανεπιστήμιο σημειώνονταν επεισόδια υστερίας: μέσα στα άθλια κτίρια, τα γεμάτα αφίσες και συνθήματα, ακούγονταν κραυγές· αρκούσε να ανεβώ τα σκαλιά του χημείου για να με κατακλύσει η κούραση. Μια συμφοιτήτριά μου, η Γαλήνη, με προμήθευε με κουπόνια σίτισης· η Κική μού έφερνε φαγητό από τη μάνα της· συνήθως τρώγαμε με την Τούλα στην εστία· μια φορά έπαθα δηλητηρίαση· μιαν άλλη το κρέας φωσφόριζε· το έσπρωξα πάνω στο τραπέζι: και πάλι, η ναυτία του Αντουάν Ροκαντέν μπροστά στο κοτόπουλο που παγώνει στο πιάτο. Οι περισσότεροι φοιτητές τρέφονταν με γύρο· πιττόγυρο (με «απ’ όλα»: τζατζίκι, πατάτες, κρεμμύδι...). Σε μερικούς, η μάνα τους έστελνε δέμα απ’ το χωριό: κοφίνι. Πίττες, αβγά, ντομάτες γεμιστές, λάδι. Καθώς και τα ρούχα τους, πλυμένα και σιδερωμένα (κάπου-κάπου τα τζιν έρχονταν πίσω με τσάκιση). Επανάσταση ναι, αλλά υπό όρους: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια.
Υπήρχαν μερικά καλά: τις εγκυμοσύνες τις κάναμε εκτρώσεις· όσο για τα λεφτά, λίγοι είχαν προλάβει να γίνουν παραδόπιστοι· δανείζαμε κατοστάρικα και μηχανάκια· ήμασταν φιλόξενοι, αφήναμε τα κλειδιά στην πόρτα. Με τα χρόνια, οι κατάκοποι φοιτητές έγιναν κατάκοποι επαγγελματίες: όταν τους ρωτάς «Τι κάνεις;», απαντούν «Αγώνας! Αγώνας!» Δεν εννοούν κοινωνικός αγώνας. Όχι.
Επιμένω ακόμα: Αλέξανδρος Κερένσκυ. Επιμένω: διαβάστε την «Καταστροφή», τη «Σταύρωση της ελευθερίας» του Κερένσκυ· η οκτωβριανή επανάσταση ήταν μια αποκοτιά, μια κουτουράδα που, όπως αναμενόταν, στράβωσε. Όταν το 1970 ο Κερένσκυ πέθανε στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη, οι τοπικές ρωσικές εκκλησίες αρνήθηκαν να τον θάψουν: τον θεωρούσαν ελευθεροτέκτονα και υπεύθυνο για την προέλαση του μπολσεβικισμού.
Tι νοσταλγώ από τα φοιτητικά μου χρόνια: τίποτα.
* Τρία αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό της βιβλίο "Ο χρόνος πάλι". Η επιλογή των κειμένων έγινε από τη συγγραφέα.