Συνέντευξη με τον Άλεξ Μιχαηλίδη, συγγραφέα των αστυνομικών μυθιστορημάτων «Η σιωπηλή ασθενής» και «Οι κόρες», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ. Φωτογραφία: © Manuel Vazquez
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ο Άλεξ Μιχαηλίδης ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του. Έχοντας διαβάσει και αναλύσει εξονυχιστικά όλους τους μεγάλους δασκάλους (τις μεγάλες κυρίες του αστυνομικού αρχικά), με σπουδές στην ψυχανάλυση, με μεταπτυχιακό στην Αγγλική Λογοτεχνία και στη σεναριογραφία, και με μία θητεία σεναριογράφου στον κινηματογράφο, είναι σε θέση να γράφει τα μυθιστορήματά του απλώνοντας πανέξυπνα όλα του τα χαρτιά μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, σε «κοινή θέα» εν πολλοίς, μα υπό μία τέτοια οπτική ώστε ποτέ, κανείς, να μην περιμένει «αυτό» το τέλος. Το είδαμε για πρώτη φορά στο εξαιρετικό, και πανέξυπνο, «Η σιωπηλή ασθενής», το βλέπουμε ξανά τώρα στο δεύτερο μυθιστόρημά του, την επίσης πολύ μεγάλη, διεθνή, επιτυχία, τις «Κόρες». Δύο αστυνομικά θρίλερ με αρκετά κοινά στοιχεία (οι ερασιτέχνες ντετέκτιβ και στα δύο είναι ψυχαναλυτές — για να αναφέρουμε μόνο ένα) και ευφυώς δουλεμένη ώς το μεδούλι της πλοκή. Έτσι, ξέρουμε ήδη από την αρχή ότι ο καθηγητής αρχαίας τραγωδίας στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ Έντουαρντ Φόσκα είναι δολοφόνος. Γοητευτικός, σχεδόν μαγικός, έχει για ακολούθους του τα μέλη μιας κλειστής λέσχης φοιτητριών, τις Κόρες του τίτλου. Όμως η δολοφονία μίας από αυτές θα φέρει τα πάνω κάτω, ενώ ένα δεύτερο πτώμα αργότερα θα περιπλέξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Τι σχέση έχουν λοιπόν τα αρχαία Ελευσίνια Μυστήρια με τον Φόσκα και το κολέγιο; Τι ρόλο παίζουν τα αποσπάσματα από τις τραγωδίες του Ευριπίδη που συνοδεύουν τα τελετουργικά θυσιασμένα κορίτσια; Πόσα ξέρουμε πραγματικά για τους άλλους — και για τον εαυτό μας; Μυστήριο ανάλογο μίας ταινίας από αυτές που παρακολουθεί κανείς με κομμένη την ανάσα, σασπένς που δομείται σιγά-σιγά, χιτσκοκικά, ένας σχεδόν παραμυθένιος —αλλά επικίνδυνος— κόσμος, και μία σύγχρονη κατάβαση στον Άδη.
Ο 43χρονος Βρετανοκύπριος συγγραφέας θρίλερ είναι εδώ στα καλύτερά του. Και ακόμη βρίσκεται στην αρχή.
* * *
Μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω πόσο καιρό σάς πήρε η έρευνα για τις «Κόρες», και πόσο το καθαυτό γράψιμο — χωρίς το editing στο τέλος, που βέβαια είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό. Και το ρωτώ γιατί ο όγκος της δουλειάς που απαιτείται για ένα τέτοιο βιβλίο πριν να γραφτεί η πρώτη αράδα είναι παραπάνω από ορατός στο βιβλίο σας.
Έχετε απόλυτο δίκιο, απαιτήθηκε μεγάλος όγκος έρευνας μέχρι να καθίσω επιτέλους στο γραφείο και να αρχίσω το γράψιμο. Στο πρώτο μου βιβλίο, τη «Σιωπηλή ασθενή», είχα το πλεονέκτημα να γράφω για ένα θέμα που ήξερα από πρώτο χέρι. Δεν χρειάστηκε να κάνω κάποια έρευνα για τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες ή για το πώς δομούνται οι ψυχιατρικές μονάδες. Παρά ταύτα, και σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιήσω, όταν πήρα την απόφαση να τοποθετήσω το δεύτερο μυθιστόρημά μου σε έναν ακαδημαϊκό χώρο, σε ένα πανεπιστήμιο, είδα πως απαιτούνταν στ’ αλήθεια πολύ διάβασμα μέχρι να αισθανθώ ότι ήξερα αρκετά πράγματα για να φέρω αυτό τον κόσμο στη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο. Τα στοιχεία από την αρχαία τραγωδία, η κολεγιακή ζωή, η ποίηση, η διδασκαλία — όλα έπαιξαν τον ρόλο τους σε αυτό. Και, μολονότι πιθανότατα δεν θα το ξανακάνω, καθώς απαιτήθηκαν πολλοί μήνες εντατικής έρευνας, έμαθα πράγματι πολλά — ήταν μια συναρπαστική εμπειρία.
Έχετε σπουδάσει και ομαδική ψυχοθεραπεία, μεταξύ των άλλων. Είχατε ήδη δηλαδή ένα μέρος του μυθιστορηματικού υλικού στο μυαλό σας. Υπάρχει άραγε στη φύση αυτής της ψυχαναλυτικής μεθόδου μια κάποια σύνδεση με τα αρχαία μυστήρια, όπου επίσης έχουμε ομάδες ανθρώπων που επιζητούν κάτι; Είναι κάτι που έχει διερευνηθεί στο παρελθόν;
Πιστεύω ακράδαντα ότι υπάρχει πράγματι μία συνάφεια ανάμεσα στην αρχαία τραγωδία και την αστυνομική λογοτεχνία. Από την πλευρά της, μάλιστα, η αστυνομική λογοτεχνία, συνδέεται στενά με την ψυχαναλυτική —για να το θέσω έτσι— έρευνα. Και στη μεν και στη δε έχουμε έναν ντετέκτιβ/ψυχαναλυτή που μοχθεί να αποκαλύψει ένα μυστήριο και να ανασύρει τα μυστικά του στην επιφάνεια. Τα μυστικά αυτά μπορεί να είναι συνειδητά ή ασυνείδητα, μπορεί να βρίσκονται σε κοινή θέα ή να είναι καλά κρυμμένα, δεν έχει σημασία — αλλά κάθε έρευνα καταλήγει, εφόσον βέβαια πάνε όλα καλά, σε μία αποκάλυψη. Δείτε τώρα τον Οιδίποδα Τύραννο: ο ήρωας είναι επίσης ένας ντετέκτιβ, που προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση της κατάρας που έχει πέσει πάνω στην πόλη, πριν ανακαλύψει ότι υπεύθυνος είναι αυτός ο ίδιος. Επιχείρησα κάτι παρόμοιο με τη Μαριάννα στις «Κόρες», θέλοντας να αναδείξω τους δεσμούς μεταξύ ψυχανάλυσης, «αστυνομικής» έρευνας και τραγωδίας.
Θέλετε να μας περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύετε; Καταρχάς, πρώτα κάνετε το σχεδιάγραμμα της πλοκής; Ξέρετε από την αρχή, δηλαδή, τι θα γίνει και «ποιος είναι ο δολοφόνος»; Και, εν συνεχεία, ποια είναι η ρουτίνα της δουλειάς σας; Συγκεκριμένες ώρες κάθε μέρα, ή συγκεκριμένος αριθμός λέξεων; Τέλος, πόσο μπορεί να αλλάξουν επιμέρους σημεία της πλοκής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας;
Υπό μία έννοια, τα μυθιστορήματα που γράφω μοιάζουν πολύ με κτίρια, με κατασκευές που απαιτούν τις υπηρεσίες της αρχιτεκτονικής. Και, ναι, νομίζω ότι η ανατροπή ή η αποκάλυψη που γίνεται στο τέλος είναι πολύ σημαντική — ως εκ τούτου, για να δουλέψω πρέπει να ξέρω εκ των προτέρων πού βαδίζω και πώς θα φτάσω εκεί. Έτσι, πάντα ξεκινώ από το τέλος — μολονότι στη συνέχεια επιτρέπω στον εαυτό μου να παίρνει μεγάλες δόσεις δημιουργικής ελευθερίας. Περνώ τις πρώτες εβδομάδες, ή και τους πρώτους μήνες, σκεπτόμενος από κάθε πλευρά το θέμα μου. Συνήθως γράφω ένα κεντρικό σημείο της πλοκής ή μια μεγάλη ανατροπή στο κέντρο μιας μεγάλης κόλλας χαρτιού, ή ακόμη και σε αρκετές κόλλες κολλημένες μεταξύ τους με σελοτέιπ, και αρχίζω να κρατώ σημειώσεις ολόγυρα σχεδιάζοντας γραμμές και βελάκια προς κάθε πιθανή και μη κατεύθυνση, καθώς διάφορες σκέψεις και ποικίλοι συσχετισμοί κάνουν την εμφάνισή τους. Θεωρώ ότι αυτός ο «κυκλικός» τρόπος γραφής, και όχι ο γραμμικός, απελευθερώνει τη φαντασία μου. Εν συνεχεία, περνώ τις επόμενες εβδομάδες πληκτρολογώντας και επεξεργαζόμενος όλο αυτό το υλικό σε κάτι που καταλήγει να είναι ένα, ακόμη χονδροειδές, σχεδιάγραμμα. Και τότε δουλεύω για έναν χρόνο περίπου πάνω σε αυτόν τον σκελετό, παίρνοντάς τον ξανά και ξανά από την αρχή, θεμελιώνοντας γερά τα στοιχεία της πλοκής, και «οπτικοποιώντας» τρόπον τινά την ιστορία μου. Κατόπιν, επεξεργάζομαι εξονυχιστικά κάθε λεπτομέρεια, παλεύω αν θέλετε μαζί της, μέχρι να είναι απολύτως σωστή, σταθερή και σίγουρη σαν τούβλο στον τοίχο ενός κτιρίου. Και τότε και μόνο τότε, εφόσον είμαι απολύτως ικανοποιημένος από τον σκελετό μου, ξεκινώ το πρώτο χέρι του βιβλίου. Γενικά γράφω αργά, οπότε δεν φτάνω στο σημείο να… μισώ τη δουλειά και να με εξουθενώνει. Γράφω ένα με δύο κεφάλαια την ημέρα, και κατόπιν κάνω μία μεγάλη μοναχική βόλτα, σκεπτόμενος αυτά που έγραψα — και είναι τότε συνήθως που έρχονται οι πραγματικά καλές ιδέες. Είναι μοναχική δουλειά αυτή, δουλειά ερημίτη, αλλά πιστεύω ότι μόνο έτσι μπορεί κανείς να γράψει καλά: πρέπει να είσαι μόνος, μακριά από τον κόσμο — οι περισπασμοί δεν κάνουν καλό στον συγγραφέα.
Πόσο σάς βοηθά στο γράψιμο η προηγούμενη δουλειά σας σαν σεναριογράφος, και δη σε υψηλό επίπεδο; Τι κοινά υπάρχουν εδώ; Και ποιες είναι άραγε οι μεγαλύτερες διαφορές τους; Είχατε απόλυτη ελευθερία τότε, με τα στούντιο; Ή αυτή έρχεται μόνο μέσω του μυθιστορήματος; Να σημειώσω επίσης πως η άνεση με την οποία «μοντάρετε» τις σκηνές σας στον χρόνο είναι αξιοθαύμαστη — και ζηλευτή.
Είναι πολύ ευγενικό αυτό που λέτε, σας ευχαριστώ πολύ. Είναι αλήθεια πως έμαθα πολλά σαν σεναριογράφος, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν νομίζω ότι έγινα κάπως αξιοπρεπής συγγραφέας μέχρι τη στιγμή που άρχισα να γράφω πεζογραφία. Η δραματοποίηση των σκηνών μού φαινόταν πολύ δύσκολη υπόθεση σε ένα σενάριο. Όταν όμως έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, η ανακάλυψη ότι ήμουν σε θέση να μπαίνω στο κεφάλι των ηρώων μου, να επιβραδύνω ή να σταματώ τελείως τον χρόνο, να ανατρέχω στις αναμνήσεις τους… λοιπόν, όλα αυτά ήταν μια ανακουφιστική αποκάλυψη για εμένα. Νιώθω πραγματικά πολύ πιο άνετα γράφοντας βιβλία. Αλλά, όπως είπα πριν για την αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος — ναι, όλα αυτά τα έμαθα από τον κινηματογράφο. Έμαθα, για παράδειγμα, από τον Μπίλι Γουάιλντερ —τις ταινίες του οποίου εξακολουθώ να βλέπω μανιωδώς— ότι κανένα σημαντικό στοιχείο της ιστορίας δεν πρέπει να δίνεται αποκλειστικά και μόνο μέσω του διαλόγου — ο ίδιος, μάλιστα, δεν το κάνει ποτέ. Μπορεί σε έναν διάλογο να σου πει ότι μία γυναίκα έχει σχέση με έναν παντρεμένο, αλλά θα το συνοδεύσει αυτό με ένα σπασμένο φορητό καθρεφτάκι, όπως το κάνει στην «Γκαρσονιέρα», για να είναι βέβαιος πως το σημείο αυτό παρουσιάζεται ξεκάθαρα και οπτικά στον θεατή. Ο Γουάιλντερ το κάνει αυτό με όλα τα σημαντικά σημεία της ιστορίας που αφηγείται — και είναι κάτι που χρειάστηκε να δουλέψω πολύ σκληρά για να το μάθω κι εγώ. Και είναι κάτι που μετέφερα στις αποσκευές μου όταν πέρασα στο μυθιστόρημα. Επίσης, το ότι η ιστορία πρέπει να προχωρά συνεχώς, πρέπει να εξελίσσεται, και το ότι σε κάθε κεφάλαιο πρέπει να υπάρχει κάτι σημαντικό, κάτι δυνατό — ναι, όλα αυτά μού τα δίδαξε ο κινηματογράφος. Ασφαλώς στον καιρό μας όλοι οι συγγραφείς επηρεάζονται λιγότερο ή περισσότερο από τις ταινίες, είτε το παραδέχονται είτε όχι. Και θα έλεγα επίσης ότι το σύγχρονο μυθιστόρημα είναι εντέλει ένα υβρίδιο των δύο ειδών: της πεζογραφίας και του σινεμά. Σε κάθε περίπτωση, νιώθω πολύ πιο οικεία γράφοντας μυθιστορήματα, κατά κύριο λόγο για τη δημιουργική ελευθερία που σου προσφέρουν, όπως είπατε και εσείς. Ποτέ μου δεν είχα τόση και τέτοια ελευθερία γράφοντας ένα σενάριο. Στο μυθιστόρημα, είμαι ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος, ο ενδυματολόγος και οι ηθοποιοί. Ναι, είναι πολύ πιο διασκεδαστικό όλο αυτό!
Το σύγχρονο μυθιστόρημα είναι εντέλει ένα υβρίδιο των δύο ειδών: της πεζογραφίας και του σινεμά. Σε κάθε περίπτωση, νιώθω πολύ πιο οικεία γράφοντας μυθιστορήματα, κατά κύριο λόγο για τη δημιουργική ελευθερία που σου προσφέρουν, όπως είπατε και εσείς. Ποτέ μου δεν είχα τόση και τέτοια ελευθερία γράφοντας ένα σενάριο. Στο μυθιστόρημα, είμαι ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος, ο ενδυματολόγος και οι ηθοποιοί.
Μιας και μιλάμε για το σινεμά: πείτε μας ποιους ηθοποιούς φαντάζεστε στους ρόλους της Μαριάννας και του Φόσκα.
Να μην το γρουσουζέψω, αλλά έγραψα τη Μαριάννα με την ηθοποιό Ρέιτσελ Βάις στο μυαλό μου. Για τον Έντουαρντ Φόσκα, πάλι, δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο κατά νου, όχι. Αλλά, καθώς η μεταφορά του βιβλίου σε τηλεοπτική σειρά βρίσκεται ήδη στα σκαριά, θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δω σε ποιους θα καταλήξουν.
Είναι σαφές πως πλέον θεωρείστε ένας από τους πιο επιδέξιους συγγραφείς ανατροπών. Οι ανατροπές είναι κάτι που λατρεύουν οι αναγνώστες, ίσως περισσότερο και από τους θεατές μιας κινηματογραφικής ταινίας. Όμως χρειάζονται μία γερή βάση από πίσω τους. Κι αυτή την παρέχετε στα βιβλία σας, και με το παραπάνω. Μιλήστε μου αν θέλετε για τις ανατροπές. Για τη στιγμή εκείνη που, σαν αναγνώστης, νιώθεις το μυαλό σου να επιστρέφει μέσα σε μια στιγμή πίσω και να τα βλέπει όλα ειπωμένα, όμοια μεν αλλά ταυτόχρονα και εντελώς διαφορετικά, υπό ένα νέο πρίσμα.
Ναι, είναι ένα τρομερά ικανοποιητικό συναίσθημα —ένα συναίσθημα που πηγαίνει πέρα από τη γραμμένη σελίδα— αυτό που νιώθεις όταν τελειώνεις ένα βιβλίο και συνειδητοποιείς πως όλα όσα διάβασες μέχρι εκείνο το σημείο τα έβλεπες με τον «λάθος» τρόπο. Καταλαβαίνεις, δηλαδή, ότι πρέπει να ξαναδείς όλη την πλοκή μέσα στο μυαλό σου από την αρχή, για να τη θέσεις στις σωστές της βάσεις. Είναι κάτι που το νιώθεις σχεδόν με τα σπλάχνα σου, κάτι εντελώς σωματικό — και, ναι, είναι κάτι που προσωπικά με συναρπάζει. Νομίζω πως πρώτη μου φορά το αισθάνθηκα αυτό με απόλυτο τρόπο στην «Έκτη αίσθηση», ένα φιλμ που όταν φτάνει στο τέλος του πραγματικά ξεκινά να ξετυλίγεται ξανά από την αρχή μέσα στο μυαλό σου. Και βέβαια μοναδική σε αυτό είναι η Άγκαθα Κρίστι. Στα «Πέντε μικρά γουρουνάκια», για παράδειγμα, η τελευταία σελίδα αναποδογυρίζει όλο το βιβλίο μονομιάς. Και ο Χένρι Τζέιμς το κάνει σε πολλά μυθιστορήματά του αυτό, αν και με έναν πιο φινετσάτο τρόπο. Συνήθως έχει να κάνει με ένα ερωτικό τρίγωνο γύρω από το οποίο υπάρχει μία παρεξήγηση από πλευράς του αναγνώστη, σχετικά με το ποιος είναι ερωτευμένος με ποιον. Το λατρεύω αυτό το τέχνασμα. Βέβαια, όπως προείπα, πρέπει να το εντάξεις στα πρώτα-πρώτα στάδια του γραψίματος, καθώς πρόκειται για το σημείο στο οποίο θα οδηγηθούν τελικώς τα πάντα. Το σχεδιάγραμμα του βιβλίου σου πρέπει να είναι άριστο, αλλά και να φροντίσεις επίσης να σημειώσεις εξαρχής με άκρα προσοχή όλα τα «σωστά σημεία», όλα τα σημεία καμπής στο ταξίδι σου προς την τελική αποκάλυψη. Ταυτόχρονα, πρέπει να δουλέψεις σκληρά ώστε να κρατήσεις μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος αυτές τις σημειώσεις κρυμμένες — αλλά κρυμμένες σε κοινή θέα.
Ποιοι είναι οι βασικοί αγαπημένοι σας συγγραφείς; Εννοώ κυρίως αυτούς που αισθάνεστε λογοτεχνικά πιο κοντά σας, με προτίμηση στους κλασικούς, τους στυλοβάτες του είδους.
Μόλις ανέφερα την Άγκαθα Κρίστι — την αγαπώ πολύ, και έχω μάθει τα πάντα για το πώς πρέπει να γράφει κανείς ένα θρίλερ από τα βιβλία της. Είναι η καλύτερη στην πρώιμη εισαγωγή στην πλοκή στοιχείων που η σημασία τους θα φανεί στη συνέχεια, και βέβαια είναι ασυναγώνιστη στην παραπλάνηση του αναγνώστη και στις ανατροπές. Θαυμάζω επίσης τη Ρουθ Ρέντελ. Κάνει ό,τι και η Άγκαθα Κρίστι, υψώνοντάς το όμως σε μια πιο εκλεπτυσμένη συναισθηματική και ψυχολογική πολυπλοκότητα. Και μου αρέσει πολύ και η Πατρίσια Χάισμιθ. Για να είμαι όμως ειλικρινής, προτιμώ να διαβάζω περισσότερο συγγραφείς σαν τον Χένρι Τζέιμς, τη Μάργκαρετ Άτγουντ, τον Ίβλιν Γουό — πεζογράφους που θα έλεγε κανείς πως δεν έχουν να κάνουν με το πεδίο ενδιαφερόντων ενός συγγραφέα θρίλερ μυθιστορημάτων. Ειλικρινά, μου αρέσει να προσεγγίζω την καλή πρόζα πολύ περισσότερο από όσο την πλοκή ενός θρίλερ. Με ενδιαφέρει να εξελιχθώ σαν συγγραφέας, και να γίνω ένας καλός στυλίστας. Αυτή είναι η κύρια μέριμνά μου το παρόν διάστημα.
Και κάποιοι σύγχρονοι που αγαπάτε τον τρόπο που γράφουν και τους ξεχωρίζετε; Πάντα στον χώρο αυτού που ονομάζουμε «ψυχολογικό θρίλερ».
Με πάσα ειλικρίνεια, δεν διαβάζω πολλά ψυχολογικά θρίλερ. Συνήθως το γράψιμο στα βιβλία του είδους είναι χαμηλού επιπέδου, και, όσο για τις υποθέσεις, είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά. Φανερώνει μεγάλη προκατάληψη εκ μέρους μου αυτό, το αναγνωρίζω. Ίσως όμως να μη θέλω απλώς να επηρεάζομαι από ιδέες άλλων συναδέλφων. Ναι, μπορεί να φταίει κι αυτό.
Με πάσα ειλικρίνεια, δεν διαβάζω πολλά ψυχολογικά θρίλερ. Συνήθως το γράψιμο στα βιβλία του είδους είναι χαμηλού επιπέδου, και, όσο για τις υποθέσεις, είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά.
Διαβάζετε τις κριτικές των αναγνωστών; Πιστεύετε πως πλατφόρμες όπως το Goodreads αφορούν και τους συγγραφείς, ή είναι αποκλειστικά και μόνο ένας χώρος συνάντησης των αναγνωστών; Και πόσο, άραγε, έχουν αλλάξει, ή διαμορφώνουν, τον τρόπο της παραδοσιακής κριτικής;
Θα το θέσω ως εξής. Αν υπήρχε μια ψυχολογική αξιολόγηση, ένα τεστ για να διαπιστωθεί πόσο σκληρόπετσος είναι κάποιος, όχι μόνο για να γράψει ένα μυθιστόρημα, αλλά για να ζει σαν επαγγελματίας συγγραφέας, εγώ θα αποτύγχανα εκατό τοις εκατό. Παραείμαι ευαίσθητος, σε βαθμό μάλλον υπερβολικό. Αν διαβάσω κάτι πραγματικά κακό για εμένα ή για το γράψιμό μου, μου είναι πολύ δύσκολο να μην το πάρω προσωπικά — μου καταστρέφει ολόκληρη τη μέρα. Από την άλλη, αυτό που μισώ περισσότερο είναι ότι μπορεί να διαβάζεις ένα σωρό επαίνους, και στο τέλος να μη θυμάσαι ούτε λέξη από αυτούς. Όμως κάθε σκληρό, κάθε αγενές σχόλιο που σου κάνει κάποιος, μένει χαραγμένο στη μνήμη σου για πάντα… Μακάρι να μπορούσα να το ισορροπήσω λίγο καλύτερα όλο αυτό μέσα μου. Εν πάση περιπτώσει, έχω φτάσει στο σημείο να μη διαβάζω καθόλου τις κριτικές, καλές ή κακές. Νομίζω πως μου κάνει περισσότερο καλό να μην επηρεάζομαι από τις γνώμες των άλλων, και απλώς να γράφω για εμένα. Μόνο έτσι μπορώ να λειτουργώ.
Έχετε τελειώσει ήδη το τρίτο σας μυθιστόρημα; Πότε να το περιμένουμε; Και τέλος: θα διαδραματίζεται και εκείνο στο ίδιο «σύμπαν» με τα δύο πρώτα;
Ναι, νομίζω πως θα γράψω ακόμη ένα μυθιστόρημα τοποθετημένο στο ίδιο σύμπαν. Αλλά δεν ξέρω αν θα είναι το επόμενο που θα εκδώσω. Δουλεύω ταυτόχρονα επάνω σε τέσσερις ιδέες. Αυτό τον καιρό τελειώνω το δεύτερο χέρι ακριβώς μίας από αυτές τις τέσσερις ιδέες. Παρ’ όλα αυτά, θέλω να έχω μία πιο καθαρή αίσθηση αναφορικά με το ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βιβλίο που θα εξέδιδα. Έτσι, όταν τελειώσω με αυτό, και αφού συζητήσω διεξοδικά με τον επιμελητή μου, θα αποφασίσω τι θα κάνω στη συνέχεια. Θα είναι τοποθετημένο ασφαλώς στο ίδιο πλαίσιο —θα είναι θρίλερ και αυτό—, αλλά αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι ο ρυθμός… Πιστεύω πως είναι καλύτερο να επιχειρώ διαφορετικά πράγματα και όχι να επαναλαμβάνομαι. Έτσι, καθώς οι «Κόρες» ήταν ένα μυθιστόρημα με αργούς ρυθμούς, αισθάνομαι ότι θα ήθελα να κάνω κάτι πιο γρήγορο αυτή τη φορά. Θα δούμε όμως, θα δούμε…
* * *
Ευχαριστώ την Καλλιόπη Χαραλαμπάκη των Εκδόσεων Διόπτρα για την επαφή με τον συγγραφέα. Τυχόν μεταφραστικές αβλεψίες της παρούσας απόδοσης στα ελληνικά βαρύνουν αποκλειστικά εμένα.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).