
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ξαναδιαβάζω βιβλία που γράφτηκαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, από το 1930 μέχρι τον πόλεμο: μερικά –όπως τα παραμύθια του Dr. Seuss: το «Βιβλίο του ύπνου» ήταν pillow book της παιδικής μου ηλικίας- χάθηκαν στις αλλεπάλληλες μετακομίσεις· άλλα, όπως τα «Σταφύλια της οργής» και τα ποιήματα του Καρλ Σάντμπεργκ, τα χάρισα επιμένοντας ότι πρέπει να διαβαστούν· βρήκα όμως το «Ραντεβού στη Σαμάρα» του Τζον Ο’Χάρα, που μου φαίνεται ο αληθινός Φράνσις Σ. Φιτζέραλντ· ο συγγραφέας που περιέγραψε τη νοοτροπία της μικρής αμερικανικής πόλης στη δεκαετία του ’30. Μικρή πόλη, μεγάλη κόλαση.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος οφείλεται στον Σόμερσετ Mομ (από το θεατρικό έργο «Sheppey») που ανακυκλώνει έναν αρχέτυπο μύθο: Κάποτε, ο υπηρέτης ενός εμπόρου πήγε στην αγορά, στη Βαγδάτη, για δουλειές του αφεντικού του. Επέστρεψε κατατρομαγμένος. «Δάνεισέ μου, αφέντη, το άλογό σου να φύγω», τον ικέτεψε. «Στην αγορά κάποια γυναίκα με σκούντηξε και, γυρίζοντας, είδα ότι ήταν ο Θάνατος που μου έκανε μια απειλητική χειρονομία. Άσε με να φύγω για τη Σαμάρα· εκεί o Θάνατος δεν θα με βρει». Ο αφέντης τού δάνεισε το άλογό του κι ο υπηρέτης έφυγε για τη Σαμάρα, μιας μέρας ταξίδι από τη Βαγδάτη. Αργότερα, ο έμπορος κατέβηκε στην αγορά και συνάντησε τον Θάνατο. «Γιατί αγριοκοίταξες τον υπηρέτη μου;» τον ρώτησε. «Δεν τον αγριοκοίταξα», απάντησε ο Θάνατος. «Απλώς ξαφνιάστηκα που τον είδα εδώ: απόψε έχω ραντεβού μαζί του στη Σαμάρα».
Η επιγραμματική κεφαλίδα αναγγέλλει το τέλος του ήρωα του Ο'Χάρα: μέσα σε τρεις μέρες, ο νέος, επιτυχημένος και φιλόδοξος Τζούλιαν Ίνγλις διαπράττει τρία φαινομενικά ασήμαντα, αλλά μοιραία σφάλματα: η ζωή που έχτισε στο Γκίμπσβιλ της Πενσυλβάνια (στο αμερικανικό «πουθενά») καταρρέει κι ο Τζούλιαν πεθαίνει με τον τυπικά αμερικανικό τρόπο, από τις αναθυμιάσεις της εξάτμισης του αυτοκινήτου του μέσα στο κλειστό γκαράζ. Ο Τζούλιαν μοιάζει με τον μεταγενέστερο (και Βρετανό) Τζο Λάμπτον στο «Room at the Top» του Τζον Μπρέιν: όμως ο Τζο επιζεί σπρώχνοντας στον θάνατο την εύθραυστη Άλις. Ο Τζον Ο’ Χάρα, παρότι «ο αληθινός Φιτζέραλντ», δεν «ανήκει» στη γενιά της εποχής της τζαζ (μιας και δεν γνώρισε τον Μεγάλο Πόλεμο), αλλά στη γενιά που πάσχει από hangover· που μεγάλωσε μέσα στην «καλή ζωή» χωρίς να χρειαστεί να την κερδίσει. Έτσι, όταν συνέβη το μεγάλο κραχ ήταν απροετοίμαστη· δεν είχε τα προσόντα να αμυνθεί. Πράγμα που ισχύει για πολλούς ανθρώπους σήμερα: μαλθακούς, καλοπερασάκηδες, ανίκανους να αλλάξουν ακόμα και μια καμένη λάμπα.