
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Μερικοί θεωρητικοί της πολυπολιτισμικότητας –όσοι, για παράδειγμα, είναι πρόθυμοι να κτίσουν τζαμιά, εκκλησίες, συναγωγές- μάς εξηγούν ότι επεξεργάζονται έναν «νεο-πλουραλισμό»[1]. Η καινοτομία υποτίθεται ότι έγκειται στη διαφορετική του καταγωγή, στη δημιουργία του μέσα σε δημοκρατικό περιβάλλον. (ο πίνακας Multicultural είναι του Robert Daniels)
Μέχρι την εποχή του Tζον Λοκ (βλ. μεταξύ άλλων την «Επιστολή για την ανεξιθρησκία») ή και αργότερα, μέχρι το 1789, οι κοινωνικές παραδοχές –φύλο, φυλή, τάξη, θρησκεία, ήθη- δεν ήταν, ούτε εν μέρει, εθελοντικές: προέκυπταν από μια κοινωνία αυστηρά χωρισμένη σε τάξεις και συντεχνίες. Απ’ αυτές δεν μπορούσες να βγεις όπως μπορείς σήμερα, με τη δουλειά σου και γενικότερα την προσωπική σου προσπάθεια. Το φύλο και το χρώμα του δέρματος ήταν αδιαπέραστα. Σήμερα δεν είναι, όσο και να θέλουν να μας πείσουν οι ακροαριστεροί μιζεραμπιλιστές. Σε μεγάλο βαθμό έχει επιτευχθεί η «χρωματικά τυφλή» κοινωνία: οι προτιμήσεις που δείχνουν οι άνθρωποι έχουν αισθητικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, όταν βλέπω έναν νεαρό Μαύρο ράπερ με χρυσές αλυσίδες, δεν με ενοχλεί φυσικά που είναι Μαύρος, με ενοχλεί το λεγόμενο bling-bling, τα μπιχλιμπίδια που δίνουν κάποιες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής και σκέψης. Ομοίως όταν βλέπω υπερβολικά βαμμένες γυναίκες με οξυζεναρισμένα μαλλιά, δεν με ενοχλεί που είναι λευκές, μ’ ενοχλεί που είναι χυδαίες. Και πάει λέγοντας. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να μας αναγκάσει να αποδεχόμαστε τη βλακεία και την ασχήμια επειδή προέρχεται και ανήκει σε «ευαίσθητες» κοινωνικές ομάδες. Εξάλλου, εν τέλει, οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες είναι «ευαίσθητες»: μαύροι, τσιγγάνοι, γυναίκες... Δεν είναι λογική αυτή.
Πράγματι παρατηρείται ακόμα –και μάλιστα με αυξανόμενη ένταση – μη διαπερατότητα ή δύσκολη διαπερατότητα από τον υπανάπτυκτο στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ωστόσο, αυτό είναι διαφορετικό ζήτημα: οι μεταναστευτικές πιέσεις σχετίζονται κυρίως με την οικονομία και τη δημογραφία, με την ιστορία, την πολιτική, το κλίμα. Το ζητούμενο εδώ είναι τι συμβαίνει στο πλαίσιο των χωρών με πληθυσμούς που διαφέρουν σε πολιτισμό, γλώσσα και θρησκεία.
Όλες τις «ταυτότητες» -εθελοντικές και μη- ο πλουραλισμός τις χειρίζεται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με όρους σεβασμού και αμοιβαίας αναγνώρισης. Αν δεν συμβαίνουν έτσι τα πράγματα δεν έχουμε να κάνουμε με πλουραλισμό. Πρέπει λοιπόν να επαναλάβουμε ότι η πολυπολιτισμικότητα (θα το ξαναπώ: άλλο πλουραλισμός, άλλο πολυπολιτισμικότητα) διεκδικεί την πολιτιστική απόσχιση και διαλύεται μέσα στην αναγκαστική ενοποίηση του πολιτισμού. Η πολυπολιτισμικότητα είναι αντι-πλουραλιστική, άρα αντιδημοκρατική. Η πολυπολιτισμικότητα είναι μια απατηλή ιδεολογία που βασίζεται στην εξίσου απατηλή ιδέα ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι ισάξιοι και μπορούν να συνυπάρξουν στο ίδιο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο.
Όσο για τον κοινωνικό πλουραλισμό, δεν πρέπει να θεωρείται η οποιαδήποτε κοινωνική διαφοροποίηση. Εφόσον δεν υπάρχουν κοινωνίες όπου όλα τα άτομα είναι απολύτως ίσα μεταξύ τους (πράγμα που περιγράφεται σε πολλά ουτοπικά κείμενα), οι κοινωνίες γνωρίζουν διαφοροποιήσεις κάθε είδους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι πλουραλιστικές. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι οι κοινωνίες είναι, λίγο-πολύ και αναπόφευκτα, «πλουραλιστικές». Ο πλουραλισμός δεν είναι ένα απλό υποκατάστατο της ιδέας της «δομικής πολυπλοκότητας»: είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τύπος κοινωνικής δομής.
Στην πολιτική, ο όρος «πλουραλισμός» σημαίνει ποικιλομορφία της εξουσίας βασισμένη σε πλήθος ομάδων που είναι συγχρόνως ανεξάρτητες και ανοιχτές. Ο πολιτικός πλουραλισμός μετασχηματίζει τα «κομμάτια» μιας κοινωνίας σε κόμματα, ομάδες, οργανώσεις. Έχει ειπωθεί ότι η δημοκρατία θεμελιώθηκε πάνω στη σύγκρουση και όχι πάνω στη συναίνεση: δεν συμφωνώ και διαβλέπω μια ασαφή και συγκεχυμένη χρήση της ιδέας της σύγκρουσης. Η σύγκρουση – η αληθινή- οδηγούσε τον Χομπς στην παραδοχή μιας κοινωνικής ειρήνης την οποία επέβαλε το δεσποτικό κράτος, ο Λεβιάθαν. Η σύγκρουση οδηγούσε τον Μπόλινγκμπροουκ («Political Writings») και τον Χιουμ, τον Μάντισον (βλ. Lenni Brenner, «Jefferson and Madison on the Separation of Church and State”)[2] και τον Ουάσινγκτον και μέχρι τον Μπενεντέτο Κρότσε («Κείμενα», εκδ. Δωδώνη) στο φόβο μπροστά στον κατακερματισμό των κομμάτων και στην έκκληση για «κομματικές συσπειρώσεις». Όταν μια σύγκρουση εκδηλώνεται σαν πόλεμος είναι ανώφελο να προσπαθούμε να κτίσουμε μια φιλελεύθερη-δημοκρατική πολιτεία. Το κεντρικό στοιχείο της πλουραλιστικής κοσμοθεωρίας δεν είναι ούτε η συναίνεση, ούτε η σύγκρουση: είναι η διαλεκτική της διαφωνίας και, μέσω αυτής, η ύπαρξη μιας διαμάχης που προϋποθέτει συναίνεση και την ίδια στιγμή αποκτά την ένταση μιας σύγκρουσης χωρίς ωστόσο να εκφράζεται με τον έναν ή τον άλλον όρο.
Στην πραγματικότητα, η συναίνεση και η σύγκρουση έχουν διαφορετική λειτουργία και σπουδαιότητα σύμφωνα με τα επίπεδα ανάλυσης. Η συναίνεση είναι απολύτως απαραίτητη μέσα στην κοινωνία. Και η σπουδαιότερη συναίνεση απ’ όλες αφορά τους κανόνες μέσω των οποίων αντιμετωπίζονται οι συγκρούσεις: στη δημοκρατία, ο βασικός κανόνας είναι εκείνος της πλειοψηφίας. Αν έχει επιτευχθεί συναίνεση στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζονται οι συγκρούσεις, επιτρέπεται η διαμάχη σχετικά με τις πολιτική, την τακτική, δηλαδή τις απαντήσεις τα συγκεκριμένα ζητήματα που πρέπει να χειριστεί η κυβέρνηση. Αυτό συμβαίνει επειδή η θεμελιακή συναίνεση ή η αποδοχή των θεμελιακών αρχών μάς περιορίζει μέσα στη σύγκρουση, μας «εξημερώνει» και μεταβάλλει τη σύγκρουση σε ειρηνική αντιπαράθεση. Η συναίνεση δεν ισούται με την ομοφωνία. Η πλουραλιστική συναίνεση γεννιέται από μια προσπάθεια προσαρμογής ανάμεσα στα διαφορετικά πνεύματα και αντικρουόμενα συμφέροντα. Μπορούμε να το πούμε ως εξής: η συναίνεση είναι μια διαδικασία που βρίσκει συμβιβασμούς και συγκλίσεις μεταξύ αντικρουόμενων πεποιθήσεων και στάσεων ζωής.
Σημασία έχει λοιπόν η σχέση ανάμεσα στον πλουραλισμό και τον πλειοψηφικό κανόνα, ο οποίος στα αγγλικά -majority rule- αποκτά την ακριβέστερη έννοια ενός κανόνα-εντολής. Αν η πλειοψηφική εντολή σημαίνει την απειλή μιας τυραννίας της πλειοψηφίας, μιας αριθμητικής πλειοψηφίας που «διατάσσει» με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, τότε ο πλουραλισμός απορρίπτει την τυραννία της πλειοψηφίας. Πράγμα που δεν σημαίνει ότι απορρίπτει την αρχή –την ιδέα– της πλειοψηφίας ως ρυθμιστή, δηλαδή ως κριτήριο λήψης αποφάσεων. Προφανώς όχι. Ακόμα κι έτσι, ο πλουραλισμός εμφανίζεται ως η καλύτερη άμυνα, η καλύτερη επικύρωση της περιορισμένης πλειοψηφικής αρχής, αρχή σύμφωνα με την οποία η πλειοψηφία πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα της μειοψηφίας, άρα να ασκεί την εξουσία της με μετριοπάθεια και μέσα στα όρια που τίθενται από τον σεβασμό της αρχής του πλουραλισμού.
Ένα άλλο σημείο αφορά τη σχέση ανάμεσα στον πλουραλισμό και την «πολιτική ως ‘έργο ειρήνης’» και όχι πολέμου, όπως εμφανίζεται στην εκδοχή του Χομπς και του Καρλ Σμιτ («Ο Λεβιάθαν στην πολιτειολογία του Τόμας Χομπς», εκδ. Σαββάλας) για την πολιτική. Ο πλουραλισμός, χωρίζει το κράτος από την εκκλησία περιορίζοντας την εξουσία του Επισκόπου ή του Ηγεμόνα πάνω στους πολίτες. Με το πέρασμα του χρόνου, αυτός ο περιορισμός προάσπιζε όλο και περισσότερο την ιδιωτική σφαίρα της ύπαρξης: όσο επέτρεπαν οι περιπέτειες των πολιτικών αγώνων που έβαζαν σε κίνδυνο τα υπάρχοντα και την ίδια τη ζωή των ανθρώπων.
Έτσι γεννιέται μια πολιτική ειρηνικής διαδοχής και αντικατάστασης στην εξουσία και, μαζί μ’ αυτή, η πλουραλιστική πολιτεία. Το ξαναλέω διαφορετικά: η πλουραλιστική πολιτεία προϋποθέτει ότι οι διαφορετικές σφαίρες της ζωής –η θρησκεία, η πολιτική, η οικονομία – είναι επαρκώς διαχωρισμένες. Αυτές τις προϋποθέσεις τονίζει ο πλουραλισμός παρότι, φυσικά, δεν είναι το μοναδικό σύστημα σκέψης που τις δηλώνει. (βλ. Τζοβάνι Σαρτόρι «Πλουραλισμός, πολυπολιτισμικότητα και ξένοι», εκδ. Πόλις).
Ένα τελευταίο σημείο: μια κοινωνία δεν είναι πλουραλιστική επειδή είναι κατατετμημένη. Κι αν αυτό είναι αλήθεια, όπως είναι αλήθεια ότι ο πλουραλισμός υποθέτει μια κοινωνία φτιαγμένη από «πολλαπλούς συσχετισμούς», το χαρακτηριστικό τούτο είναι ανεπαρκές. Αυτοί οι συσχετισμοί πρέπει να είναι κατ’ αρχάς εθελοντικοί, δηλαδή όχι καταναγκαστικοί ή κληρονομημένοι και, κατά δεύτερο λόγο, ανοιχτοί σε πολλαπλές συγγένειες. Αυτό είναι διακριτικό γνώρισμα του πλουραλισμού. Μια «πολυ-ομαδική» κοινωνία είναι λοιπόν πλουραλιστική αν, και μόνον αν, οι ομάδες δεν είναι παραδοσιακές και μόνον αν αναπτύσσονται «με φυσικό τρόπο», δηλαδή χωρίς να επιβάλλονται η μία στην άλλη. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο υποτιθέμενος αφρικανικός πλουραλισμός (φυλές) δεν είναι πλουραλισμός, όπως δεν είναι και η κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ινδία (κάστες). Για να υπάρχει πλουραλισμός και να ενισχύει τη δημοκρατία προϋποτίθεται κοινωνική ειρήνη με διαχειρίσιμες συγκρούσεις. Όχι αυτό που ζητεί σήμερα η άκρα αριστερά: αίμα κι άλλο αίμα.
[1] O Jean-Luc Mélenchon, από τους επικεφαλής του Parti de Gauche, παρότι είναι υπέρ της νομιμοποίησης όλων των λαθρομεταναστών στη Γαλλία, δηλώνει: “Ούτε ένα ευρώ για τη θρησκεία!”
[2] Στη διδακτέα ύλη των αμερικανικών λυκείων υπάρχει το «State of the Union Address» του Thomas Jefferson. Παρότι «διδάσκεται» ο χωρισμός εκκλησίας από το κράτος, δεν εφαρμόζεται στην πολιτική ζωή. Πόσο μάλλον, σκέφτομαι, όταν δεν διδάσκεται, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Η σύγχυση στο ζήτημα του κοσμικού κράτους οδηγεί σε «πολυπολιτισμικές» ακρότητες.