Ο συγγραφέας Anthony Marra μίλησε στους New York Times για το μυθιστόρημά του με τίτλο «Η Μercury παρουσιάζει», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.
Επιμέλεια: Book Press
Η ιστορία του δεύτερου μυθιστορήματος του Άντονι Μάρα εκτυλίσσεται στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’40. Στο βιβλίο, οι ιδιοκτήτες ενός χολιγουντιανού στούντιο που επρόκειτο να χρεοκοπήσει αποφασίζουν να συνεργαστούν με την κυβέρνηση για να γυρίσουν προπαγανδιστικές ταινίες. Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Μαρία Λαγκάνα, εργάζεται στο κινηματογραφικό στούντιο και είναι μια Ιταλίδα μετανάστρια που εγκατέλειψε τη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι.
Στα βιβλία του, ο Μάρα συνηθίζει να περιγράφει δραματικά γεγονότα χρησιμοποιώντας γερές δόσεις μαύρου χιούμορ:
«Μεγάλωσα ανάμεσα σε ανθρώπους που αστειεύονταν τις πιο σοβαρές στιγμές. Η κωμωδία είναι ο καλύτερος τρόπος για να περιγράψεις το παράλογο, μια φυσική αντίδραση για να αντιμετωπίσεις το σκοτάδι».
Οι πρωταγωνιστές του Μάρα είναι συνήθως συμπαθείς χαρακτήρες στους οποίους συμβαίνουν άσχημα πράγματα:
«Ένα μυθιστόρημα δεν πρέπει να δίνει στους αναγνώστες ψεύτικη παρηγοριά ή απατηλές ελπίδες, και δεν πρέπει να παρουσιάζει εσφαλμένα την πραγματικότητα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Πρέπει να αποδεχτούμε πως, ορισμένες φορές, απαίσια πράγματα συμβαίνουν σε καλούς ανθρώπους. Θα είχα στερήσει από τους χαρακτήρες μου την αξιοπρέπειά τους αν δεν προσπαθούσα να περιγράψω με ακρίβεια όσα έζησαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή».
Στο βιβλίο του Μάρα εμφανίζονται τρεις ηλικιωμένες, δύστροπες γυναίκες, οι θείες της πρωταγωνίστριας, οι οποίες ζουν σε ένα σπίτι που είναι γεμάτο με πλαστικές φιγούρες αγίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Οι συγκεκριμένες ηρωίδες είναι βασισμένες στις θείες του συγγραφέα, τρεις απαισιόδοξες Ιταλίδες που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. («Καημένο μου κορίτσι», λέει μία από τις θείες στην πρωταγωνίστρια του βιβλίου. «Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου.»)
Η τελευταία από τις θείες του Μάρα, η Μίμι, πέθανε το 2015.
«Έζησε μέχρι τα 98 και μισούσε το κάθε δευτερόλεπτο. Χαιρόταν μόνο όταν έλεγε στους ανθρώπους πως ο εγγονός της ήταν καλύτερος από όλους τους άλλους».
Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του Μάρα, η Μίμι επισκέφτηκε διάφορα βιβλιοπωλεία και τοποθέτησε τα αντίτυπα του βιβλίου του σε περίοπτη θέση στις προθήκες του κάθε καταστήματος.
«Είμαι βέβαιος πως η ίδια δεν το διάβασε ποτέ, όμως ήθελε να το διαβάσουν όλοι οι άλλοι», είπε ο Μάρα.