
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Είδα το «Race» του Ντέιβιντ Μάμετ στο Μπρόντγουεϊ, όχι τόσο για τον Μάμετ (έχω δει σχεδόν όλα του τα έργα, αισθάνομαι ότι έχουμε παραγνωριστεί), αλλά για τον James Spader: έναν απολαυστικό και αβίαστο ηθοποιό που δεν παίρνει τον εαυτό του και τόσο στα σοβαρά. Ύστερα, αγόρασα το βιβλίο
από το λόμπι του θεάτρου «Barrymore» (δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα στα βιβλιοπωλεία) και το τοποθέτησα στο κομοδίνο του μοτέλ, παραμερίζοντας το «The Secret Life of France», που εξηγεί γιατί αποτυγχάνω να συνεννοηθώ με τους Γάλλους. (Οι Γάλλοι μπορούν να περιμένουν, τώρα ασχολούμαι με τους Αμερικανούς...) Το «Race» διαβάζεται σαν νουβέλα: του λείπει η θεατρικότητα· τέσσερα πρόσωπα συνομιλούν, με ευκαιρία την επικείμενη δίκη του ενός από αυτά –ενός λευκού μεσοαστού–, ο οποίος κατηγορείται ότι βίασε μια μαύρη κοπέλα. Δύο δικηγόροι (ένας λευκός κι ένας μαύρος), καθώς και η μαύρη βοηθός τους στο δικηγορικό γραφείο, αντιμετωπίζουν την υπόθεση· ο καθένας με τον τρόπο του: φυλετικό και ταξικό μίσος, δυσπιστία, εκδίκηση, φθόνος, απληστία. Ο Μάμετ ειρωνεύεται την πολιτική ορθότητα: τους ενοχικούς και γλυκανάλατους λευκούς που επιζητούν, όπως ισχυρίζεται στο «Race», την τιμωρία –τη λύτρωση– για τις δοκιμασίες στις οποίες υπέβαλαν τους μαύρους επί τέσσερις αιώνες· ειρωνεύεται εκείνους που χαϊδεύουν την αφροαμερικανική κοινότητα με affirmative action και χριστιανικά κηρύγματα συναδέλφωσης («είμαστε αδέρφια κάτω απ’ το δέρμα»). Και την ίδια στιγμή σατιρίζει τα συμπλέγματα των μαύρων, το δικό τους μίσος, τον δικό τους ρατσισμό, τα στερεότυπα και τις φαντασιώσεις τους. Ο Μάμετ πιστεύει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι –λευκοί, μαύροι, κίτρινοι– και ότι οι ιδεολογίες συναντιούνται στο σημείο φυγής· την ανθρώπινη βλακεία.
Οι διάλογοι του «Race» αποκαλύπτουν τη σημερινή κατάσταση στις ΗΠΑ: ένας μαύρος πρόεδρος που έχει θορυβήσει τη λευκή κοινότητα περισσότερο με το χρώμα του παρά με την πολιτική του· η δημογραφική αλλαγή που περιορίζει τους λευκούς σε μια οριακή πλειοψηφία· η άνοδος της μαύρης μεσαίας τάξης που δεν συμπαρασύρει τις μεγάλες μάζες των μαύρων, αλλά, αντιθέτως, υπογραμμίζει τη γενικευμένη αθλιότητα. Ο Μάμετ δεν θέλει να αρέσει σε κανέναν, βρίσκεται μακριά από όλες τις προκαταλήψεις· δεν είναι ανθρωπιστής, ούτε πιστεύει ότι θα κάνει τον κόσμο καλύτερο. Όπως και στην «Ολεάννα», που αφορούσε τη σεξουαλική παρενόχληση (ένα ζήτημα πολύ πιο σύνθετο και την ίδια στιγμή πολύ πιο απλό απ' όσο νομίζουν οι υπερευαίσθητοι, στην πραγματικότητα οι «συντηρητικοί» κάθε απόχρωσης), επιτίθεται σε όλους όσοι συμμετέχουν σ' αυτό το συνονθύλευμα μελοδραματισμού και σκληρότητας που είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες.