Μια κουβέντα με τη Σώτη Τριανταφύλλου για το αθηναϊκό μυθιστόρημα «Άκου το λιοντάρι», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, αλλά και για δυο τρία άλλα πράγματα που (θέλουμε να) ξέρουμε γι’ αυτήν.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Θα σας έχουν ήδη κάνει πολλάκις αυτήν την ερώτηση, αλλά δεν μπορώ να την αποφύγω: Γιατί επιστρέψατε (μυθοπλαστικά) στην Ελλάδα, έπειτα από τόσα χρόνια, και μάλιστα στη σημερινή Ελλάδα, όχι στην Ελλάδα της νεότητάς σας, όπως για παράδειγμα στο «Για την αγάπη της Γεωμετρίας». Νιώσατε κάποια ανάγκη να μιλήσετε για τα τελευταία χρόνια; Γενικώς, πώς παίρνετε τις συγγραφικές σας αποφάσεις; Υπάρχει κάποια μέθοδος; (πολλές ερωτήσεις σε μία, τελικά)
Noμίζω ότι το 2017, όταν ξεκίνησα να γράφω το «Άκου το λιοντάρι», πάσχιζα να μας καταλάβω. Να καταλάβω λίγο βαθύτερα την κοινωνία μας· παρότι δεν έμενα στην Αθήνα, βρισκόμουν στην Αθήνα. Στο πώς είχαμε φτάσει ώς εκεί, ώς εδώ δηλαδή· έχουν περάσει μονάχα έξι χρόνια… Ξεκίνησα το μυθιστόρημα εκείνη την εποχή και, με πολλές παρενθέσεις, το τελείωσα στα μέσα του 2022. Γενικά, οι αποφάσεις για το τι θα γίνει βιβλίο από όλα όσα σκέφτομαι επηρεάζονται από το πώς αισθάνομαι σε μια συγκεκριμένη στιγμή, όχι από ό,τι με εμπνέει. Με εμπνέουν πάρα πολλά πράγματα που γλιστράνε και χάνονται. Είναι αδύνατο να υλοποιήσω όλες τις ιδέες που περνάνε από το μυαλό μου. Κάποιες καθυστερούν λίγο περισσότερο και μένουν και γίνονται βιβλίο.
Πολλοί σημερινοί ενήλικες μιλάνε για τα νεανικά μας χρόνια λες και ζήσαμε εκστατικές περιπέτειες: σαν να μη θυμούνται την καθυστέρηση και την κακογουστιά των Βαλκανίων που μας περιέβαλλε και στην οποία συμμετείχαμε με τη χοντροκεφάλα που κουβαλούσαμε…
Από το οπισθόφυλλο έχει κανείς την αίσθηση ότι θα διαβάσει ένα μυθιστόρημα νοσταλγικό: Για τα ωραία χρόνια της Φωκίωνος Νέγρη, για την εποχή που το αθηναϊκό κέντρο ήταν μυθικό, κι όπου ένα σωρό απίθανα πράγματα συνέβαιναν, όπως το να εμφανιστεί ο Ομάρ Σαρίφ σε ένα μπαρ (ή μήπως ζαχαροπλαστείο, δεν θυμάμαι) στην Κυψέλη. Διαβάζοντας, ένιωσα ότι η διάθεσή σας είναι περισσότερο απομυθοποιητική, ότι με όπλο τη λεπτή ειρωνεία, μάλλον υπονομεύετε τέτοιες ηρωικές αφηγήσεις παρά τις ενισχύετε. Υπήρχε κάποια πρόθεση, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση;
Μήπως δεν είναι λεπτή η ειρωνεία, αλλά κάπως χοντρή; Σίγουρα δεν πιστεύω στη νοσταλγία, κι αυτή μου η ιδιότητα με έχει βοηθήσει πολύ: στη ζωή εννοώ. Στο να βλέπω, ας πούμε, κάπως καθαρά, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Πολλοί σημερινοί ενήλικες μιλάνε για τα νεανικά μας χρόνια λες και ζήσαμε εκστατικές περιπέτειες: σαν να μη θυμούνται την καθυστέρηση και την κακογουστιά των Βαλκανίων που μας περιέβαλλε και στην οποία συμμετείχαμε με τη χοντροκεφάλα που κουβαλούσαμε… Όταν βλέπω φωτογραφίες από την εφηβεία μας με πιάνει κλαυσίγελος με έμφαση στο πρώτο συνθετικό. Όσο για τη λογοτεχνία, δεν με ελκύουν τα νοσταλγικά αφηγήματα – εκτός αν προμηνύουν μια τραγωδία. Ο Τζέι Γκάτσμπυ νοσταλγεί ένα καλοκαίρι πριν από τον πόλεμο όταν γνώρισε την Ντέιζι Μπιουκάναν: η ερωτική ιστορία είναι αποκύημα της φαντασίας του· μια αυταπάτη: η καλοκαιριάτικη ερωτοτροπία μ’ ένα χαζοκόριτσο παίρνει διαστάσεις έρωτα της ζωής του. Στην πραγματικότητα, θέλει να αλλάξει το παρελθόν· θέλει να κάνει κάτι ανέφικτο. Το τέλος αυτού του εγχειρήματος δεν μπορεί παρά να είναι ο θάνατος.
Ιδέα μου είναι, ή έχετε γράψει ένα μυθιστόρημα χωρίς κεντρικό ήρωα ή κεντρική ηρωίδα; (εκτός αν τον ρόλο αυτόν τον επιφυλάσσετε στον ευρισκόμενο σε κώμα, για μεγάλο μέρος του βιβλίου, Ηλία) Ισχύει; Αν ναι, ήταν συνειδητή απόφαση ή απλώς προέκυψε καθώς γράφατε;
Το «Άκου το λιοντάρι» είναι ένα πολυπρόσωπο, χορικό μυθιστόρημα. Έτσι το φαντάστηκα· ο κάθε ήρωας έχει το δικό του βλέμμα και τις δικές του αποσκευές. Όλοι τους, ο καθένας χωριστά, θα μπορούσαν να είναι κεντρικοί ήρωες ενός άλλου βιβλίου. Τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή μου: να αξίζει να γραφτεί ένα μυθιστόρημα γύρω από τον καθένα τους. Αλλά, αν και στο βιβλίο υπάρχουν πρόσωπα τριών γενεών, οι 45ρηδες, που βρίσκονται στη μέση, νομίζω πως γίνονται πιο ορατοί.
![]() |
Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε στο Φαρμακευτικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής και στο Γαλλικό Τμήμα της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ. Είναι διδάκτωρ στην Αμερικανική Ιστορία και στην Ιστορία των πόλεων. Έχει κάνει μεταδιδακτορικές σπουδές στη φιλοσοφία των μαθηματικών και στις διεθνείς σχέσεις. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και διηγήματα. Μεταφράζει από τέσσερις γλώσσες και αρθρογραφεί στον Τύπο. |
Άλλη μία ερώτηση περί του συγγραφικού εργαστηρίου: Μιλώντας και πάλι διαισθητικά, αυτό το μυθιστόρημα μου έδωσε την αίσθηση ότι γράφτηκε με μια ανάσα. Σαν πρώτα να το γράψατε και μετά να αρχίσατε να το στοχάζεστε...
Έχετε δίκιο σε όλα, αλλά ίσως όχι σ’ αυτό. Μήπως δίνει αυτή την εντύπωση γιατί μοιάζει λίγο με σενάριο; Όχι; Δεν μοιάζει;
Ναι, μοιάζει, αλλά θα έλεγα ότι η αίσθησή μου οφείλεται περισσότερο στην ορμή της γραφής… Κάτι άλλο τώρα: Στην αρχή του βιβλίου μας μιλάτε για ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Άκου την αρκούδα», που έγραψε μια υπάλληλος της Πολεοδομίας, ονόματι Έρση Μυλωνά, γνωστή στον κύκλο των ηρώων του μυθιστορήματος με το προσωνύμιο Μις Πίγκυ. Κι ενώ περιμένουμε ότι θα διαβάσουμε το εν λόγω μυθιστόρημα, δια της μεθόδου του εγκιβωτισμού, τελικά αυτό δεν συμβαίνει. Σε τι εξυπηρετεί αυτό το εύρημα, αν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα, χωρίς να προδώσουμε πολλά στοιχεία της πλοκής;
Ήθελα να βάλω κάποιον άλλον να γράψει το βιβλίο, να μην το γράψω εγώ. Και κάποιον να το διαβάσει. Έτσι, το γράφει η Έρση, ένα τριτεύον πρόσωπο, και το διαβάζει, υποτίθεται, η Καρολίνα, μια από τις κεντρικές ηρωίδες. Μαζί με την Καρολίνα το διαβάζουμε κι εμείς. Καλά, από ζώα φέτος, το έχω παρακάνει: Αρκούδες, Μις Πίγκυ, ένας κτηνίατρος με γάτες, ένα σκυλί που το λένε «Πλίσκεν», ένας γάιδαρος ο «Κισμέτ»… Γενικά, νομίζω ότι στρέφομαι περισσότερο προς τον κόσμο των άλλων θηλαστικών.
Το «Άκου το λιοντάρι» είναι, κατά τη δική μου ανάγνωση, το πιο αστείο, αλλά και το πιο ελαφρύ βιβλίο που έχετε γράψει (ως ελαφρύ, δεν εννοώ βέβαια ρηχό, ο χαρακτηρισμός αφορά περισσότερο τον τόνο, κι εν μέρει και το περιεχόμενο). Μιλώντας για την Ελλάδα του 2017 και εντεύθεν, με μια χώρα σε παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση, που λίγο έλειψε, όπως πιστεύουν αρκετοί, να βρεθεί εκτός Ευρώπης, και με την πανδημία να ακολουθεί, σημαίνει κάτι αυτή η επιλογή τόνου; Αποτελεί κάποιου είδους έμμεσο πολιτικό ή κοινωνικό σχόλιο; Δεν είμαστε σοβαρή χώρα; Νομίζουμε ότι μας συμβαίνουν τραγικά πράγματα ενώ στην πραγματικότητα είναι αστεία, ίσως και γελοία;
Ξαναβρήκατε το δίκιο σας. Ναι, οπωσδήποτε είναι το πιο ελαφρόκαρδο. Η απόγνωση μού προκαλεί τέτοιου είδους αντίδραση. Ακριβώς επειδή τα πράγματα ήταν και είναι όπως τα περιγράφετε, γελάω για να μην κλαίω. Ίσως πεθάνω γελώντας σαν τον Χρύσιππο που πέθανε από τα γέλια παρατηρώντας τον γάιδαρό του: το είχα γράψει στο «Εργοστάσιο των μολυβιών»… Πώς να πεθαίνεις από τα γέλια. Το σημειώνω και στο τέλος του βιβλίου, δεν ξέρω αν κάνατε τον κόπο να διαβάσετε τις ευχαριστίες: ευχαριστώ διάφορους φίλους με τους οποίους «γελάμε σαν χαζοί…». Η αλήθεια είναι ότι είχα την τάση να κάνω το μυθιστόρημα αληθινή κωμωδία, ένα ανάγνωσμα να κλαις από τα γέλια από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά θα διολίσθαινε η ουσία που με έκανε να το γράψω: η βαθιά ανησυχία για την κοινωνία μας, το πιεστικό ερωτηματικό «Τι είμαστε, πού πάμε» και μαζί η ελπίδα ότι γύρω μας υπάρχουν υπέροχα άτομα που πρέπει να τα βρούμε. Και επίσης, το ότι όταν είμαστε καλοί, είμαστε πολύ καλοί. Δεν ξέρω αν συμπαθήσατε κάποιους ήρωες από το βιβλίο, η πρόθεσή μου πάντως ήταν να τους φτιάξω γλυκούτσικους κι αχνούς όπως λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο κομμάτι «Νέο Κύμα» από τα «Τραπεζάκια έξω»: Λένε πως άμα προσπαθήσεις θα 'ρθει ο καιρός που θ' αμειφθείς και θα πλουτίσεις/ σε μένα δε συμβαίνει αυτό και στο μηδέν ξαναγυρνώ/ Μα μπαίνει η άνοιξη στη πόλη κι απ' τ' ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι/ τόσο γλυκούτσικοι κι αχνοί στη θερινή σας τη στολή.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε κι ένα άλλο βιβλίο σας, πάλι με ζώα στον τίτλο, το «Καρχαρίες και κοριοί» (εκδ. Πατάκη), συλλογή άρθρων σας σε εφημερίδες που συχνά γράφονται με αφορμές από την πολιτική επικαιρότητα. Είναι η πλευρά σας που διχάζει περισσότερο, προκαλώντας ενίοτε ασύμμετρες αντιδράσεις. Τα μυθιστορήματά σας, από την άλλη, γίνονται ευρύτερα αποδεκτά, χωρίς πολλές διχογνωμίες – έως και με Κρατικό Βραβείο τιμηθήκατε πρόσφατα, και το λέω γνωρίζοντας ότι οι βραβεύσεις ουδέποτε σας ενδιέφεραν. Πού βρίσκεται η αληθινή Σώτη; Για ποια απ’ όσα κάνετε με τις λέξεις θα θέλατε να σας θυμούνται στο μέλλον;
Αληθινή είμαι έτσι κι αλλιώς. Διαλέξτε και πάρτε ό,τι θέλετε κι ό,τι σας φαίνεται χρήσιμο. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω για να αποφύγω τις αντιδράσεις. Κι ας μη με θυμάται κανείς· δεν πιστεύω στη μεταθανάτια ζωή ώστε να σας παρακολουθώ από ψηλά και να σας επιπλήττω. Πάντως, αν έχει κάποια σημασία, περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν –και συμφωνούν– με τα άρθρα, παρά είναι συστηματικοί αναγνώστες των βιβλίων μου, είτε πρόκειται για μυθοπλασία, είτε για δοκίμια. Εκτός από τις ασύμμετρες αντιδράσεις που κάνουν πολύ θόρυβο, υπάρχουν πολλές συμμετρικές, που, αν και είναι αριθμητικά περισσότερες, ακριβώς επειδή είναι συμμετρικές, περνούν απαρατήρητες. Αν βλέπουμε την Ελλάδα μέσα από τα social media, φαίνεται σαν ένα θλιβερό τσίρκο: θα επιμείνω ωστόσο, παρά τις απογοητεύσεις, ότι η χώρα μας διαθέτει καλύτερα στοιχεία και καλύτερο αναγνωστικό κοινό από εκείνο που εξευτελίζεται στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Τέλος, ως αρθρογράφος και δοκιμιογράφος, δεν είμαι αυτοδίδακτη, έχω προφανώς κάποιο επιστημονικό και ακαδημαϊκό υπόβαθρο: δεν γράφω δημοσίως ό,τι μου κατεβαίνει, ούτε με σκοπό να εκνευρίσω κάποιους. Αναλύω ορισμένα ζητήματα. Τούτου λεχθέντος, πιστεύω ότι ο δημόσιος διάλογος έχει αναβαθμιστεί κι ότι σήμερα μπορούμε να «αναλύσουμε ορισμένα ζητήματα» τα οποία δεν μας επιτρεπόταν να αγγίξουμε πριν από είκοσι χρόνια.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Αφαίας και Τελαμώνος» (εκδ. Μεταίχμιο).