Αφήγηση μιας νωχελικής Κυριακής, στη διάρκεια της οποίας λίγα πράγματα συμβαίνουν. Η αφηγήτρια στη νουβέλα της Μαριαλένας Σεμιτέκολου «Οι Κυριακές το καλοκαίρι» (εκδ. Ίκαρος) αγαπάει τις λέξεις, θυμάται στιγμές, πρόσωπα και φράσεις, ενώ αποφεύγει τη σοκολάτα, γιατί όπως λέει, της προκαλεί ακατάσχετη και ανεξήγητη δακρύρροια. Τον αναγνώστη, το πιθανότερο είναι, η καλογραμμένη και «ήσυχη» νουβέλα της Σεμιτέκολου να τον μεταφέρει και να τον βυθίσει σε μια αίσθηση άηχη, σκιασμένη, ελαφρώς πνιγηρή. Σαν Κυριακή, το καλοκαίρι.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Είναι δύσκολη η ερώτησή σας. Αν, ας πούμε, κάποιος γνώριζε πράγματα για μένα, θα ήταν διαφορετικά τα λόγια με τα οποία θα του σύστηνα το βιβλίο μου; Δεν ξέρω. Ίσως θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο...
Πρόκειται για ένα βιβλίο μικρής έκτασης και χαμηλών τόνων, που περιγράφει μια μοναχική Κυριακή, καλοκαιρινής ραστώνης. Η ηρωίδα αφήνεται στη σαγήνη της κυριακάτικης απραξίας και βιώνει την καλοκαιρινή μελαγχολία ενός διαμερίσματος σε μια έρημη Αθήνα. Πρόκειται για μια διαδρομή συνειρμών και αναμνήσεων που εγκυμονούν ένα σωρό πράγματα, ικανά τόσο για να την αφανίσουν όσο και για να τη δυναμώσουν ενόψει των προσεχών «Κυριακών».
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Είμαι συχνά επιφυλακτική απέναντι στους τίτλους και στους χαρακτηρισμούς που αποδίδουν μια ταυτότητα. Ο τίτλος του «συγγραφέα» μού φαίνεται ελαφρώς πρόωρος. Ένα πρώτο δείγμα γραφής (όσο καλό κι αν είναι) δε μου είναι αρκετό για να κατατάξω τον εαυτό μου στους συγγραφείς. Επιπλέον δεν είχα τη φιλοδοξία να φέρω κάτι καινούργιο ενόσω έγραφα. Αν είχα μια επιθυμία/φιλοδοξία, αυτή ήταν –και παραμένει– να είναι η ιστορία μου καλογραμμένη, μετρημένη και κομψή, έτσι που ο αναγνώστης να συγκινηθεί και να νιώσει ότι με κάποιον τρόπο η ηρωίδα του βιβλίου έχει κάτι να (του) πει ή ότι τον αφορά προσωπικά.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Φαντάζομαι ότι αυτοσχεδίασα. Πώς αλλιώς; Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα ασκηθεί στη γραφή κυρίως «στεγνών» κειμένων, με αυστηρή δομή και πολύ σαφή στόχο. Αυτοσχεδίαζα πολύ καιρό, γράφοντας σε μια σελίδα μια εξαιρετικά λακωνική λίστα από ιδέες, λέξεις και εικόνες, αρχικά ασύνδετες μεταξύ τους. Σε δεύτερο χρόνο, πολύ αργότερα, σχεδίασα στο νου μου τον τρόπο που θα έπλεκα αυτές τις ιδέες και τις εικόνες μεταξύ τους, την ιστορία που θα τους επέτρεπε να συνυπάρξουν σε ένα σύνολο. Και μετά ξεκίνησα να γράφω! Σε δύο φάσεις, μάλιστα, μεταξύ των οποίων μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικό «κενό». Δεν ξέρω πώς κατάφερα να μη χαθώ (αν υποθέσω ότι όντως τα κατάφερα). Δε συμβουλεύτηκα κανέναν. Μέχρι τη στιγμή που έβαλα την τελευταία τελεία, είχα την τάση να κρύβω το κείμενο μου. Ακόμα και για την ύπαρξή του γνώριζαν ελάχιστοι άνθρωποι.
Αν είχα μια επιθυμία/φιλοδοξία, αυτή ήταν –και παραμένει– να είναι η ιστορία μου καλογραμμένη, μετρημένη και κομψή, έτσι που ο αναγνώστης να συγκινηθεί και να νιώσει ότι με κάποιον τρόπο η ηρωίδα του βιβλίου έχει κάτι να (του) πει ή ότι τον αφορά προσωπικά.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Αυθορμήτως θα μιλήσω για τη μουσική, και κυρίως για την κινηματογραφική, που μου επιτρέπει τόσο αβίαστα την παραγωγή εικόνων. Έπειτα για τον κινηματογράφο, που μου δίνει εικόνες τέτοιες να με προκαλούν να τις βάλω σε λέξεις. Είναι, επίσης και κυρίως, η λογοτεχνία. Έχω την αίσθηση ότι δε θα είχα γράψει ούτε μια γραμμή, αν δεν είχα προηγουμένως απολαύσει και βασανιστεί ως αναγνώστρια. Πάνω (ή κάτω;) από όλα τα προηγούμενα, όμως, είναι η αίσθηση μου (φευγαλέα και ίσως εσφαλμένη, αλλά τόσο καθησυχαστική) ότι βάζοντας τις λέξεις σε προτάσεις και κάνοντας με τις προτάσεις ιστορίες, το χάος μέσα μου και έξω μου μοιάζει να αποκτά μια κάποια τάξη.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Ο δικός μου δρόμος μοιάζει να είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα! Είχα την τύχη και το προνόμιο της αποδοχής και της εμπιστοσύνης του Ίκαρου, ενός εκδοτικού οίκου που εκτιμώ βαθιά και που δε χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις για όσους αγαπούν να διαβάζουν. Αυτό αποτελεί από μόνο του μια επαρκέστατη συνθήκη για να αισθανθώ μεγάλη ευθύνη και δημιουργική αγωνία για τη συνέχιση του πρώτου μου βήματος.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Οι Κυριακές το καλοκαίρι
Μαριαλένα Σεμιτέκολου
Ίκαρος 2018
Σελ. 100, τιμή εκδότη €11,90