
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Η πρώτη μου γνωριμία με τον Ερνέστο Σάμπατο ήταν ένα σχόλιό του για το “La jalousie” του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ: είχα καταχαρεί που κάποιος αποκάλυπτε το κενό πίσω από το nouveau roman, εκφράζοντας τη γνώμη του με ευθύτητα αλλά χωρίς ίχνος αυθάδειας. Ύστερα, άρχισα να διαβάζω Λατινοαμερικανούς συγγραφείς: ισπανόφωνους -μου άρεσαν πολύ τα ποιήματα του Χούλιο Κορτάσαρ και του Πάμπλο Νερούδα που έγινε το ίνδαλμά μου- καθώς και πορτογαλόφωνους˙ για παράδειγμα, με θάμπωσε η ομορφιά της Κλαρίς Λισπέκτορ που έμοιαζε φυσική συνέχεια του τρόπου γραφής της.
Ωστόσο, δεν μπόρεσα να τελειώσω ούτε ένα βιβλίο του Χόρχε Αμάντο… Συνέχισα την ανακάλυψη του κόσμου που είναι η Λατινική Αμερική παρότι αυτές τις γλώσσες δεν τις ξέρω και παρότι μπερδεύω σαν χαζή την Ουρουγουάη με την Παραγουάη. Έτσι, ξανασυνάντησα τον Ερνέστο Σάμπατο σαν να είχα διαγράψει έναν κύκλο: το ένα βιβλίο της φανταστικής βιβιοθήκης οδηγεί στο άλλο, το ένα ράφι στο επόμενο… Έφτασα στο “Τούνελ” αφού διάβασα την “Ανακωχή” του Μάριο Μπενεντέτι: δυο μυθιστορήματα που θα τα χαρακτήριζα υπαρξιστικά μολονότι ο όρος σημαίνει τόσο πολλά που καταλήγει στο τίποτα.
Πριν από λίγους μήνες, όταν γινόταν λόγος ότι στην Ελλάδα θα πάθουμε “αυτά που έπαθε η Αργεντινή”, σκεφτόμουν πως είναι αδύνατο: η Αργεντινή έχει τον Μπόρχες, τον Κασάρες, τον Σάμπατο – τους μεγαλύτερους συγγραφείς στην οικουμένη. Η κληρονομιά τους, η παράδοσή τους, προστατεύει τους ανθρώπους από την καταστροφή. Και μιλώντας για καταστροφή, σκεφτόμουν επίσης πως σ’ εκείνο το σύντομο βιβλιαράκι του Σάμπατο με τον τίτλο “Ο συγγραφέας και η καταστροφή” βρίσκει κανείς απαντήσεις για την τέχνη, το μυθιστόρημα, τη λογική, τη γνώση, το Κακό…Και το ξεφύλλισα ξανά μετά από είκοσι πέντε χρόνια.
Ο Ερνέστο Σάμπατο πέθανε δύο μήνες προτού γίνει εκατό ετών. Συχνά οι βιογράφοι του λένε: «έζησε δυο ζωές», ή «έζησε διπλή ζωή...» επειδή σπούδασε φυσική και ασχολήθηκε με τη θεωρία της σχετικότητας. Αλλά η φυσική είναι καθαρή ποίηση: δεν την «εγκαταλείπεις» για να γίνεις ποιητής – είσαι ποιητής, γι’ αυτό σπουδάζεις φυσική. Ο μυθιστορηματικός κόσμος του Σάμπατο ορίζεται από τη λογική κι από την αναζήτηση της αλήθειας που προϋποθέτουν οι θετικές επιστήμες˙ παρ’ όλ’ αυτά, τα πρόσωπα δεν εμφορούνται από τη λογική αλλά παρασύρονται από ασυλλόγιστα πάθη. Μα γιατί ο ζωγράφος Χουάν Πάμπλο Καστέλ σκότωσε τη Μαρία Ιριμπάρνε; Η «ευκολία» με την οποία γίνεται ο φόνος θυμίζει τον «Ξένο»: ο Mερσό, ένα καυτό μεσημέρι, στην ακροθαλασσιά... ένα πιστόλι...
Ο φόνος στο «Τούνελ» είναι μια πράξη χωρίς «γιατί»: καμιά εξήγηση δεν επαρκεί. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε χρονικό μιας παράνοιας: ψυχαναγκαστικές σκέψεις, αμφιβολίες, αγωνία˙ ο Καστέλ φαντάζεται τον εαυτό του και τη Μαρία να προσπερνούν ο ένας τον άλλον σε παράλληλες σκοτεινές σήραγγες. Έγκλημα ζηλοτυπίας αλλά και κάτι περισσότερο: έγκλημα επειδή η επιθυμία για αγάπη χωρίς όρους μένει μετέωρη, αναπάντητη. Ο έρωτας, λέει ο Σάμπατο, δεν είναι η λύση στην ανθρώπινη μοναξιά: η ανθρώπινη μοναξιά πρέπει να βιωθεί.
Ο Σάμπατο είναι ένας από τους συγγραφείς μιας καινούργιας μητρόπολης που σχοινοβατεί στην άκρη του Τρίτου Κόσμου. Το Μπουένος Άιρες και οι συνιστώσες του περονισμού –προσωπολατρία, λαϊκισμός, εθνικισμός- αποτελούν το κοινωνικό πλαίσιο του έργου του το οποίο αντιστέκεται στην πατριωτική απομόνωση που προτείνει το καθεστώς του Περόν. Ο ήρωάς του στο «Τούνελ» δανείζεται χαρακτηριστικά από τον Αντουάν Ροκαντέν της «Ναυτίας» – είναι «αποκομμένος» και «αηδιασμένος»- και, όπως προανέφερα, από τον Μερσό˙αλλά παρότι ο Καστέλ αισθάνεται το «παράλογο» γύρω του προσπαθεί να το εξηγήσει. Η «υπαρξιστική» του αντίληψη τον οδηγεί στο να χρησιμοποιεί τις πιθανότητες σαν εργαλείο για να εξετάζει όλες τις δυνατές εκδοχές των επιλογών που του παρουσιάζονται - «αν κάνω το Α θα γίνει το Β, αν κάνω το Γ θα γίνει το Δ...» - εγκλωβίζοντας τον εαυτό του στον δαιμονικό ερμητισμό για τον οποίο μιλούσε ο Κίρκεγκααρντ.
Οι μεγάλοι συγγραφείς κάνουν μεταφυσικές σκέψεις υπερβαίνοντας τα όρια της ύλης. Όταν ο Σάμπατο περιγράφει την «κόλαση» του Καστέλ αναδύεται το φρικτό αριστούργημα του Σατανά όπως το περιγράφει ο Μπερνανός: «μια βουβή γαλήνη, μοναχική, παγωμένη, ίδια η απόλαυση του κενού». Οι μεγάλοι συγγραφείς -τα πρόσωπα της φανταστικής βιβλιοθήκης- οδηγούν ο ένας στον άλλον: καμιά φορά η λογοτεχνία μού φαίνεται ένα διαδοχικό mise en abyme, ένα παιχνίδι με καθρέφτες.