
Συνομιλία με τη Νορβηγή συγγραφέα Μάγια Λούντε περί cli-fi, μελισσών, οικογενειακών σχέσεων, σχέσεων αγάπης αλλά και απώλειας με αφορμή το μυθιστόρημα «Η ιστορία των μελισσών» (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Κλειδάριθμος).
Της Ελένης Κορόβηλα
Συναντηθήκαμε με τη συγγραφέα Μάγια Λούντε στην πρεσβεία της χώρας της, της Νορβηγίας, στην Αθήνα. Σε έναν από τους τελευταίους ορόφους του κτιρίου όπου στεγάζεται η νορβηγική διπλωματική αντιπροσωπεία έχει δημιουργηθεί ένας χώρος λιτός, λειτουργικός, καθαρός, που αποπνέει οργάνωση, ηρεμία, σεβασμό και θετική διάθεση. Σε αυτό το περιβάλλον και με αυτή τη διάθεση με υποδέχθηκε η Μάγια Λούντε που βρέθηκε στην Αθήνα για να μιλήσει για το πρώτο της μυθιστόρημα Η ιστορία των μελισσών.
Η Λούντε πέρασε από τα βιβλία για παιδιά και τα σενάρια στην πεζογραφία με ένα συγγραφικό πρότζεκτ που εμπνέεται και έχει ως καμβά την κλιματική αλλαγή.
Η Λούντε πέρασε από τα βιβλία για παιδιά και τα σενάρια στην πεζογραφία με ένα συγγραφικό πρότζεκτ που εμπνέεται και έχει ως καμβά την κλιματική αλλαγή. Είναι η «τετραλογία για το κλίμα». Η Ιστορία των μελισσών αποτελεί το πρώτο μέρος, το δεύτερο είναι το μυθιστόρημα που έχει τον αγγλικό τίτλο Blue (θα κυκλοφορήσει την προσεχή άνοιξη από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος) και έχει ως φόντο την ξηρασία και την έλλειψη νερού. Το τρίτο αφορά τα απειλούμενα με εξαφάνιση θηλαστικά και το τέταρτο τους σπόρους και τα φυτά. Η ίδια δεν θεωρεί όμως ότι τα βιβλία της ανήκουν υποχρεωτικά στην κατηγορία υπό την -σχετικά πρόσφατης έμπνευσης- ταμπέλα cli-fi (climate fiction, κατά το science fiction) χωρίς να την απορρίπτει ως κατηγορία.
«Μπορείτε να αποκαλέσετε τα μυθιστορήματά μου "βιογραφικά" μυθιστορήματα. Στα νορβηγικά λέμε επίσης reality literature. Στα δικά μου βιβλία η έμπνευση βρίσκεται στην πραγματικότητα, στις ειδήσεις, στα ντοκιμαντέρ. Κάνω έρευνα, συλλέγω στοιχεία, διαβάζω άρθρα, βλέπω ντοκιμαντέρ, μαθαίνω ό,τι υπάρχει για το θέμα μου και μετά γράφω μια ιστορία με επινοημένους χαρακτήρες», λέει. «Το cli-fi είναι μια ταμπέλα που δεν χρησιμοποιώ ποτέ. Τα βιβλία μου είναι μυθιστορήματα. Μπορείτε να τα διαβάσετε ως cli-fi, μπορείτε να τα διαβάσετε ως μυθιστορήματα για σχέσεις ανθρώπων ή σαν crime stories, μπορείτε να τα διαβάσετε σαν ιστορίες για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τη σημασία της εκπαίδευσης, επαφίεται στον αναγνώστη. Δεν θέλω να πω με ποιο τρόπο να διαβάσει κάποιος τα βιβλία μου. Υπάρχουν τόσες εκδοχές ενός βιβλίου όσες και οι αναγνώστες του και έτσι πρέπει να είναι».
Η λογοτεχνία των γεγονότων
Γιατί ένα βιβλίο για τις μέλισσες; «Η κυψέλη είναι ένας σούπερ οργανισμός και αυτό που γίνεται σε έναν σούπερ οργανισμό είναι ότι όλοι δουλεύουν για την κυψέλη αντί να δουλεύουν για τον εαυτό τους. Πιστεύω πως μπορούμε να μάθουμε κάτι από αυτό. Πιστεύω ότι αν αποφασίσουμε όλοι να σκεφτόμαστε τι έχουμε ανάγκη συλλογικά και όχι ο καθένας μας ατομικά, ο κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός. Αυτό μπορούν να μας διδάξουν οι μέλισσες, ότι είμαστε κομμάτι μιας μεγάλης κυψέλης. Οι άνθρωποι είμαστε πολύ απορροφημένοι από τον εαυτό μας και αυτό είναι μέρος του προβλήματος».
Από την πρώτη μέρα που έκατσα να γράψω ήξερα ποιοι θα είναι οι ήρωές μου και ποια θα ήταν η ιστορία μου.
«Είδα ένα ντοκιμαντέρ για τη "Διαταραχή κατάρρευσης αποικιών των μελισσών" (CCD). Μέχρι τότε σκεφτόμουν να γράψω ένα μυθιστόρημα αλλά δεν είχα βρει θέμα. Όταν είδα το ντοκιμαντέρ ήταν μια στιγμή αποκάλυψης. Από την πρώτη μέρα που έκατσα να γράψω ήξερα ποιοι θα είναι οι ήρωές μου και ποια θα ήταν η ιστορία μου. Με ενθουσίασε η εφεύρεση της πρώτης κυψέλης μελισσών, κάτι που έγινε γύρω στο 1852 για αυτό και επέλεξα, η μία από τις τρεις ιστορίες, αυτή του άγγλου βιολόγου και εφευρέτη Ουίλιαμ, να διαδραματίζεται τότε. Ο πραγματικός εφευρέτης ήταν βέβαια Αμερικανός αλλά επέλεξα να αφηγηθώ την ιστορία ενός μυθοπλαστικού χαρακτήρα ο οποίος δεν πήρε τα εύσημα για την εφεύρεσή του. Ήθελα να μάθω πώς ξεκίνησαν όλα. Το βιβλίο είναι μια ιστορία για τη σχέση μας με τις μέλισσες στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Όλα ξεκίνησαν με τη δημιουργία κυψέλης και την έναρξη της μελισσοκομίας.«
»Μου έκαναν επίσης εντύπωση συνεντεύξεις αμερικανών μελισσοκόμων από την εποχή που συνέβη το CCD, το 2007. Ήταν όλοι τους σκληρά εργαζόμενοι άντρες σε οικογενειακά αγροκτήματα με χιλιάδες μέλισσες και μελίσσια. Αυτοί οι άντρες με τα γερά χέρια τους στέκονταν έχοντας δίπλα τους τις άδειες κυψέλες τους. Ήταν απόλυτα συντετριμμένοι και δεν έβρισκαν τα λόγια για να εκφράσουν τη θλίψη τους επειδή οι ίδιοι ήταν σκληροί. Αυτοί οι άντρες με ενέπνευσαν για τον χαρακτήρα του Τζορτζ (του αμερικανού μελισσοκόμου, η ιστορία του οποίου τοποθετείται το 2007) που θέλει να διατηρήσει την οικογενειακή παράδοση».
Για την τρίτη ιστορία, που τοποθετείται στο 2098, η Λούντε επέλεξε την Κίνα και για ηρωίδα μια γυναίκα, την Τάο.
«Επέλεξα την Κίνα επειδή εκεί ήδη συμβαίνουν όσα περιγράφω, δηλαδή κάνουν επικονίαση με τα χέρια. Είναι εντυπωσιακό, τρομακτικό αλλά και όμορφο. Διάβασα πολλά για την Κίνα και επέλεξα να χρησιμοποιήσω στοιχεία του καθεστώτος τους για να φανταστώ τι θα συμβεί στο μέλλον. Εκεί αυτό που συμβαίνει είναι ότι όλοι δουλεύουν για την κυψέλη, για το καλό της, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν». Για το αν το όνομα της ηρωίδας της παραπέμπει στον ταοϊσμό, η Λούντε επιμένει πως «αν έτσι θέλει να το δει ο αναγνώστης, είναι κι αυτή μια ανάγνωση».
Όλα συνδέχονται μεταξύ τους και αυτό θα φανεί πιο καθαρά στο τέταρτο βιβλίο μου που έχω ξεκινήσει να γράφω.
Θα συναντήσουμε τους ήρωές της και στα επόμενα βιβλία της τετραλογίας; «Στο δεύτερο μέρος, το Blue, η πλοκή εκτυλίσσεται το 2017 και μετά το 2041. Σε κάποια κομμάτια το μέλλον είναι κοινό. Τα βιβλία μου διαβάζονται και αυτοτελώς αλλά και ως τμήματα ενός συνόλου, ενός κόσμου. Στο τρίτο βιβλίο κινούμαστε στο 1881, το 1992 και το 2064, οπότε συναντάμε κάποιον που είδαμε το 2041 στο δεύτερο βιβλίο. Στο τρίτο βιβλίο οι αναγνώστες θα καταλάβουν πως σε όλα τα βιβλία υπάρχουν κομμάτια του ίδιου παζλ. Όλα συνδέονται μεταξύ τους και αυτό θα φανεί πιο καθαρά στο τέταρτο βιβλίο μου που έχω ήδη ξεκινήσει να γράφω».
«Έχω πολλές ιδέες», λέει γελώντας, «και θα δω με ποιο τρόπο θα... ενώσω τις τελίτσες. Μετά τα έντομα, το νερό και τα απειλούμενα θηλαστικά, μια που οι άνθρωποι είμαστε θηλαστικά ζώα, στο τέταρτο βιβλίο θα γράψω για τους σπόρους και οτιδήποτε φυτρώνει. Ο πυρήνας των βιβλίων μου όμως είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, αυτός είναι ο πυρήνας των βιβλίων μου. Χωρίς ανθρώπινες σχέσεις δεν υπάρχει μυθιστόρημα. Η έμπνευσή μου ήταν η ιστορία αυτών των ηρώων, η τετραλογία μου αποκαλείται συχνά climate quartet, αλλά θα μπορούσε να αποκαλείται και τετραλογία σχέσεων».
Οι πολλαπλές αναγνώσεις της λογοτεχνίας και η πρόσληψη από τους νέους
Δεν έχω τις απαντήσεις, αυτό που με εκκινεί είναι τα ερωτήματα αλλά και ο αυξανόμενος φόβος και η αγωνία μου για το μέλλον, το μέλλον των παιδιών μου, των παιδιών μας, όλων των παιδιών.
«Στο βιβλίο υπάρχουν πολλά διαφορετικά μηνύματα αλλά εξαρτάται πάντα από τον αναγνώστη, άλλωστε αυτό είναι το γοητευτικό με τη λογοτεχνία, με τη μυθοπλασία, το ότι ο καθένας μπορεί να τη διαβάσει διαφορετικά. Προσωπικά δεν ήταν ποτέ επιλογή μου να γράψω μη μυθοπλαστικά βιβλία, πάντοτε με ενδιέφερε να γράφω μυθοπλασία. Αλλά δεν έχω τις απαντήσεις, αυτό που με εκκινεί είναι τα ερωτήματα αλλά και ο αυξανόμενος φόβος και η αγωνία μου για το μέλλον, το μέλλον των παιδιών μου, των παιδιών μας, όλων των παιδιών. Το βιβλίο μου είναι αρκετά δημοφιλές στους εφήβους, προτείνεται και διαβάζεται σε αρκετά σχολεία, λύκεια, και μάλιστα γράφονται εργασίες για αυτό. Στη Νορβηγία και τη Γερμανία από όσο γνωρίζω μάλιστα χρησιμοποιήθηκε και σε εξετάσεις. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό για μένα από το να συναντώ νέους ηλικιακά αναγνώστες μου. Το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό και για αυτό άλλωστε συνεχίζω να γράφω για παιδιά, αποτελεί για μένα πηγή έμπνευσης.«
»Από τις πιο έντονες και ενδιαφέρουσες συζητήσεις που είχα με αναγνώστες ήταν με νέους ενήλικες και εφήβους. Συναντήθηκα πολλές φορές με κορίτσια στην εφηβεία που μου είπαν ότι ήθελαν να με ευχαριστήσουν γιατί πριν διαβάσουν το βιβλίο τις απασχολούσε η εμφάνισή τους και περνούσαν πολύ χρόνο να παρακολουθούν bloggers που δίνουν συμβουλές για μακιγιάζ και θέματα εμφάνισης και ότι πάντα πίστευαν ότι δεν είναι αρκετά όμορφες και ότι ήταν πολύ απορροφημένες από τον εαυτό τους και τις απασχολούσε μόνο η εμφάνιση. Μου είπαν πως αφού διάβασαν το βιβλίο μου κατάλαβαν πως υπάρχουν τόσα πολλά άλλα πράγματα που έχουν σημασία και έτσι άρχισαν να δραστηριοποιούνται σε περιβαλλοντικές ομάδες και απέκτησαν πολύ καλύτερη ζωή. Αυτό ήταν πολύ συγκινητικό. Όταν μου έλεγαν τέτοια πράγματα έβαζα τα κλάματα από τη συγκίνηση. Οι έφηβοι σήμερα ασχολούνται πολύ με τα περιβαλλοντικά ζητήματα, βγαίνουν στους δρόμους και διαδηλώνουν, ωστόσο έχουν ανάγκη να αισθάνονται πως γύρω τους υπάρχουν ενήλικοι που είναι με το μέρος τους. Με αυτό τον τρόπο οι έφηβοι γίνονται λιγότερο εγωκεντρικοί και περισσότερο προσανατολισμένοι στα μεγάλα προβλήματα του κόσμου μας. Σήμερα οι νέοι φοβούνται, και δικαιολογημένα, καθώς δεν κάνουμε αρκετά».
Οι νέοι, η ανάγνωση, τα κινητά και πώς χτίζονται αναγνωστικές συνήθειες
Το διάβασμα είναι συνήθεια, αλλά για να την αποκτήσει κάποιος χρειάζεται να κάνουν κάτι και οι γονείς και το σχολείο, να δίνουν βιβλία στα παιδιά, να υπάρχει πρόσβαση σε βιβλιοθήκες, και οι γονείς κάθε βράδυ πριν τον ύπνο να διαβάζουν στα παιδιά τους και να προσπαθούν να τους διαβάζουν κάτι καλό.
«Οι έφηβοι μπορούν να διαβάσουν σχεδόν τα πάντα αλλά αυτό εξαρτάται από το τι έχουν μάθει να διαβάζουν ως παιδιά και τι τους αρέσει. Πιστεύω βέβαια ότι πρέπει να γράφεται λογοτεχνία για τα θέματα που τους απασχολούν και τα προβλήματά τους. Αλλά η ανάγνωση έχει γίνει στις μέρες μας δύσκολο πράγμα. Επηρεάζεται πολύ από τα κινητά τηλέφωνα που είναι παντού και είναι τόσο εύκολο να τα πάρεις στο χέρι και να κάνεις κάτι με αυτά. Η ανάγνωση απαιτεί αυτοέλεγχο. Πρέπει πρώτα από όλα να πάρεις την απόφαση να διαβάσεις. Το διάβασμα είναι συνήθεια, αλλά για να την αποκτήσει κάποιος χρειάζεται να κάνουν κάτι και οι γονείς και το σχολείο, να δίνουν βιβλία στα παιδιά, να υπάρχει πρόσβαση σε βιβλιοθήκες, και οι γονείς κάθε βράδυ πριν τον ύπνο να διαβάζουν στα παιδιά τους και να προσπαθούν να τους διαβάζουν κάτι καλό και διαφορετικό κάθε φορά. Τα παιδιά πρέπει όμως να διαβάζουν και στο σχολείο. Εννοώ να προβλέπεται ένας ξεχωριστός χρόνος ανάγνωσης ώστε τα παιδιά να διαβάζουν με συγκέντρωση. Το σχολείο δίνει την τέλεια ευκαιρία διότι είναι ένα περιβάλλον στο οποίο ο δάσκαλος ή ο καθηγητής μπορεί να πει στα παιδιά, τώρα για τριάντα λεπτά θα διαβάσουμε, και έτσι τα παιδιά υποχρεωτικά θα αφήσουν τα κινητά στην άκρη.«
»Αυτό που με φοβίζει στη Νορβηγία, στο νορβηγικό εκπαιδευτικό σύστημα, είναι ότι σε πάρα πολλά σχολεία δίνουν στους μαθητές από ένα τάμπλετ και προσπαθούν να χωρέσουν όλη την εκπαιδευτική ύλη σε μια οθόνη. Αυτό σε πολλούς δεν αρέσει. Να βλέπεις μικρά παιδιά να κάθονται επί ώρες καθημερινά με ένα τάμπλετ στα χέρια. Έτσι ξεκινούν πάρα πολλά προβλήματα. Τα παιδιά στο σχολείο δεν έχουν πια σχολικά βιβλία, έχουν μόνο τάμπλετ. Είναι μια επιλογή που δεν θα πρέπει να την αντιγράψει από τη Νορβηγία καμία χώρα καθώς δεν υπάρχει μελέτη που να αποδεικνύει την αποτελεσματικότητά της. Είναι και μια ακριβή λύση, για μένα είναι πεταμένα λεφτά. Επίσης, υπάρχουν έρευνες ότι τα τάμπλετ είναι επιβαρυντικά για το περιβάλλον και λόγω της παραγωγής τους και λόγω της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν».
«Το πνεύμα του χιονιού»
Προερχόμενη από την σκανδιναβική παράδοση όπου το χιόνι, ο χειμώνας, τα Χριστούγεννα, έχουν πολύ μεγάλο συμβολικό φορτίο, η Μάγια Λούντε διαβεβαιώνει ότι «ειδικά το χιόνι έχει τεράστια σημασία, κάνουμε σαν τρελοί για το χιόνι, το έχουμε ανάγκη, γιατί τον χειμώνα είναι όλα τόσο σκοτεινά και ζοφερά. Τα Χριστούγεννα πάντοτε τα λάτρευα γιατί είναι ένας τρόπος για να επιβιώνει κανείς τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Να γιορτάζει τα Χριστούγεννα. Στο βιβλίο μου το ζήτημα δεν είναι καθαρά θρησκευτικό ή περισσότερο πνευματικό καθώς και εδώ εξαρτάται από τον αναγνώστη – είναι μια ιστορία μυστηρίου που ελπίζω να κάνει τους μικρούς αναγνώστες να θέλουν να διαβάσουν παρακάτω. Ηρωίδα είναι ένα μυστηριώδες κορίτσι με πολύ ισχυρό χαρακτήρα.«
»Τα Χριστούγεννα έρχονται στην επιφάνεια τα συναισθήματά μας, τόσο τα ευχάριστα όσο και τα λυπητερά, η θλίψη για την απώλεια δικών μας προσώπων. Υποτίθεται πως είναι μια περίοδος χαράς και γίνονται περίοδος μεγάλης θλίψης όταν λείπουν από κοντά μας αυτοί που αγαπάμε. Ανάβουμε κεριά στη μνήμη των αγαπημένων μας και το αίσθημα της κενής καρέκλας στο τραπέζι γίνεται πιο έντονο. Τα Χριστούγεννα είναι για να θυμόμαστε όσους έχουν πεθάνει και να τιμούμε τη μνήμη τους –στο βιβλίο υπάρχει μια ιστορία απώλειας–, η οικογένεια του μικρού ήρωα έχει χάσει την κόρη και στη συνέχεια, το αγόρι, ο Κρίστιαν συναντά ένα μυστηριώδες κορίτσι που τον βοηθά να βρει το πνεύμα των Χριστουγέννων. Είναι ένας φόρος τιμής στο χιόνι που αποτελεί μεγάλο κομμάτι της ζωής μας στη Νορβηγία και ήδη έχουμε όλο και λιγότερο. Όταν έγραψα το βιβλίο είχαμε έναν χειμώνα με πολύ χιόνι κάτι που με έκανε να αισθανθώ αισιοδοξία και ευγνωμοσύνη».