![alt](/images/stories/2017_ALL/12-DEKEVRIOS/stergiou-700.jpg)
Η Βίβιαν Στεργίου με τη συλλογή διηγημάτων της «Μπλε υγρό» (εκδ. Πόλις) θέλησε να αποτυπώσει τη φωνή των ανθρώπων της γενιάς της, τους προβληματισμούς τους, τις αγωνίες τους και τους έρωτές τους. Το αποτέλεσμα τη δικαίωσε. Ενδιαφέρουσες ιστορίες, δοσμένες με τρόπο ειλικρινή και άμεσο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Θα της έλεγα ότι έχω γράψει μερικές ιστορίες για ανθρώπους εντελώς τυχαίους και πολύ καθημερινούς. Θα μπορούσαμε να είμαστε οποιοσδήποτε απ' αυτούς τους χαρακτήρες, μας είναι οικείοι, ακόμη κι όταν δεν τους μοιάζουμε. Δεν τους συμβαίνει τίποτα περίεργο, αλλά όσα τους συμβαίνουν είναι συγκλονιστικά, επειδή αυτή είναι η ζωή τους και υπάρχει το μπλε στον ουρανό μόλις ξημερώνει κοντά στην Ακρόπολη, κι αυτό μόνο ως κάτι συγκλονιστικό μπορούν να το βιώσουν. Είναι η κάθε μέρα αυτό που προσπαθούν να «πιάσουν» οι ιστορίες, αποσπασματικά, σε κομμάτια. Η μέρα στη διάρκεια της οποίας χωράει και ένα λυτρωτικό μπάνιο σε μια κρυφή παραλία και η αγωνία να προσέξεις τον πατέρα σου που αρρώστησε, και η ευτυχία ότι περνάς χρόνο μ' αυτόν που ερωτεύτηκες και η πίκρα που αυτός δεν σε βλέπει έτσι, επειδή προτιμά τα αγόρια, και ένας τέλειος καφέ στο κέντρο με το αγαπημένο σου βιβλίο και το επαναλαμβανόμενο καθάρισμα της τουαλέτας με χλωρίνη, για να φέρω κάποια παραδείγματα απ' τις ιστορίες.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Δεν είναι κακό να έχουμε πολλούς συγγραφείς. Δεν ενοχλούν. Αν δεν είναι καλοί, δεν θα βρίσκουν αναγνώστες, αλλά μάλλον αυτό είναι μόνο δικό τους πρόβλημα. Όσον αφορά εμένα, ήθελα να γράψω με μια πρωτότυπη γλώσσα. Να πω: ορίστε μιλάμε μ' αυτήν τη γλώσσα γι' αυτά τα θέματα, αυτή είναι η ζωή μας, αυτές είναι οι χαρές μας και τα προβλήματά μας. Πολλοί χαρακτήρες στα διηγήματα είναι νέοι άνθρωποι στην Αθήνα σήμερα. Το πώς ζουν οι εικοσάρηδες ή οι τριαντάρηδες τώρα δεν νομίζω ότι έχει αποτυπωθεί με ρεαλισμό, χωρίς εξιδανικεύσεις και χωρίς λύπηση και ιδίως δεν νομίζω ότι έχει λεχθεί κάτι γι' αυτό με σύγχρονη γλώσσα. Ήθελα να προσπαθήσω να το κάνω, δεν μπορώ να κρίνω η ίδια αν το έκανα καλά ή όχι. Πάντως, δεν νιώθω ότι η γενιά μου υπάρχει πουθενά καταγεγραμμένη όπως είναι, μιλώντας με τη γλώσσα της γι' αυτά που την αφορούν, χωρίς κλάψες και οίκτο και χωρίς αχρείαστες νοσταλγίες για τα «καλά» χρόνια της αφθονίας. Στα βιβλία, τουλάχιστον, δεν το βλέπω. Άλλες τέχνες είναι πιο εύκολα σύγχρονες. Πάντως δεν είχα κανέναν άλλο στόχο πλην της αφήγησης των ιστοριών αυτών που με περιβάλλουν, με την υπερβολή και τη φαντασία που χρειάζεται, για να γράψεις ιστορίες, δηλαδή η καθημερινότητα μ' ένοιαζε. Αλλά γενικώς, η καθημερινότητα δεν είναι πρωτότυπη, ούτε η ζωή μάλλον, το πώς θα την δεις παίζει ρόλο. Αυτό το «πώς θα την δεις» για τον αφηγητή ιστοριών είναι η γλώσσα του και η εστίαση της προσοχής.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Διαβάζω πολύ και γράφω συνέχεια. Πολλά απ' αυτά που γράφω είναι βλακείες, για πέταμα. Το Μπλε υγρό είναι ωραίο, νομίζω, αλλά για να φτάσει κανείς σε 253 σελίδες με καθαρό νόημα και καλές λέξεις πρέπει να πετάξει όλη τη βρωμιά που προηγείται αυτών. Πρέπει να γράψεις τις λάθος λέξεις, για να καταλάβεις ότι είναι λάθος, ότι δεν βγαίνει. Έχω δοκιμάσει διάφορα δηλαδή, για να φτάσω σ' αυτό το στυλ και ήταν πάντα άσχημο αλλά αναγκαίο να βλέπω ότι γράφω κάτι κακό, ότι κάτι θέλω να πω, αλλά μου 'ρχονται οι λάθος λέξεις και εκφράζομαι θολά, με φλυαρίες. Είναι σαν να θες να γίνεις καλός αθλητής αλλά να ντρέπεσαι να δεις τον εαυτό σου ιδρωμένο και βρώμικο, να πονάει σωματικά, δεν γίνεται όμως αλλιώς. Το λίπος πρέπει να βγει. Και βγαίνει μόνο γράφοντας. Ποτέ θεωρητικά. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν είναι θεωρία το γράψιμο, αν δεν γράψεις δεν μαθαίνεις. Για να μην χάνομαι στις λέξεις, διαβάζω πολύ, κάθε μέρα, το πρωί και το βράδυ. Έτσι μαθαίνω να γράφω, σιγά σιγά, με τους χρόνους μου, αλλά και θυμάμαι ότι γράφω επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, επειδή απ' αυτό δεν ξεφεύγεις άμα σου 'ρθει, επειδή έτσι ισορροπώ κι είμαι χαρούμενη, εκπλήσσομαι κάθε μέρα με όλα όσα συμβαίνουν και διατηρώ την αφέλεια μου, παραμένω στον κόσμο μου, αλλά έχω προνομιακή θέα στον κόσμο των άλλων. Με απελευθερώνει το να ξέρω ότι υπάρχουν σπουδαία βιβλία, τόσα που δεν φτάνει μια ζωή να τα διαβάσεις. Έτσι, όταν γράφω πειραματίζομαι, παίζω, παρατηρώ όλη μέρα και εστιάζω σε ό,τι μου 'ρθει, είμαι εντελώς ελεύθερη, επειδή ξέρω ότι κάνω αυτό που θέλω κι ότι δεν θα πάθει τίποτα ούτε η λογοτεχνία ούτε κανένας άλλος μ' αυτά που κάνω, αν γράψω κάτι καλό, μια χαρά, αν όχι, ευτυχώς τα βιβλιοπωλεία είναι γεμάτα αριστουργήματα.
Με απελευθερώνει το να ξέρω ότι υπάρχουν σπουδαία βιβλία, τόσα που δεν φτάνει μια ζωή να τα διαβάσεις. Έτσι, όταν γράφω πειραματίζομαι, παίζω, παρατηρώ όλη μέρα και εστιάζω σε ό,τι μου 'ρθει, είμαι εντελώς ελεύθερη, επειδή ξέρω ότι κάνω αυτό που θέλω κι ότι δεν θα πάθει τίποτα ούτε η λογοτεχνία ούτε κανένας άλλος μ' αυτά που κάνω, αν γράψω κάτι καλό, μια χαρά, αν όχι, ευτυχώς τα βιβλιοπωλεία είναι γεμάτα αριστουργήματα.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Ο κινηματογράφος πάρα πολύ, για την ποιητικότητα της εστίασης σε λεπτομέρειες, για την αφήγηση που δεν κάνει να είναι βαρετή και για την τέχνη της παρατήρησης. Τα κόμικς με την ικανότητά τους να μιλάνε με ταχύτητα και στυλ για τα σπουδαιότερα θέματα, μ' έχουν σημαδέψει. Από τα γκράφικ νόβελς μέχρι τον Ντόναλντ Ντακ μιλάνε για τη ζωή μας με τον αγαπημένο μου τρόπο: χωρίς καμία σοβαρότητα. Δεν χρειάζεται η σοβαρότητα σε τίποτα, πνίγει τη δημιουργικότητα. Μου άρεσε και στα mainstream εικαστικά, κάτι που δεν έβρισκα στις συζητήσεις για βιβλία ή στα βιβλιοπωλεία, το ότι έλειπε η σοβαροφάνεια. Όλοι έχουμε δει κάποιον κριτικό βιβλίων ή συγγραφέα να έχει μόνιμα ένα ύφος λες και χρωστάει λεφτά στην τράπεζα. Καταπίεση είναι αυτό και πάντα «έδενε» με τα βιβλία περισσότερο απ' ό,τι με άλλες τέχνες. Αποφάσισα να αποβάλλω τη σοβαροφάνεια και την γεροντίστικη, μη σωματική, προσέγγιση στις λέξεις. Με βοήθησε το να βλέπω πίνακες. Και φυσικά από το μπλε σε πίνακες άρχισε να μου αρέσει πολύ το μπλε και έτσι χώρεσε και στο βιβλίο. Ακόμη, επειδή κοίταζα πίνακες στο ίντερνετ κάθε φορά που αγχωνόμουν πολύ κι αυτό με ηρεμούσε αμέσως, συνειδητοποίησα ότι όσοι καταφεύγουμε στην τέχνη πηγαίνουμε εκεί επειδή ψάχνουμε κάτι, όχι για να αναγκαστούμε να νιώσουμε κάπως. Ζητώντας ελευθερία πηγαίνουμε όχι για να βρούμε άλλον έναν τρόπο να περιορίζουμε τον εαυτό μας, μπας και βρούμε πώς θα ζήσουμε ειλικρινά, με τους δικούς μας όρους, όχι σαν υπάλληλοι των προσδοκιών των άλλων ή της εικόνας των άλλων για εμάς. Παρόλο που αυτά τα λένε και τα βιβλία, το κλικ έγινε με τους πίνακες που με ηρεμούσαν πολύ, ίσως επειδή δεν έχουν λέξεις, ποιος ξέρει. Κάπως ξεκαθαρίστηκε στο μυαλό μου πόσο θεραπευτικό μπορεί να είναι ένα έργο τέχνης με το να κοιτάω τα χρώματα στους πίνακες, ήταν σαν να έριχναν μπογιά πάνω στα προβλήματά μου και τα προβλήματα να άλλαζαν αμέσως. Είναι όπως όταν ένας άσχημος τοίχος βάφεται ροζ. Ο τοίχος ακόμη εκεί είναι, αλλά τώρα είναι ροζ. Με βοήθησε πολύ αυτό. Μ' έμαθε να γράφω πιο ειλικρινά και να το ευχαριστιέμαι περισσότερο, με γέμισε πίστη στην τέχνη.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Δεν υπέφερα πολύ για την έκδοση του Μπλε υγρού. Αλλά ήμουν εντελώς σίγουρη ότι δεν θα το ήθελαν οι εκδόσεις Πόλις που τις θεωρούσα καλές. Παρόλο που τελικά το ήθελαν και μου απάντησαν πολύ γρήγορα, την πρώτη φορά που πήραν δεν το σήκωσα καν, ήταν πολύ πρωί και μες στον ύπνο μου φαντάστηκα ότι με ψάχνουν για τα κοινόχρηστα. Δεν είχα καθόλου υπολογίσει ότι θα τους άρεσε με τη μία και θα μου τηλεφωνούσαν.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Μπλε υγρό
Βίβιαν Στεργίου
Πόλις 2017
Σελ. 272, τιμή εκδότη €12,00