Με αφορμή τη συμμετοχή του στο 12ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, ο ποιητής Μάρκο Πόγκατσαρ [Marko Pogačar] μιλά για τη σημασία της διακίνησης της λογοτεχνίας και των δικτύων που δημιουργούνται μέσα από διεθνείς συναντήσεις.
Συνέντευξη στη Marija Dejanović
Μετάφραση: Σοφία Γουργουλιάνη, Επιμέλεια: Βάγια Κάλφα
Το 12ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, που θα πραγματοποιηθεί από τις 26 ως τις 30 Αυγούστου 2024, περιλαμβάνει ένα πλούσιο πρόγραμμα συμμετοχών από Έλληνες και Ελληνίδες αλλά και διεθνείς ποιητές και ποίητριες.Ο Μάρκο Πόγκατσαρ [Marko Pogačar], ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και επιμελητής από την Κροατία, θα συμμετάσχει για δεύτερη φορά στο φεστιβάλ, στα πλαίσια του προγράμματος «Ανταλλαγή συγγραφέων» που διοργανώνεται από την Θράκα σε συνεργασία με την Κροατική Εταιρεία Συγγραφέων. Με την αφορμή της άφιξής του στην Ελλάδα, δημοσιεύουμε συνέντευξη που παραχώρησε στη Marija Dejanović.
Η λογοτεχνία επιβιώνει χάρη στη διακίνησή της διεθνώς και έχει ανάγκη νέους αναγνώστες και αναγνώσεις.
Έρχεσαι στο φετινό Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης. Αυτή δεν είναι η πρώτη σου φορά στο Φεστιβάλ. Είχες έρθει και το 2022. Στο μεσοδιάστημα, το βιβλίο σου, Ο Συλλέκτης των Κυριακών εκδόθηκε στα ελληνικά από τη Θράκα, σε μετάφραση του Νικόλα Κουτσοδόντη. Συγχαρητήρια! Τα βιβλία σου έχουν μεταφραστεί σε 12 γλώσσες, έχουν εκδοθεί σε 16 χώρες και συχνά συμμετέχεις σε φεστιβάλ ποίησης και προγράμματα λογοτεχνικών διαμονών, λαμβάνεις υποτροφίες κλπ. Είσαι, επίσης, διευθυντής του καταξιωμένου φεστιβάλ «Goran’s Spring». Ποια είναι η σημασία της διακίνησης της ποίησης μεταξύ των χωρών; Για ποιον είναι αυτή σημαντική;
Μη με παρεξηγείτε που ξεκινάω από το τέλος. Είναι σημαντική για τον καθένα με το παραμικρό ενδιαφέρον για την ποίηση. Αλλά είναι και πολλά παραπάνω, καθώς κάθε τέτοια εκδήλωση είναι μια πλατφόρμα που μπορεί να χαρίσει σ’ αυτή την άγρια, αδάμαστη, αλλά μεταδοτική φλόγα καινούργιους αναγνώστες, όπως έναν πιθανό περαστικό ή έναν τυχαίο επισκέπτη. Έχει κάτι από βαμπίρ η λογική αυτή: σε δαγκώνει όταν δεν το περιμένεις και μετά δεν μπορείς να απαλλαγείς απ’ αυτό το δάγκωμα. Στην περίπτωση, λοιπόν, που το βαμπίρ είναι πραγματικό, όχι τα διαμάντια, αλλά η ποίηση, διαρκεί για πάντα. Επιπλέον, αυτές οι εκδηλώσεις είναι πολύ σημαντικές για την ίδια την κοινότητα των συγγραφέων. Η λογοτεχνία επιβιώνει χάρη στη διακίνησή της διεθνώς και έχει ανάγκη νέους αναγνώστες και αναγνώσεις. Η ποίηση, με λίγα λόγια, κυοφορεί ποίηση. Νέες φρέσκες γραφές από όλο τον κόσμο που φτάνουν σε μας με σάρκα και οστά, βγαλμένες μέσα από τον ζωντανό κόσμο, κρατάνε αυτή την τρελή ροή αίματος ζωντανή. Ό,τι μέχρι πρόσφατα ήταν γνωστό ως «λογοτεχνικές φιλίες» και τώρα λέγεται «δικτύωση», δεν θα πρέπει, επίσης, να παραγνωρίζεται. Και -τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό- έρχομαι στην Ελλάδα για πάνω από 20 χρόνια τώρα τακτικά, ακολουθώντας το νήμα της λογοτεχνίας, αλλά και ιδιωτικά. Απολαμβάνω πολύ το να επιστρέφω στην Ελλάδα όπου έχω και κάποιους πολύ σημαντικούς για εμένα κοντινούς φίλους. Είμαι επίσης πολύ ενθουσιασμένος για το βιβλίο, φυσικά!
Η ποίησή σου είναι ένα πυκνό ύφασμα φτιαγμένο από διαφορετικά είδη κλωστής, με μία από αυτές να είναι παρούσα σε όλο σου το έργο, την κοινωνική κριτική. Το πολιτικό και το αισθητικό είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένα στην ποίησή σου, όπως είναι και στην κοινωνία. Πώς βλέπεις αυτή τη σχέση; Τι είναι, για εσένα, ο ακτιβισμός στην ποίηση;
Η ποίηση, όταν εκπληρώνει την ουσία της έννοιάς της -με άλλα λόγια, όταν κουβαλάει την μυστική αλλά πραγματική αλήθεια της, αυτή την αλήθεια που αξίζει να διαβαστεί- είναι εξ’ ορισμού ακτιβισμός, γιατί παρεμβαίνει και, δυνητικά, αλλάζει. Η φόρτιση του πολιτικού της υποβάθρου μπορεί να είναι διαφορετική και σε διαφορετικό βαθμό προφανής, αλλά είναι παρούσα. Η ποίηση δεν χρειάζεται να διαπραγματεύεται συγκεκριμένα, καθημερινά ή δομικά πολιτικά θέματα και μοτίβα για να είναι βαθιά πολιτική. Αν ο συγγραφέας είναι ικανός να απευθύνει αυτές τις ερωτήσεις κρατώντας τη φρεσκάδα της γλώσσας και της ποιητικής της λειτουργίας ως κυρίαρχο στοιχείο, αυτό είναι θετικό, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι αναγκαίο. Το να κρατάει κανείς την ποίηση αληθινή, συναρπαστική και ζωντανή, είναι αρκετό. Όμως, πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι συγγραφείς είναι, μέχρι σ’ ένα σημείο, δημόσια πρόσωπα με μια συγκεκριμένη επιρροή. Έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουν να τη χρησιμοποιήσουν.
Είσαι επίσης δοκιμιογράφος και κριτικός, με μία δική σου στήλη στην εβδομαδιαία εφημερίδα Novosti στην οποία δημοσιεύεις λογοτεχνικές κριτικές. Επιπλέον, είσαι ένας από τους ιδρυτές του Kritika HDP, ενός διαδικτυακoύ portal της Εταιρείας Κροατών Συγγραφέων για τη λογοτεχνική κριτική. Ως λογοτεχνικός κριτικός φημίζεσαι για τις γνώσεις και την -αν υπάρχει- αντικειμενικότητα σου. Οι κριτικές σου συχνά περιγράφονται ως καθαρές, ακριβείς τομές. Σε μία από τις συνεντεύξεις σου είπες ότι θεωρείς τις λογοτεχνικές κριτικές κάποιο είδος συνεισφοράς στη λογοτεχνία. Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνικής κριτικής σήμερα; Σε ποια μορφή υπάρχει σήμερα;
Ο Μπομπ Ντίλαν χρόνια πριν είχε τραγουδήσει: «The times they are a changin'». Οι στίχοι του αυτοί επιβεβαιώνονται στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, στον παρελθοντικό ήδη χρόνο: «The times have changed». Φυσικά, όλο αυτό έχει προεκτάσεις και στη λογοτεχνία και στη λογοτεχνική κριτική. Δεν έχει πια νόημα να θρηνούμε για την αλλαγή της κατάστασης και τον «θάνατο της κριτικής». Φυσικά η κατάσταση έχει αλλάξει, ειδικά λόγω της νέας τεχνολογίας, όπως πάντα. Και μπορεί να μη μας αρέσουν πάντα όσα βλέπουμε ή απλώς να προσαρμοζόμαστε αργά στις εξελίξεις, αλλά η τέχνη της προσαρμογής, τουλάχιστον για μένα, είναι ίσως ο μοναδικός καθολικά αποδεκτός ορισμός της ευφυΐας. Συνεπώς, ας την εφαρμόσουμε.
Προτιμώ την επίσημη ανάλυση από τις καρδούλες και τα like. Και είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω τη γενιά των νεότερων, φρέσκων κριτικών να αναβιώνουν αυτή τη λογική.
Η λογοτεχνική κριτική παίζει ακόμα σημαντικό ρόλο, όχι πολύ διαφορετικό από αυτόν που έπαιζε πάντα. Και, σίγουρα, δεν έχει πεθάνει. Όλοι εμείς που την εξασκούμε πρέπει να επιμείνουμε στο να την εξασκούμε σωστά, με γνώση του αντικειμένου, δίκαια και χωρίς συμβιβασμούς. Τα δύο βέβαια τελευταία σημαίνουν πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα. Γνωρίζω πολύ καλά το ρόλο των δημόσιων σχέσεων και της αυτο-διαφήμισης στη σύγχρονη λογοτεχνία, όμως επιλέγω να τα παρατηρώ με προσοχή και να μένω όσο μακριά γίνεται. Η γενιά μου και η θέση μου στο χώρο, το κάνουν εύκολο για μένα να μπορώ να επιλέξω τι θα κάνω. Αν ήμουν μερικά χρόνια νεότερος και είχα κοινωνικοποιηθεί μέσα από το Ίντερνετ και τα κοινωνικά δίκτυα, κανείς δεν ξέρει τι θα έκανα σήμερα. Ήμουν η τελευταία γενιά που πήγε σχολείο στη Γιουγκοσλαβία και πήγα για σπουδές κουβαλώντας μια γραφομηχανή. Ήδη, βέβαια, στην εποχή εκείνη, αυτό ήταν πολύ περίεργο. Και η τεχνολογική αλλαγή μετά ήρθε ξαφνικά και πολύ γρήγορα. Έτσι, νιώθω λίγο ξεπερασμένος στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζω την κριτική. Προτιμώ την επίσημη ανάλυση από τις καρδούλες και τα like. Και είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω τη γενιά των νεότερων, φρέσκων κριτικών να αναβιώνουν αυτή τη λογική. Είναι παρόντες παντού στο διαδίκτυο, αλλά αιχμηροί και αυστηροί στη γραφή τους. Άρα, ίσως το να αξιολογούμε τα πράγματα με βάση τη γενιά, να είναι και αυτό υπερτιμημένο…
Κατάγεσαι από το Σπλιτ, μια παραλιακή πόλη με μια αντάρτικη ιστορία και ένα «εξευγενισμένο» τουριστικό παρόν. Τόσο στην ποίησή σου, όσο και στις συνεντεύξεις σου, τάσσεσαι συχνά ενάντια στην βίαιη τουριστικοποίηση της Κροατίας. Καθώς όλο και περισσότεροι χώροι ιδιωτικοποιούνται και τίθενται υπό εκμετάλλευση, μπορεί ο πολιτισμός και η ποίηση να παραμείνουν ένα δημόσιο αγαθό;
Από μια ζωηρή, δραστήρια πόλη που συνδύαζε την βιομηχανική, εργατική τάξη της κατασκευής πλοίων, της επεξεργασίας χάλυβα και άλλων βαριών βιομηχανιών, με τον τουρισμό και την χαρά του Μεσογειακού τρόπου ζωής, η πόλη μου έχει, μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, ταχύτατα μεταμορφωθεί σε μία τουριστικοποιημένη Disneyland. Η βιομηχανία διαλύθηκε σταδιακά στον απόηχο των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας, μέσα από την εγκληματική ιδιωτικοποίηση. Και μετά από μια δεκαετία περισσότερο ή λιγότερο βιώσιμου, ας πούμε, τουρισμού, έγινε το μπαμ που έκανε την πόλη -ως κοινωνικό και πολιτικό οργανισμό-να εκραγεί. Ξέρω ότι αυτή η ιστορία είναι γνωστή και σε πολλές ελληνικές κοινότητες που έχουν βιώσει το ίδιο εδώ και κάποιο καιρό. Για να το μεταφέρω στο πεδίο του πολιτισμού, ο μόνος τρόπος να επιβιώσει ο πολιτισμός σ’ αυτό το πλαίσιο -μια χώρα των 3,5 εκατομμυρίων με ασταθή οικονομία όπου το 65% του πληθυσμού δεν έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο- είναι να παραμείνει στο δημόσιο τομέα, ένα δημόσιο αγαθό. Αυτό, με λίγα λόγια, σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι χρηματοδοτούμενος από το κράτος, αλλά και όσο φθηνότερος γίνεται για τον τελικό χρήστη. Προσπαθώντας βέβαια να εισάγουμε τη «λογική της αγοράς», καταλήγουμε σε έναν καθαρό και μοιραίο λαϊκισμό. Για παράδειγμα, το Κροατικό σινεμά, το θέατρο ή η κλασική μουσική δεν θα επιβίωναν ούτε ημέρα εάν δεν υπήρχε η κρατική χρηματοδότηση.
Πρέπει να αγωνιστούμε για να υπερασπιστούμε και να ενισχύσουμε το υπάρχον, αλλά και για να θεμελιώσουμε την κρατική στήριξη, ως μία αυτονόητη νόρμα, σε όλους τους τομείς του πολιτισμού.
Το γράψιμο είναι φθηνότερο, οπότε για κάποιο λόγο, οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι οι συγγραφείς δεν τρώνε. Ευτυχώς, κάποιοι θεσμοί δεν το αγνοούν τελείως και έτσι το σύστημα στήριξης στη λογοτεχνία δεν είναι το χειρότερο που υπάρχει. Πρέπει να αγωνιστούμε για να υπερασπιστούμε και να ενισχύσουμε το υπάρχον, αλλά και για να θεμελιώσουμε την κρατική στήριξη, ως μία αυτονόητη νόρμα, σε όλους τους τομείς του πολιτισμού.
Ο Marko Pogačar, ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός και επιμελητής, γεννήθηκε το 1984 στο Σπλιτ της τότε Γιουγκοσλαβίας. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη θεωρία της λογοτεχνίας και στη γενική ιστορία. Έχει εκδώσει 16 βιβλία, για τα οποία έχει λάβει κροατικά και διεθνή βραβεία. Το 2014 επιμελήθηκε την ανθολογία Νέοι Κροάτες Λυρικοί, ενώ ακολούθησε το βιβλίο Η άκρη της σελίδας: Νέα Ποίηση στη Κροατία (2019). Έχει λάβει πολλές υποτροφίες και έχει συμμετάσχει σε πολλά προγράμματα λογοτεχνικών διαμονών, μεταξύ των οποίων τα: Civitella Ranieri, Literarisches Colloquium Berlin (LCB), Récollets-Paris, Landis&Gyr Stifung, Lyrik Kabinett και DAAD Berliner Künslerprogramm. Είναι πρόεδρος του «Goranovo proljeće», της σημαντικότερης εκδήλωσης κροατικής ποίησης. Τα κείμενά του μεταφράστηκαν σε περίπου 35 γλώσσες και περισσότερα από 30 βιβλία του έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό, σε 12 γλώσσες. |
Εκτός από βιβλία ποίησης και δοκίμια, εκδώσατε ταξιδιωτικά βιβλία (travelogues). Τι σας έμαθαν τα ταξίδια για τη συγγραφή και για τον εαυτό σας;
Μου αρέσει πολύ να γράφω αυτά τα υβριδικά, αντισυμβατικά, συχνά μυθοποιημένα, ταξιδιωτικά κείμενα. Τον περισσότερο χρόνο μου τον ξοδεύω εν κινήσει, αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός σημαίνει περισσότερα για μένα προσωπικά από ό,τι θεωρώ ότι αντικατοπτρίζεται στα γραπτά μου. Σε κάποιο βαθμό αυτό ισχύει και για τα ταξιδιωτικά μου κείμενα. Φυσικά, βασίζονται στην εμπειρία του ταξιδιού, αλλά αυτό δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα θεματικό νήμα. Έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσα να γράψω παρόμοια κείμενα χωρίς να φύγω από την περίμετρο της γειτονιάς μου ή ακόμα και ενός δωματίου. Το ταξίδι είναι, εν ολίγοις, μια από τις κύριες εκδηλώσεις της ζωής για μένα, συχνά ίσως η ίδια η ζωή (όχι απλώς ως μεταφορά!). Αλλά το γράψιμο είναι, σίγουρα, ένα ταξίδι από μόνο του. Και η γλώσσα είναι ένα απέραντο, πολυεπίπεδο, ανεξάντλητο τοπίο. Η έρημος και η Εδέμ ταυτόχρονα, αλλά πραγματικές - αφάνταστα ζωντανές και ελεύθερες. Και, εξ ορισμού, είναι αδύνατο να τις υποτάξεις και να τις κατακτήσεις.
* Ο Μάρκο Πόγκοτσαρ θα συμμετάσχει την 4η μέρα του Φεστιβάλ, 29/08/2024, στα Τρίκαλα, στο Θεατράκι του Ληθαίου καθώς και την 5η μέρα του Φεστιβάλ, 30/08/2024, στη Λάρισα, στο Θερινό Σινεμά Μύλου του Παππά, στις αναγνώσεις από διεθνείς και Έλληνες ποιητές.
Δείτε όλο το πρόγραμμα του 12ου Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης, εδώ.