Το 2017 κυκλοφόρησε η τελευταία ποιητική συλλογή του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη Ηλίου και σελήνης άλως (εκδ. Ίκαρος). Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ποιητής με έργο αναγνωρισμένο και πέρα από τα όρια του γενέθλιου τόπου του, έχει τιμηθεί από τον πνευματικό κόσμο της Ελλάδος με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1996 για τη συλλογή Μεθιστορία, ενώ η Ακαδημία Αθηνών τον είχε βραβεύσει το 1998 για τη συλλογή Θόλος και το 2003 του απένειμε το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Τέλος, το 2013 τον τίμησαν, αναγνωρίζοντας το έργο του τόσο το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο διδάκτορά του όσο και η Ακαδημία Αθηνών που τον εξέλεξε την ίδια χρονιά αντεπιστέλλον μέλος της. Ακόμη, το έργο του έχει μεταφραστεί στο εξωτερικό σε πολλές γλώσσες, ενώ έχει γίνει αντικείμενο μελέτης πανεπιστημιακών, μελετητών του έργου του, κριτικών και δημοσιογράφων.
Η ποίηση του Χαραλαμπίδη διακρίνεται για τον μοντερνιστικό χαρακτήρα της, για τον ανατρεπτικό, συχνά, «χειρισμό» της ιστορίας και γενικότερα του μυθολογικού και ιστορικού παρελθόντος, για την καίρια παρέμβασή του ως εθνικού ποιητή στα νεότερα και σύγχρονα γεγονότα της Κύπρου, για την αναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κύπρου, σε παγκόσμια πατρίδα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του και ευρύτερα του ελληνισμού.
Με αφορμή την έκδοση της τελευταίας του συλλογής είχαμε μια γόνιμη και διαφωτιστική, πιστεύω, συζήτηση για θέματα που απασχολούν τον ποιητή σ’ αυτήν τη συλλογή, αλλά και γενικότερα στο έργο του.
Κύριε Χαραλαμπίδη, αγαπητέ Κυριάκο, ο τίτλος της τελευταίας συλλογής Ηλίου και σελήνης άλως απ’ τις εκδόσεις Ίκαρος δηλώνει την προσήλωσή σας στην αρχαιότητα, χαρακτηριστικό και άλλων σας συλλογών, αν και η πολυσημία της λέξης άλως που καταγράφετε στο τέλος της συλλογής, στις «Σημειώσεις», προσδίδει χρονικό και σημασιολογικό εύρος που οδηγεί τόσο προς την αγιότητα όσο και προς τον αισθησιασμό. Αυτή η συνομιλία με το μυθολογικό και ιστορικό παρελθόν τι προσδίδει στον ποιητικό σας κόσμο;
Ο μύθος που γίνεται ιστορία, η ιστορία που γίνεται μύθος. Τι προηγείται; Ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο μύθος του; Η ανάγκη των ανθρώπων να πιστέψουν σε κάτι που κατασκευάζουν; Η διαμορφωμένη αλήθεια μας ως απαράβατος όρος ζωής και ως αρχέτυπο δημιουργίας; Τι είναι τελικά η ζωή και από τι συνίστανται οι νόμοι που συνθέτουν το Είναι μας; Με ποιαν ύλη συσσωματωνόμαστε με το πλέγμα της δημιουργίας; Και τι σημαίνει ύλη και σώμα, ύπαρξη ζωική (φυσική) και συνάμα μεταφυσική; Τι είναι τέλος πάντων αυτό που καλούμε «φύσις» και με ποιο τρόπο η λέξη αποδεσμεύει την πυρηνική της δύναμη;
Μια μέσα μου φωνή μού λέει πως έχουμε χρέος να οδηγούμε τις λέξεις πιο πέρα από το σημείο που μας δόθηκαν. Να επαναπροσδιορίζουμε δηλαδή τα πράγματα μέσω αναμόρφωσης των λέξεων. Η γένεση του Κόσμου στηρίχτηκε στη μυστηριακή έννοια του Λόγου. Κατ’ αντίστροφη πορεία και ο λόγος των ποιητών κοσμογονείται με λέξεις που διεγείρουν αποκαλυπτικά «ουρανόν καινόν και γην καινήν».
Πάντοτε πίστευα πως δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Το ουσιώδες κρύβεται στην ίδια τη φύση του ερωτήματος και όχι στην απάντησή του. Άλλωστε οι απαντήσεις ποικίλλουν ανάλογα με το οπτικό μας σημείο: εκπέμπουμε ή λαμβάνουμε σε σχέση με τη γεωγραφική και την ιστορική μας θέση. Αλλά, όπως ειπώθηκε από κάποιον στοχαστή, δεν περιέχεται ο άνθρωπος μέσα στο σύμπαν – το σύμπαν περιέχεται μέσα στον άνθρωπο. Ο χωρόχρονος είναι σχετικός, στο μέτρο του ανθρώπου. Συνεπώς και οι λέξεις είναι σχετικές, στο μέτρο της ποίησης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο άνθρωπος από τη φύση του είναι γεννημένος να ανασαίνει ποιητικά τον κόσμο και να συναιρείται με την ομορφιά. Μια μέσα μου φωνή μού λέει πως έχουμε χρέος να οδηγούμε τις λέξεις πιο πέρα από το σημείο που μας δόθηκαν. Να επαναπροσδιορίζουμε δηλαδή τα πράγματα μέσω αναμόρφωσης των λέξεων. Η γένεση του Κόσμου στηρίχτηκε στη μυστηριακή έννοια του Λόγου. Κατ’ αντίστροφη πορεία και ο λόγος των ποιητών κοσμογονείται με λέξεις που διεγείρουν αποκαλυπτικά «ουρανόν καινόν και γην καινήν». Όμως αυτό δεν κατορθώνεται χωρίς αυστηρή γεωμέτρηση· πρώτα γεννιέται η ακρίβεια, ως ανάγκη ψυχής, και ακολουθεί ο ζυγός. Η εφεύρεση του ζυγού είναι, πιστεύω, απότοκο της δίψας για ακρίβεια. Υπό αυτή την έννοια, ασφαλώς, θα πρέπει να εκλαμβάνουμε την αρχιμήδεια ρήση του Τζόζεφ Κόνραντ «μη μου μιλάτε για μοχλό, δώστε μου την ακριβολογημένη λέξη και ταν γαν κινήσω!» Για να κινήσεις βέβαια κάτι, θα πρέπει ο μοχλός να τοποθετηθεί έξω από αυτό. Μαζί με τον μοχλό σου και συ. Να εξίστασαι, να βρίσκεται έξω από αυτό που προσπαθείς να μετακινήσεις οργανικά. Αλλά το «εξίσταμαι» συνοδεύεται από την «απορία» (θυμήσου τη φράση «απορώ και εξίσταμαι»). Εννοιολογικά η «απορία» δηλώνει ένδεια και ανάγκη συμπλήρωσης από το θετικό ζητούμενο. Με άλλα λόγια, λαχτάρα για ολοκλήρωση και ύπαρξη (αγγλιστί existence) με εσχατολογικό περιεχόμενο, θεολογικά μεστό από δοξολόγηση κι εκστατικό θαυμασμό: την ολιστική εν τέλει σύλληψη του κόσμου με σολωμική «συναισθησία».
Ό,τι λοιπόν χαρακτηρίζεται ως προσωπική προσήλωση στην αρχαιότητα, θα πρέπει να ενσωματωθεί στο πρότυπο μιας εμμονής για ανασύσταση και αναμόρφωση του «αρχαίου κάλλους», όπως τουλάχιστον το εννοώ και το συνθέτω στη συνείδησή μου. Σε τούτο συνεργούν ποικίλοι συντελεστές, όχι χωρίς ρίζα φιλολογική. Παράλληλα με θερμαίνει μια ιδιαίτερη ευπάθεια μπροστά στην έννοια του «ελληνικού», που ρυθμίζεται και ουσιαστικά μεταβολίζεται από ενδογενείς παράγοντες ευαισθησίας ως προς τη γλώσσα. Σ’ αυτό θα ταίριαζε να προστεθεί και η φιλοσοφημένη αντίληψη της έννοιας του «πολίτη» και η θέση που κατέχει στο σύνταγμα της ψυχής μου. Κοντολογίς, επαναφέρονται στην επιφάνεια κι επαναφορτίζονται με το απολεσθέν νόημά τους οι ιεροί κόμβοι, οι οποίοι στελεχώνουν την ατομική μου πολιτεία, όπως την μεταπλάθω ονειρικά, μέσα από ένα έρωτα, συχνά περιπαθή και απαρηγόρητο, για την πατρίδα. Αυτήν ακριβώς την ειδική πατρίδα αγναντεύω από τα μέσα προς τα έξω, ιστορικά και μυθολογικά (ιστορικά ως φάντασμα, μυθολογικά ως όραμα), επιποθώντας να την παραδώσω, με όλη την αισθησιακή της αγιότητα, στον αναγνώστη. Πιστώνω δε τον αναγνώστη με τη δυνατότητα της διάκρισης ανάμεσα στο μικρό και το μεγάλο, έτσι ώστε το πνεύμα του να κλίνει προς τη γενικότερη πατρίδα των ανθρώπων και να συλλαμβάνει παράλληλα ως σώμα, μέσω του κοινού ποτηρίου, τον μαργαρίτη των λέξεων.
Αν πρέπει να δώσω μία εκ των ένδον εξήγηση για την επιλογή του τίτλου της συλλογής «Ηλίου και Σελήνης άλως», θα περιοριστώ στη μουσική διακύμανση του λάμδα και την αναγωγή σε αρχέγονες λέξεις (ήλιος, σελήνη, άλως) ωσάν απόηχο ενός απώτατου πρωτογενούς παρελθόντος, που ακόμη συλλαβίζει τον ρυθμό των συμβόλων του. Ο αυτόφωτος Ήλιος, το ετερόφωτο Φεγγάρι, σε τούτο το αλωνάκι της Γης, όπου τελούνται οι μυστικοί γάμοι του άφθαρτου με το φθαρτό, είναι μία –και όχι πάντως η μόνη– όψη της συλλογής. Άλλη όψη της είναι ο προσανατολισμός στην κατεύθυνση της μουσικής αντίληψης του κόσμου. Ωστόσο, προσοχή! Να μην ξεφλουδίσουμε όλο το κρεμμύδι, μην τελικά το χάσουμε, απογυμνωμένο από κάθε του επίστρωση. Καλό είναι να μένουν κάποια πράγματα στο σκοτάδι, για να υπάρχει υπόλοιπο φωτός.
Tο πρώτο ποίημα της συλλογής «Ο νανοτεχνολόγος» μας ξαφνιάζει με την τόλμη του και με την επιτυχή σύζευξη παρελθόντος παρόντος. «Το λεπτότατο δίχτυ – κορυφαίο επίτευγμα μοριακής τεχνολογίας» με το οποίο ο Ήφαιστός σας τύλιξε την Αφροδίτη και τον Άρη, καθώς και η καταληκτήρια εικόνα του ποιήματος με το «δίκτυ - διαδίκτυο του σκαπανέως Ηφαίστου» αποκαλύπτουν νομίζω την ειρωνική σας ματιά στη σύγχρονη εποχή, υπονομεύοντας όμως όχι μόνο το σήμερα αλλά και το μυθολογικό διακείμενο.
Ο καθένας καθίσταται δυνητικά συμμέτοχος της δημόσιας απογύμνωσής του.
Η υπονόμευση, η ανατροπή, συνιστά ένα είδος αιφνιδιαστικής λογικής με δικούς της νόμους και αρχές. Δουλειά του ποιητή είναι να…τις επινοήσει. Επανερχόμαστε στο θέμα της κατασκευής και του θεατρικού στησίματος. Τα του δράματος πρόσωπα, ο Ήφαιστος και η άπιστη γυναίκα του Αφροδίτη, με τη συνεπικουρία και του Άρη, συγκροτούν ένα τρίο εκτελεστικής ειρωνικής μουσικής. Μπορούμε να δούμε το ποίημα και ως παντομίμα, όπου με παιχνιδιάρικο και αλμυρό εκ των πραγμάτων τρόπο επιτελούνται σοβαρότατες αντιστοιχίσεις με την προηγμένη νανοτεχνολογία της εποχής μας. Τι μας εμποδίζει άλλωστε να σκεφτούμε ότι οι αόρατες ίνες, με τις οποίες ύφανε το δίκτυ του ο καλλιτέχνης νάνος-θεός, μπορούν να συνδυαστούν με τις οπτικές ίνες του σημερινού διαδικτύου, όπου ο καθένας καθίσταται δυνητικά συμμέτοχος της δημόσιας απογύμνωσής του;
Έχει γραφτεί αλλά και εσείς το αποδέχεσθε ότι έχετε επηρεαστεί από την καβαφική ειρωνεία. Θα ήθελα να μας λέγατε λίγα λόγια για τη λειτουργία της ειρωνείας σ’ αυτή τη συλλογή, καθώς και γενικότερα στην ποίησή σας.
Είχα πει και παλαιότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησα στη «Λέξη» (αναδημοσιευμένη τώρα στον Β΄ τόμο του «Ολισθηρού ιστού») ότι «η ειρωνεία έχει να κάνει πιο πολύ με των γερόντων την αίσθηση και τη φιλοσοφική θεώρηση των εγκοσμίων». Εξηγούσα ότι πρόκειται για λειτουργία που προϋποθέτει γνώση, καλλιέργεια και στοχασμό. Κατέληγα δε πως «αυτά δεν επαρκούν χωρίς μια στάση εγκαρτέρησης, χωρίς εκείνη την καταλλαγή και τη μεγαθυμία – γιατί η ειρωνεία που βγαίνει απ’ την καρδιά έχει ανώτερη φύση και συναρμόζει την αιχμή της με έναν βαθύτερο ανθρωπισμό. Το μυστικό είναι τούτο: να μάθουμε την τέχνη να χαμογελάμε σωστά». Το χαμόγελο του Ριμάκο, κλασικής περσόνας μου, ενδεχομένως περιέχει περισσότερο αποθεματικό υλικό από το χαμόγελο της Τζοκόντας. Ρίχνω το βάρος στον πόνο και την εντός του ίδιου του τόπου μας ξενιτεία, που συντελεί, μαζί με τη μετάπλαση της θλίψης, σε άνοιγμα του οφθαλμού. «Η θλίψη», έγραφα, «που κατέχει ρόλο ευγενείας, κατέχει και τη δύναμη να αποστασιοποιείται από το βάρος της· όταν τα πράγματα αγριεύουν, αυτή ανασύρει την ειρωνεία και το ανάλογο χιούμορ – η τραγικότητα σμίγει εδώ με τη ζωή και επέρχεται η κάθαρση. Το πρώτο που χρειάζεται είναι ένα γέμισμα ψυχής. Ακολουθούν η τραγική γεύση και το ξεφάντωμα. Τη συνταγή την ήξερε καλά ο Αριστοφάνης, αυτός ο τέταρτος τραγικός μας. Η σατιρική του διάθεση ήταν στο βάθος αποτέλεσμα ενός περίτεχνου σπαραγμού».
Η ειρωνεία είναι γέννημα και θρέμμα του ίδιου του έργου, που ωθεί τον δημιουργό του σε απότομες στροφές και του αποκαλύπτει νέες όψεις. Όλα αυτά κερδίζονται ακριβώς από την τόλμη του οδηγού και τη νηφάλιο μέθη του.
Να μη τραγικοποιούμε όμως τα πράγματα. Κάποτε παρασυρόμαστε από την ίδια τη ροή του λόγου μας. Κι εδώ ακριβώς παρεμβαίνει η ειρωνεία ως ανάγκη ανατροπής, ακόμη και του εαυτού της, ως αυτοειρωνεία και αναίρεση δεδομένων που έχουν τεθεί από τον ποιητή, και τώρα πρέπει να καταληφθούν από τις εσωτερικές δυνάμεις του ίδιου του έργου του. Θέλω να πω ότι η ειρωνεία είναι γέννημα και θρέμμα του ίδιου του έργου, που ωθεί τον δημιουργό του σε απότομες στροφές και του αποκαλύπτει νέες όψεις. Όλα αυτά κερδίζονται ακριβώς από την τόλμη του οδηγού και τη νηφάλιο μέθη του. Αν βέβαια με ρωτήσετε κατά πόσο η ειρωνεία χρησιμεύει στα χέρια μου ως όργανο επίθεσης ή άμυνας, θα απαντήσω πως θέλω με αυτή να δώσω ένα δείγμα υποταγής στον εσωτερικό μου ρυθμό. Γιατί, καταπώς διαπίστωνα στη συνέντευξη που προανέφερα, η «σύγχρονη ποίηση, εσωστρεφής όπως είναι συχνά και ιδιωτική, δεν ξανοίγεται σε κόσμους δραματικής έντασης και της εξ αυτής ειρωνείας. Η συνομιλία με τον άνθρωπο, αυτό είναι για μένα το πρωτεύον, και για να την πετύχω χειρίζομαι στοιχεία που φαντάζουν ανορθόδοξα». Στοιχεία, διευκρινίζω, που να προκαλούν τη σπουδαιοφάνεια και να γαργαλίζουν το λόγο.
Η Αφροδίτη νομίζω πως στα ποιήματα της συλλογής αυτής έχει την τιμητική της. Άλλοτε συσχετίζεται με τον έρωτα, άλλοτε με την γλυπτική αποτύπωσή της άλλοτε με την Κύπρο και τις συναφείς παραδόσεις. Τελικά συνιστά ένα νέο σύμβολο πολιτισμικό με το οποίο ανανεώνετε τις σχέσεις σας με το ερωτικό, το πατριωτικό, το μυθολογικό, ή το αισθητικό στοιχείο; Ή μήπως είναι κάτι ουσιαστικότερο. Μήπως αποτελεί μια νέα περσόνα σας, αντίστοιχη του Ριμάκο;
Η διαφορά μεταξύ Ριμάκο και Αφροδίτης έγκειται στο ότι ο Ριμάκο επωμίζεται τον ποιητή και αποτελεί προσωπείο του, ενώ η Αφροδίτη επωμίζεται ολόκληρη την κλίμακα των ανθρωπίνων και καθίσταται υπαρξιακή. Στα είκοσι αφροδίσια ποιήματα, που συναποτελούν το πρώτο μέρος του βιβλίου, η Κύπρις Αφροδίτη μεγαλύνεται και αποκαθηλώνεται σε όλη τη θεϊκή και ανθρώπινη διάστασή της. Πέρα από το δεδομένο ότι αποτελεί σήμα κατατεθέν του τόπου, για μένα συμβολίζει την ίδια την αποθέωση της ζωής, το κύμα του έρωτος και το σφρίγος της νεανικότητας, που αντιμετωπίζει στην πορεία του χρόνου την επερχόμενη φθορά, τη μοναξιά και το θάνατο. Κοντά σ’ αυτά και η συνθετική θεώρηση των εγκοσμίων μέσα από τις παλινωδίες της ιστορίας και τα σύγχρονα πάθη των ανθρώπων, που αλλοιώνουν το πρόσωπο της ομορφιάς. Η χρησιμοποίηση του παλαιότερου μύθου με στόχο να φτιάξω ένα δικό μου μύθο δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Αντίθετα, επιδιώκω να συσχετίσω το αρχαίο με το νέο, έτσι ώστε να υποδείξω πως οι αρχαίοι θεοί κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως συμβολικές ψυχές, πνευματικές οντότητες που προσφέρονται σε οποιαδήποτε δημιουργική εκμετάλλευση χάριν του γένους των ανθρώπων. Αν αναζητά κανείς σ’ αυτό κάτι το ειδωλολατρικό, ας το αναζητήσει στα σώματα των λέξεων.
Ο εθνικός ποιητής φαίνεται να υποχωρεί σ’ αυτή τη συλλογή. Η εντοπιότητα, χωρίς να αποσιωπάται, δίνει τη θέση της στην οικουμενικότητα. Συμβαίνει αυτό πράγματι και αν ναι, γιατί;
Εάν θεωρείτε ότι εκπροσωπώ μια σύγχρονη εκδοχή «εθνικού ποιητή» (ως προς τον τύπο, εννοείται, και πάντως άσχετα προς το βάρος του έργου, όπως εξάλλου το προσδιόρισε σε άρθρο και ομιλία του ο Ευριπίδης Γαραντούδης), θα σας απαντήσω με τον ακόλουθο μύθο: Μια φορά κι έναν καιρό ένας ποιητής ζούσε σ’ ένα μακρινό νησί που το έλεγαν Κύπρο. Να μην σας τα πολυλογώ, σε κείνο το νησί έγιναν πράγματα και θαύματα, γιατί, πρώτα και κύρια, κατά παράδοξο τρόπο το νησί πορεύονταν μέσα στα κύματα με κουπιά που του έδιναν τρεις εγγυήτριες δυνάμεις: η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αγγλία. Ε, λοιπόν, κατακαλόκαιρα του 1974 οι τρεις αυτές δυνάμεις πατήσανε το λόγο τους: η πρώτη του έκανε πραξικόπημα, η δεύτερη του έκανε εισβολή και η τρίτη ένιψε τας χείρας της. Από εκείνο το σημείο και πέρα ήρθαν τα πάνω κάτω. Μια γειτονοπούλα μάλιστα του ποιητή, που τηνε λέγαν Αρετούσα, ανακαλούσε το στίχο του Κορνάρου: «Για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτων». Καταλαβαίνετε πως είχε κι ο ποιητής πολλή δουλειά να κάνει. Όμως απ’ ό,τι έμαθα, το μόνο που κατάφερε ήταν να γίνει ο ηλίθιος του χωριού που περπατούσε κι έλεγε: «Τύχη αγαθή γεννήθηκα σε χώρα υπό κατοχήν». Και κάποιοι από τα πέριξ σταυροκοπιόνταν σαν τον άκουγαν να λέει πως είναι θαύμα κι ευλογία να έχει ένας λαός συγκεντρωμένη τη μνήμη του και όλα τα συνεκτικά του στοιχεία στον ευσύνοπτο χώρο της τραγωδίας! Από αυτά ξεκινώντας, έτσι έλεγε, μπορεί να ανακαλύψει εξαρχής τον εαυτό του, να δονείται υπαρξιακά και να συλλαμβάνει μηνύματα στην οντολογική τους διάσταση. Τρέχα γύρευε δηλαδή. Αλλά εκείνος το βιολί του: Γυρνούσε στα όρη και τα παραρά κι επέμενε ότι χρειάζεται η κρημνοβασία και το χάσμα (η μεγάλη πρόκληση, ο μύχιος ερεθισμός) ώστε τα μηνύματα ν’ αναπηδήσουν με νέους συνδυασμούς (νέους τρόπους ποιητικής διατύπωσης, νέα γόμωση των λέξεων, νέα αντίληψη αισθητική). Να μην παρεξηγούμεθα, λόγια δικά του.
Αντίθετα τώρα νιώθει απόλυτος σκλάβος και θεράπων της μεγάλης Κυράς που είναι η Ποίηση, και άλλο δεν έχει παρά να την υπηρετεί με αφοσίωση κερδίζοντας ουσιαστικά την εσωτερική ελευθερία του.
Τι να σου πω, καταλαβαίνεις έδεσε το μαντίλι του ψηλά, ώσπου μια μέρα ο θεσσαλονικιός του φίλος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, τονε συμβούλευσε να μην παίρνει τον εαυτό του τόσο πολύ στα σοβαρά. Πήρε το μάθημα του, ήρθε στα συγκαλά του κι έκτοτε προχωρεί, όπως λέει, «με ασκήσεις σεμνοπρεπούς ακριβείας στο τεντωμένο σκοινί της τέχνης του λόγου χωρίς δίκτυ αποκάτω». Με λίγα λόγια, για να σοβαρευτούμε, ένιωσε βαθιά την ευθύνη του ως δημιουργού και άφησε πίσω του κάθε πειρασμό να επωφεληθεί από την τέχνη του. Αντίθετα τώρα νιώθει απόλυτος σκλάβος και θεράπων της μεγάλης Κυράς που είναι η Ποίηση, και άλλο δεν έχει παρά να την υπηρετεί με αφοσίωση κερδίζοντας ουσιαστικά την εσωτερική ελευθερία του. Αυτό, προσθέτει, του δίνει φτερά στα πόδια και τον λυτρώνει από ιδιοτέλειες, εμμονές, αγοραίους ανταγωνισμούς, ζηλοφθονίες και τα τοιαύτα. Επιταχύνει επίσης την έξοδό του από ρετσέτες του τύπου «ο ποιητής που έγραψε για την κυπριακή τραγωδία», «αυτός που μιλά για τον πόνο και τη νοσταλγία της πατρίδας», «το δεν ξεχνώ» κ.ο.κ.
Είναι παράδοξο, αλλά οι άνθρωποι δυσκολεύονται (άραγε από τη φύση τους;) να βγουν από το παραμύθι. Στήνουν μια εικόνα και δεν προχωρούν ένα βήμα παρακάτω, να φτιάξουν το παλίμψηστό τους, να ξύσουν επιτέλους αυτό που νομίζουν για σένα, να επανορθώσουν τις σκέψεις τους, να αποκαταστήσουν το πραγματικό σου πρόσωπο. Φαίνεται πως ο άνθρωπος νιώθει περισσότερο ασφαλής με τα παγιωμένα σχήματα. Η ανατροπή της εικόνας σου τον θέτει προ των ευθυνών του, τον βάζει σε τροχιά ανατροπής του ίδιου του εαυτού του.
Η Κύπρος είναι απλώς ο δικός μου διάδρομος απογείωσης. Δεν μένω καρφωμένος στο νησί, ούτε και το ζητούμενο είναι αυτό.
Για να μιλήσω σε πρώτο πρόσωπο, σας λέγω πως η Κύπρος είναι απλώς ο δικός μου διάδρομος απογείωσης. Δεν μένω καρφωμένος στο νησί, ούτε και το ζητούμενο είναι αυτό. Αντίθετα ο ποιητής, ο κάθε ποιητής, μπορεί να ξανοίγεται προς ένα σύμπαν που είναι από καταβολής κόσμου ποιητικός. Μπορούμε να ανήκουμε σε όλο τον κόσμο και σε όλη την κλίμακα της ευαισθησίας, επειδή ακριβώς η ποίηση δεν είναι άλλο από αυτό. Και αν ακόμα τυχαίνει να επικεντρωθεί σε θέματα με εμφανή στοιχεία εντοπιότητας, ακόμα και τότε η ποίηση δεν παύει να μετριέται κατά το ήθος και την ποιότητά της, από την οποία απορρέει και η ουσιαστική της οικουμενικότητα. Για να είμαι σαφέστερος ως προς την απάντησή μου στην ερώτησή σας, η έννοια της πατρίδας και του έθνους δεν είναι άλλο από τα αναγκαία δομικά στοιχεία του ποιητή, που τα περιέχει ακριβώς για να αποκτά συγκεκριμένη υπόσταση, έτσι ώστε να μπορεί, σύμφωνα με το χρέος και το ταλέντο του, να τα υπερβαίνει σε πανανθρώπινη κλίμακα.
Η κριτική μελέτη της ιστορίας με ανατρεπτική πολλές φορές διάθεση συμπεριλαμβάνει εκτός από την ιστορία, και την θρησκεία, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στα ποιήματα «Η γυναίκα του Ιησού» και «Η μάνα του Ιούδα» που παρατίθενται αντικριστά, ενώ ο ειρωνικός και σκωπτικός λόγος σε άμεση συνάρτηση με το λεξιλόγιο, άλλοτε αρχαιοπρεπές άλλοτε λαϊκό επιτείνουν την κριτική και αιρετική ανάγνωση της παράδοσης και της σύγχρονης πρόσληψής της, συνδέοντας το παρελθόν με τη σημερινή πραγματικότητα. Πώς θα χαρακτηρίζατε ποιήματα όπως η «Καρπολατρία» και το «Τέλος του τρίτου μέρους του πρώτου κεφαλαίου»;
Η ερώτηση είναι σύνθετη και ασφαλώς προϋποθέτει πλήρη ανάγνωση του βιβλίου. Διότι η σειρά με την οποία μπαίνουν τα ποιήματα υπηρετεί κάποιο στόχο, του οποίου ο κορμός ακολουθεί «την ιστορία του φυτού». Η διάρθρωση του βιβλίου σε αφροδισιακά, θεολογικά και ιστορικομυθολογικά, ας πούμε, ποιήματα ανταποκρίνεται στην ανάγκη μου να αντιληφθώ τις συνιστώσες του έρωτα και του θανάτου, ή ό,τι άλλου πεπραγμένου, μέσω της οντολογίας της υπάρξεως. Τα εργαλεία που χρησιμοποιώ για να προσεγγίσω το θέμα μου είναι κατά κανόνα χειροποίητα (χειροποίητο είναι και το χαμόγελο της ειρωνείας και η υποδόρια ανατροπή των αγαλμάτων που έχει ο καθένας στήσει για τον εαυτό του και τους άλλους). Βασικά με κινεί η περιέργεια να τεντώσω τη λέξη και να περιεργαστώ τη συμπεριφορά της υπό συνθήκες διαστήματος ή έλλειψης βαρύτητας. Η λέξη είναι σύμβολο και η εκφορά της απαιτεί συντονισμό με τον ουσιώδη παλμό της, εκεί όπου η κεκαθαρμένη ρυθμικά μορφή της την ανάγει στον συλλαβισμό της αυταξίας της. Θα νομίσει κανείς πως επιχειρώ με αυτά να κάνω τον έξυπνο. Όχι! Τίποτα δεν είναι σκοτεινό και δυσνόητο, εφόσον η ψυχή αναρριπίζεται από «ονόματα πρωτάκουστα» μνημών και από εστίες συμβόλων που διεκδικούν τη θέση τους στη θεωρία (στο ίδωμα) των ιδεών. Το να ποθείς να ιδείς ποιητικά την αρχέτυπη μορφή των πραγμάτων, αυτό είναι μια χάρις που σου παρέχεται από τις λέξεις. Τότε μονάχα σου δίνεται κάτι, όταν ακριβώς αξιωθείς να το δημιουργήσεις. Έτσι μπορείς να βλέπεις καθαρά και τον κόσμο, εφόσον αποκαθαίρεσαι αποκαθαίροντας και τις λέξεις σου. Θέλω να πω δημιουργείσαι και αναπλάθεσαι από αυτό που δημιουργείς, αρκεί η συνταύτιση λόγου και σώματος, σάρκας και πνεύματος να τελεσιουργείται σε φυσικό επίπεδο που να αντανακλά το μεταφυσικό. Σε τούτο εστιάζεται «η κριτική και αιρετική ανάγνωση της παράδοσης», όπως εύστοχα παρατηρήσατε. Δεν στοχεύω στον σκανδαλισμό παρά στην υπέρβαση. Στην κάθαρση δηλαδή του δεδομένου εντός μας κτηνώδους υπολοίπου, ώστε να βγούμε στο ξάγναντο μιας θέασης όπου όλα αναμορφώνονται και συνταυτίζονται στο ενοποιούν: «τα πάντα εν πάσι». Πείτε το θεολογία, πείτε το φιλοσοφία ή μεταφυσική. Ο προσδιορισμός δεν έχει σημασία όσο η ίδια η βιωματική σχέση με τα πράγματα και με τις αντιθέσεις τους. Αν λόγου χάρη κοιτάξει κανείς προσεκτικά το ποίημα «Η γυναίκα του Ιησού», θα διαπιστώσει ένα λυρισμό που ανάγει τα πάντα στην ουράνια σφαίρα τους, θέλοντας με αυτό να δηλώσει ότι ο Νυμφίος έχει συζευχθεί με την Οικουμένη και δεν υφίσταται το ανόητο ζήτημα που θέτει ο μπεστ-σελερίστας του «Κώδικα Ντα Βίντσι». Ως προς τη «Μάνα του Ιούδα», θέλησα να υποδείξω θεολογικά ότι μπορεί, με ανάδοχό τη μάνα του Χριστού, να λυτρωθεί από την ψυχική της άβυσσο, εφόσον η Θεοτόκος επωμίζεται τον σπαραγμό της αλλά και τον γενικότερο πόνο των ανθρώπων, εξαιτίας του οποίου καθίσταται, θα τολμούσα να πω για λογαριασμό μας, Πλατυτέρα των Ουρανών. Κάποια σημεία μπορούν να σκανδαλίζουν εφόσον δεν αναγινώσκονται σωστά. Όμως αυτόν τον σκανδαλισμό τον επιδιώκω, για να ωθήσω τον αναγνώστη σε μιαν αυτορρύθμιση εν σχέσει με τα μεγάλα θέματα της ζωής. Η «Καρπολατρία» που αναφέρατε σχετίζεται με την αυθαίρετη μυθοποίηση της σχέσης του «άπιστου» Θωμά με το ίδιο το σώμα της πίστης. Εάν στη θέση των πληγών του σώματος του Χριστού τοποθετώ την αιθέρια Μαγδαληνή –της οποίας το στήθος τάχατε ονειρεύτηκε ο Θωμάς κι εξαιτίας αυτού ακολούθησε «εις τέλος τον αρχηγό του Μαρτυρίου […] ποθώντας να συνήρμοζε τη «συνουσία» στο «καθ’ ομοίωσιν»– τούτο γίνεται ώστε δια του σκανδαλισμού να αφαιρεθεί, ωσάν σε χειρουργική επέμβαση, τ’ αγκάθι από το μάτι μας. Στόχος είναι να μεταβληθεί το υλικό μας μάτι σε πνευματικό οφθαλμό, έτσι που το σκάνδαλον να αναχθεί ουσιαστικά σε Εκείνον, που όντως με τη γέννησή του εισήγαγε το μέγα και παράδοξον μυστήριον και την ανατροπή μέσα στον κόσμο.
Το να ποθείς να ιδείς ποιητικά την αρχέτυπη μορφή των πραγμάτων, αυτό είναι μια χάρις που σου παρέχεται από τις λέξεις.
Αν πρέπει να χαρακτηρίσω τώρα και το ακροτελεύτιο ποίημα «Τέλος τρίτου μέρους του πρώτου κεφαλαίου», θα πρέπει να διευκρινίσω ότι πρόκειται για έμμεση υπόδειξη ότι η «ιστορία» είναι μια «μυθιστορία»· απλώς ανοίξαμε ακροθιγώς το πρώτο κεφάλαιό της και προφανώς δεν έχει τελειωμό. Ότι το τρίτο μέρος και το κάθε μέρος του κεφαλαίου της ζωής περιέχονται στον καθ’ ημέραν βίο, στον οποίο τίθενται θέματα και συνεξετάζονται το εδώ και το εκεί, τα μορφώματα της ιστορίας και η μυστική φανέρωση του Σύμπαντος. Μεγάλα λόγια, θα πείτε. Ακριβώς. Αλλά μέσα από αυτά, στο πλαίσιο πάντα του ποιήματος, ανασκαλεύονται ιδέες για το ρόλο των άλλων και για τη θέση του Ελληνισμού μέσα στον κόσμο. Χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης, επιχειρείται η ανάλυση του ελληνικού χαρακτήρα και η κοσμογονία των ιδεών του, που ορίζει και τον ιδιαίτερη διάστασή του. Θέλησα να «κλείσω» με αυτό, για να υποβάλω στον αναγνώστη την αίσθηση της ταυτότητας, ένα ρυθμιστικό για τη ζωή μας κεφάλαιο που ζητά τη φροντίδα μας με γνώση και σωφροσύνη.
Στην «Ηλίου και Σελήνης άλω» πέρα από την ιστορική διαχρονία, τον γλωσσικό εμπλουτισμό του σύγχρονου λεξιλογίου με λέξεις του παρελθόντος και του κυπριακού ιδιώματος διαπιστώνουμε και στιχουργική συνύπαρξη του παραδοσιακού δεκαπεντασύλλαβου («Του χάρου τ’ άλογα») με τον νεωτερικό στίχο, ενώ συνάμα έχουμε και διατήρηση του πολυτονικού. Αυτή η γόνιμη συνύπαρξη παλαιοτέρων και σύγχρονων μορφών ποιητικής έκφρασης δηλώνει τις αισθητικές σας αγωνίες ή είναι ένας διαφορετικός τρόπος αποτύπωσης της διαχρονικής πορείας της Ελλάδος και της Κύπρου;
Το πολυτονικό υπερτερεί ακόμη και σε ομορφιά. Η γλώσσα, κυρίως η ποιητική, είναι τόσο ζωντανή και τρυφερή.
Περισσότερο το αντιλαμβάνομαι ως διαχρονική πορεία της ίδιας της Ποίησης. Η σχέση Ελλάδας-Κύπρου, και κάθε Ελλάδας και κάθε Κύπρου, εδώ ακριβώς συνυφαίνεται: στην απομάκρυνσή τους από το αυστηρά γεωγραφικό και ιστορικό τους περίγραμμά και στην επάνοδό τους στα νερά τα ζωτικά της Ποίησης, που δεν έχει άλλη πατρίδα από την Οικουμένη. Η συνύπαρξη ποικίλων ρυθμών και μορφών ποιητικής έκφρασης, η λεκτική μου ανεξιθρησκεία, όλο αυτό το οικοδομικό υλικό που ανορθόδοξα συμπλέκει κάθε αναγκαίο για το ποίημα στοιχείο, αποσκοπεί στη μουσική απόδοση του κόσμου, σε μια εσωτερική ακρόαση της ψυχής, εκεί όπου η ακροαματικότητα δεν μετριέται με αριθμούς αλλά με ποιότητες. Όσο για τη συνειδητή χρήση του πολυτονικού, θα εξηγήσω τους λόγους: Ο πρώτος οφείλεται στην ακρίβεια του ήχου και του νοήματος. Ο δεύτερος γιατί το έργο μου έχει και φιλολογικό χαρακτήρα με πολλές αρχαίες αναφορές. Ο τρίτος γιατί λύνονται με αυτό τον τρόπο κάποιες γκρίζες περιοχές. Όπως και να το κάνουμε, το πολυτονικό υπερτερεί ακόμη και σε ομορφιά. Η γλώσσα, κυρίως η ποιητική, είναι τόσο ζωντανή και τρυφερή. Το πολυτονικό τής ταιριάζει χάρη στην υγρότητά του. Το μονοτονικό ταιριάζει περισσότερο στο μυθιστόρημα, που αντέχει και σε ξηρασία!
Αν θα θέλαμε να προσδιορίσουμε τους συνομιλητές σας σ’ αυτή τη συλλογή θα αναφέραμε τον Καβάφη και τον Σεφέρη. Συμφωνείτε;
Η μόνη που αντιστέκεται σε τούτα τα νερά είναι ακόμα η Κύπρος
Θα συμφωνήσω. Άλλωστε το νιώθω βαθιά ότι με τον Καβάφη με συνδέει η κοινή αίσθηση της ελληνικότητας, όπως μας δόθηκε η χάρη να την αντιλαμβανόμαστε σε τούτα τα «νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου, αγαπημένα των πατρίδων μας νερά». Προσέξτε: μιλά για πατρίδες (όχι μία μονάχα) που προσδιορίζει και τη θυσανωτή εξάπλωση του Ελληνισμού σε μέρη που τώρα πια είναι στο χαρτί. Η μόνη που αντιστέκεται σε τούτα τα νερά είναι ακόμα η Κύπρος, και τούτο το ένιωσε βαθιά ο Σεφέρης, με τον οποίο συνομιλώ οργανικά, όσο πασχίζω να κατανοήσω τα θεμέλια της ιστορίας και του μύθου. Μίλησα γι’ αυτά εκτενέστερα στην Ακαδημία Αθηνών και όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να τα διαβάσει στα Πρακτικά της (τ.88 Β΄, 2013). Εν κατακλείδι, το ουσιώδες είναι ότι οι δύο ευπαθέστεροι μάρτυρες της συλλογικής μνήμης του Ελληνισμού, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, καθορίζουν το πλαίσιο και τη γραμμή. Φυσικά η σχέση μου μαζί τους εξειδικεύεται από συλλογή σε συλλογή, καθώς διαχειρίζομαι το δίδαγμα της εκφραστικής σαφήνειας, της γεωμετρικής πυκνότητας και της ανθρώπινης ανάσας με ένα δικό μου προσωπικό τόνο.
Η συνομιλία των ποιημάτων σας με έργα Ελλήνων και ξένων δημιουργών από την αρχαιότητα ως σήμερα είναι εμφανής και στη συλλογή αυτή, όπως επίσης και ο πολύτροπος διάλογος μαζί τους που, μερικές φορές, καθιστά δυσπρόσιτη την ποίησή σας από το ευρύ κοινό. Σας απασχολεί αυτό;
Δουλειά του ποιητή, ως πομπού, είναι να ανεβάζει τον δέκτη ακροατή και αναγνώστη του και ν’ απαιτεί από αυτόν ανάλογο συντονισμό.
Με είχαν κάποτε ρωτήσει κατά πόσο έτυχε να νιώσω ανασφάλεια σχετικά με την ποιότητα της ποίησής μου. Απάντησα πως η μόνη ανασφάλεια που έχω είναι σχετικά με την ποιότητα του αναγνώστη. Ζητώ από τον αναγνώστη να αναχθεί προς το ποίημα. Δουλειά του ποιητή, ως πομπού, είναι να ανεβάζει τον δέκτη ακροατή και αναγνώστη του και ν’ απαιτεί από αυτόν ανάλογο συντονισμό. Το σημερινό «δυσπρόσιτο» μπορεί να είναι ο αυριανός κοινός τόπος. Μη λησμονάμε ότι το ξάφνιασμα, το μούδιασμα, ο σκανδαλισμός, η απορία, το κοίταγμα του κόσμου υπό λοξή γωνία, αυτή η ανατροπή της καθιερωμένης τάξης των πραγμάτων αναμορφώνει το σύστημα των ιδεών μας και εισάγει την καινούρια λογική που αναπαρθενεύει τον κόσμο. Ξέρω πως αυτά είναι δύσκολα έως δυσπρόσιτα για το αμάθητο μυαλό και την ακαλλιέργητη, παθητική και οκνηρή φύση του ανθρώπου, όπως είναι δύσκολο εντέλει και το μέγα θαύμα της αγάπης. Τι πιο ανθρωπιστικό, ωστόσο, από το να επιζητούμε ν’ ανεβάσουμε τον άνθρωπο μέσω της τέχνης, έτσι ώστε να αποκτήσει τα εφόδια της υψηλής διάκρισης για το ωραίο και το καλό;
Η καθηγήτρια Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου με τον ποιητή (φωτ. Ρήσος Χαρίσης) |
Ως αναγνώστης της ποίησής σας ποια θα θεωρούσατε διαφοροποιητικά στοιχεία αυτής της συλλογής σε σύγκριση με το προγενέστερο έργο σας;
Η διαφορά συνίσταται από το ότι τα ποιήματά μου βρήκαν –θέλω να πιστεύω– την κλασική τους έκφραση ως προς τον λόγο, την εικονοπλασία και τη φόρμα. Δεν εννοώ με αυτό πως ξεπέρασα τον προγενέστερο εαυτό μου, αλλά μάλλον ότι επιχείρησα να προχωρήσω βαθύτερα προς τη μουσική διάσταση του κόσμου. Φυσικά οι κριτικοί συνηθίζουν να λεν πως «ο χρόνος θα κρίνει». Ο χρόνος περνά, εμείς γερνάμε, αλλά το έργο είναι εδώ, κατά το βιβλικό «και νυν εστί». Ας μη μεταθέτουμε την έσχατη κρίση στο απώτερο μέλλον. Το μέλλον είναι εδώ συνυφασμένο με το παρελθόν και το παρόν. ’Οποιος θέλει να κρίνει, το μπορεί, αρκεί να είναι δίκαιος. Σε όλους έχει δοθεί η ικανότητα του κρίνειν. Το κλειδί είναι στη δικαιοσύνη, αυτήν επκαλείται και ο Σεφέρης. Δικαιοσύνη! Πράγμα που σημαίνει ανθρώπινο ήθος, καθαρότητα οφθαλμού και περιπαθής λαχτάρα για την αλήθεια, την οποία θ’ ανακαλύψουμε μέσα από τη γνώση (ή την ανάγνωση) του εαυτού μας και από τον εσωτερικό μας φωτισμό. Αυτό προσπαθώ να κάνω ως ποιητής, αυτό και ως αναγνώστης του δικού μου έργου.
Διατυπώνουμε αλλιώς την ερώτησή μας: θα μας ενδιέφερε να ακούσουμε την προσωπική σας εκτίμηση ως προς το τι ιδιαίτερο κομίζει η νέα ποιητική συλλογή σας.
Το ποιητικό μου περισκόπιο καλύπτει ένα μικρό μέρος αυτού του μυστηρίου, παρέχει όμως δείγματα του διαχρονικού DNA της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Θεωρήστε ως απάντηση την περιήγηση σε ένα τοπίο που ορίζεται από τα βουνά και τις κοιλάδες του, λίμνες, ποτάμια, δάση, λόχμες, ξάγναντα, αλλά κι από τρεχούμενα νερά, χλωρίδα και πανίδα. Η συνύπαρξη τόσων στοιχείων, που συναποτελούν αυτό που λέμε «φύση», είναι και τα μουσικά του όργανα με τα οποία το συγκεκριμένο τοπίο διατυπώνει την ύπαρξή του, ως μια μικρογραφία σε σχέση, θα τολμούσα να πω, προς τις συντεταγμένες του σύμπαντος. Σε όλη τη διαδρομή των ποιημάτων της συλλογής «Ηλίου και Σελήνης άλως» υποβόσκει η ανάγκη να διερευνήσω τον εσωτερικό μας κόσμο ως απορροφητική απόδοση του εξωτερικού γίγνεσθαι. Δεν αναφέρομαι ασφαλώς σε καμιά αυτοβιογραφία, παρά μονάχα θεωρώ πως ό,τι περνά απ’ το νου και ό,τι μας αγγίζει έχει το βιολογικό του αντίστοιχο σε κάτι που διαμορφώνεται εντός μας. Θα πρότεινα λοιπόν η συλλογή να διαβαστεί από τα μέσα προς τα έξω, να επισημανθούν οι κόμβοι, όπως είπα στην αρχή, και τα περάσματα από το ένα σημείο στο άλλο, με δεσπόζουσα γραμμή τη διερεύνηση του μυστηρίου που είναι η ζωή τόσο στις φανερές όσο και στις αδήλωτες εκφάνσεις της. Το ποιητικό μου περισκόπιο καλύπτει ένα μικρό μέρος αυτού του μυστηρίου, παρέχει όμως δείγματα του διαχρονικού DNA της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εάν σε προγενέστερες συλλογές μου μίλησα ευθέως, και κάποτε καταγγελτικά, για όσα υποφέρει το ανθρώπινο γένος (η εμπειρία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο παρείχε υλικό), τώρα κι εγώ σαν «ένας γέροντας στη ακροποταμιά» (Σεφέρης) στοχάζομαι πως δεν «υπάρχει τι το ανθρώπινο χωρίς ατέλεια» (Καβάφης). Με βάση όλα αυτά διαμορφώνω ένα μείγμα ιδεών που αγγίζουν τα θέματα με πιο υπαινικτικό τρόπο, παρόλη την οργιαστική τους διατύπωση. Αυτό είναι και το νέο στοιχείο που εισάγεται προφανώς στη νέα συλλογή μου. Η διάθεση να μιλήσω ειρωνικά και ανατρεπτικά, διατηρώντας ωστόσο στο βάθος μια λυρική εξάρτηση από εκείνο το καβαφικό που λέει «αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία». Είναι υπό αυτή την έννοια που η θεολογία συναπαντά τον βαθύτερο της ποίησης ανθρωπισμό.
* Η ΆΝΤΑ ΚΑΤΣΙΚΗ-ΓΚΙΒΑΛΟΥ είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ