Σε συνέντευξή του στο Southern Review of Books, ο Jason Mott μίλησε για το μυθιστόρημά του «Το φοβερό βιβλίο», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Δέσποινας Κανελλοπούλου.
Επιμέλεια: Book Press
Σε συνέντευξή του στο Southern Review of Books, ο συγγραφέας Τζέισον Μοτ μίλησε για το μυθιστόρημά του Το φοβερό βιβλίο (εκδ. Διόπτρα, μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου).
Στο βιβλίο του Μοτ πρωταγωνιστεί ένας επιτυχημένος Αφροαμερικανός συγγραφέας ο οποίος γυρίζει τις ΗΠΑ για να προωθήσει το νέο του βιβλίο, δίνοντας συνεντεύξεις και υπογράφοντας αντίτυπα. Πέρα από τον συγγραφέα, στο Φοβερό βιβλίο εμφανίζονται ακόμα δύο αξιοπρόσεκτοι χαρακτήρες: το Παιδί, ένα μυστηριώδες αγόρι το οποίο φαίνεται να υπάρχει μόνο στη φαντασία του πρωταγωνιστή, εφόσον μόνο αυτός μπορεί να το δει, και ο Μουτζούρης, ένας ανήλικος Αφροαμερικανός ο οποίος προσπαθεί να περνά απαρατήρητος και να μην μπλέκει σε περιπέτειες.
Το βιβλίο του Μοτ, που κυλά με ξέφρενους ρυθμούς, δίχως να υπακούει πάντα στους αυστηρούς κανόνες του ρεαλισμού, είναι σε μεγάλο βαθμό ένα αυτοβιογραφικό έργο:
«Στο μυθιστόρημα υπάρχουν πολλά περισσότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία απ’ ό,τι υποψιάζονται οι περισσότεροι αναγνώστες. Όταν έγραφα το βιβλίο, ήθελα να πετύχω ένα αποτέλεσμα που να παραπέμπει στην εξπρεσιονιστική τέχνη. Κυρίως ήθελα να αποτυπώσω τα συναισθήματα που νιώθει ο συγγραφέας σε μια περιοδεία για το βιβλίο του, παρά να μιλήσω για την ίδια την περιοδεία. Έτσι, κατέληξα να παίρνω στοιχεία από τις προσωπικές μου εμπειρίες και να προσθέτω αρκετό σουρεαλισμό και παραλογισμό, για να τα κάνω υποβλητικά και, ταυτοχρόνως, προσιτά στους αναγνώστες».
Πέρα από όλα τα άλλα, Το φοβερό βιβλίο μιλά για το «καθήκον» των Αφροαμερικανών συγγραφέων να γράφουν βιβλία που κατά κύριο λόγο μιλούν για την ταυτότητα των μαύρων στη σημερινή Αμερική. Αυτό το καθήκον, που σχετίζεται με την εκπλήρωση των προσδοκιών των κριτικών και του κοινού, είναι συχνά ένα μεγάλο «βάρος» στους ώμους του κάθε συγγραφέα, εξηγεί ο Μοτ:
«Είναι γεγονός πως τα μέλη κάθε μειονότητας επιβαρύνονται από την υποχρέωση να ‘’εκπροσωπήσουν’’ τη μειονότητα στην οποία ανήκουν. Είναι κάτι που προσπαθώ να διαχειριστώ σε όλη τη ζωή μου. Υπάρχουν φορές που ακούγεται μια σκληρή, καταπιεστική φωνή που απειλεί να μου στερήσει κάθε δημιουργικότητα και να υπονομεύσει την προσπάθειά μου να εξερευνήσω διαφορετικές πλευρές του εαυτού μου. Νομίζω πως αυτός είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους: οι φωνές της μειονότητας πάντα καταπνίγονται από τις προσδοκίες που τρέφει η πλειοψηφία.
»Οπότε, ναι, η λέξη ‘’βάρος’’ ταιριάζει απόλυτα. Ποια άλλη λέξη θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε; Τη λέξη ‘’ευκαιρία’’ ίσως; Πιθανώς, όμως το κόστος είναι πολύ μεγάλο».