Σε συνέντευξή της στο London Magazine, η συγγραφέας Emily Henry μίλησε για το βιβλίο της «Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία», που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση Μιχάλη Δελέγκου.
Επιμέλεια: Book Press
Η Αμερικανίδα συγγραφέας Έμιλι Χένρι μίλησε στο London Magazine για το δημοφιλές μυθιστόρημά της Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία (εκδ. Διόπτρα, μτφρ. Μιχάλης Δελέγκος), το οποίο βρέθηκε στη λίστα με τα ευπώλητα των New York Times το 2020.
Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί η Τζένιουαρι Άντριους, μια συγγραφέας ρομαντικών μπεστ σέλερ, η οποία πέφτει σε μελαγχολία μετά από τον θάνατο του πατέρα της. Καθώς ετοιμάζεται να πουλήσει το πατρικό της, ένα ηλιόλουστο σπίτι κοντά στη θάλασσα, η Τζένιουαρι ξανασυναντά τον παλιό της συμφοιτητή Ογκάστους Έβερετ, ο οποίος πλέον είναι διακεκριμένος συγγραφέας μυθοπλασίας. Οι δυο τους ήταν ορκισμένοι εχθροί στα φοιτητικά τους χρόνια· στο σήμερα, όμως, υποφέρουν αμφότεροι από το λεγόμενο «writer’s block», βρίσκονται σε δημιουργικό αδιέξοδο και δεν μπορούν να ολοκληρώσουν το επόμενο μυθιστόρημά τους.
Στη συνέντευξή της, η συγγραφέας μίλησε για το πώς σκαρφίστηκε την κεντρική ιδέα του μυθιστορήματός της:
«Όσον αφορά στο Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία, ήξερα πως ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που θα διαδραματιζόταν στις όχθες των λιμνών του Μίσιγκαν - είναι τεράστιες και απίστευτα όμορφες. […] Ήμουν στο σημείο εκκίνησης, όμως, το πρόβλημά μου ήταν πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα για οτιδήποτε άλλο πέρα από την τοποθεσία. Δεν είχα χαρακτήρες, πλοκή και συγκρούσεις. Οι χαρακτήρες απέκτησαν σάρκα και οστά επειδή βρισκόμουν σε δημιουργικό αδιέξοδο και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο πέρα από αυτό.
»Όπως η πρωταγωνίστριά μου, η Τζένιουαρι, έτσι κι εγώ τείνω να γράφω πολύ γρήγορα και απρόσεκτα. Δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ πως το πρώτο προσχέδιο ενός βιβλίου μου είναι σχεδόν πάντα κακογραμμένο. Στην πραγματικότητα, αισθάνομαι μεγάλη ανακούφιση μόλις ολοκληρώνω ένα προσχέδιο, όσο κακό κι αν είναι. Απ’ όσο θυμάμαι, χρειάστηκαν τρεις ως πέντε εβδομάδες για να ολοκληρώσω το πρώτο, κακό προσχέδιο του Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία. Ένιωθα σαν να με παρέσερνε μια μεγάλη σφαίρα που κυλούσε ορμητικά από την κορυφή ενός βουνού».
Στη συνέντευξη, η Χένρι δήλωσε περήφανη που οι κριτικοί κατατάσσουν τα βιβλία της στο είδος της… «γυναικείας μυθοπλασίας» και διευκρίνισε περαιτέρω:
«Πριν δημοσιεύσω βιβλία ‘’γυναικείας μυθοπλασίας’’, δημοσίευσα μυθιστορήματα για εφήβους, που πλέον τείνουν να αποκτήσουν παρόμοια φήμη με τα ρομαντικά μυθιστορήματα. Ήρθα αντιμέτωπη με μια μορφή περιφρόνησης. Μερικές φορές, οι άνθρωποι με υποτιμούσαν και βιάζονταν να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με το πώς ένιωθα για τη δουλειά μου. Όταν βρήκα εκδότη για το πρώτο μου βιβλίο για εφήβους, θυμάμαι πως συζητούσα με τον φίλο ενός φίλου, ο οποίος με ρώτησε για το βιβλίο. Άρχισα να του το περιγράφω και μου είπε ‘’Αρκεί να μπορέσεις να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου, έτσι δεν είναι;’’ Νομίζω πως έβαλα αυτή την ατάκα στο Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία. Με βρήκε τόσο απροετοίμαστη εκείνη τη στιγμή που δεν μπόρεσα να τον αμφισβητήσω, απλώς έγνεψα καταφατικά και μετά αναρωτήθηκα για ποιο λόγο πίστευε πως δεν αγαπούσα αυτό που έκανα, ή για ποιο λόγο πίστευε πως ήταν υποτιμητική η δουλειά μου.
»Σε αυτά τα είδη διαπρέπουν γυναίκες. Οι γυναίκες γράφουν αυτά τα βιβλία, οι γυναίκες τα διορθώνουν, οι γυναίκες τα διαβάζουν, και αυτό έχει διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται. Ο κόσμος τα θεωρεί αφελή, εύπεπτα, λιγότερο σημαντικά, πολύ εμπορικά και δεν τα θεωρεί απαραιτήτως έργα τέχνης. Πράγματι, αυτά τα βιβλία σημειώνουν εμπορική επιτυχία, αυτό όμως δεν ακυρώνει τη λογοτεχνική αξία τους. Τα όρια μεταξύ αυτών των δύο είναι τόσο θολά που δεν υπάρχει κάποια σωστή μέθοδος για να προσδιορίσουμε τι είναι λογοτεχνικό και τι όχι. Ο ρομαντισμός αντιμετωπίζεται ως μια ένοχη απόλαυση και τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια έχω αναρωτηθεί πολύ σχετικά με τις ένοχες απολαύσεις μου και τους λόγους για τους οποίους αισθάνομαι ενοχή. Είναι λες κι αυτά τα μυθιστορήματα είναι απλώς καραμέλες για τον εγκέφαλό σου, λες και σου κάνουν κακό και δεν σου διδάσκουν τίποτα, σε αντίθεση με ένα ‘’σοβαρό» βιβλίο’’. Ήθελα να διαψεύσω αυτή την άποψη και να γράψω ένα βιβλίο που θα ισορροπούσε στα όρια μεταξύ του λογοτεχνικού και του εμπορικού. Ήθελα να δείξω πως τα βιβλία που αγαπώ -ρομαντικά μυθιστορήματα γυναικείας μυθοπλασίας- έχουν πολύ βάθος και αξιολογούν τη σημασία του να είσαι άνθρωπος στον σημερινό κόσμο».