Η Ευανθία Χαριτοπούλου μάς συστήθηκε πρόσφατα με τη συλλογή διηγημάτων της «Όμως η σάρκα ακόμα απαλή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο.
Επιμέλεια: Book Press
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Το βιβλίο ξεκινά με τη φράση «Δώσ’ μου συντροφικότητα ή δώσε μου θάνατο». Οι ήρωες βιώνουν το χωρισμό ή την αποξένωση από τους συντρόφους τους. Μιλούν τώρα με άλλους ανθρώπους ή με τα φαντάσματα των αγαπημένων. Κυρίως όμως μιλούν μέσα στο κεφάλι τους, παλεύοντας να εκφράσουν το ερωτικό τους τραύμα, πολλές φορές μέχρι ασφυξίας. Η «απαλότητα της σάρκας» γίνεται το αντίβαρο αυτού του τραύματος. Είναι το κομμάτι του εαυτού μας που συνεχίζει να μένει εύπλαστο, παιδικό, μη ερωτικό, τόσο αγνό ώστε να μπορούμε, ξανά και ξανά, να γνωρίζουμε έναν άλλο άνθρωπο από την αρχή.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Όλα έχουν ειπωθεί στην τέχνη. Αυτό που απομένει είναι το βλέμμα. Θέλω να πω, δεν έχει σημασία αν υπάρχουν πολλά βιβλία, πολλοί συγγραφείς, δεν είναι ένα ζήτημα ποσοτικό. Η πρωτοτυπία του βλέμματος πάνω σε ένα χιλιοειπωμένο θέμα, αυτό κάνει τη διαφορά. Πιστεύω ότι ακολούθησα το βλέμμα μου γράφοντας. Είναι όμως κάτι που μένει να το δουν οι αναγνώστες. Στο δικό τους βλέμμα κρίνεται πάντα η μοναδικότητα του δικού μας.
Πολλές φορές φαντάζομαι μια σκηνή ως νοερό κλικ ή ως κινηματογραφικό πλάνο. Άλλοτε ψάχνω στους διαλόγους την αμεσότητα θεατρικών έργων που με έχουν συγκλονίσει.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Κινήθηκα σε διαφορετικές σφαίρες του ύφους. Υπάρχει μια γραφή ημερολογιακή και επιστολική. Άλλοτε έχουμε διαλόγους, άλλοτε εσωτερικούς μονολόγους και άλλοτε μια ποιητικότητα υποκινημένη από την ανάγκη να οριστεί ένας εαυτός μεταφορικός, εαυτός ανομολόγητος και έτσι βαθύτερος. Όσοι πειραματισμοί και αν έγιναν πάντως, προσπάθησα να κρατήσω την αίσθηση μιας γλώσσας ζωντανής, της γλώσσας που οι άνθρωποι μιλούν σήμερα. Από κει και πέρα, το περιεχόμενο αυτής της γλώσσας δεν ήταν παρά όσα με καίνε προσωπικά. Φυσικά η τομή ανάμεσα σε αυτά που σε καίνε και στη γλώσσα που θα τα μιλήσει είναι μια διαδικασία που δεν τελειώνει μέσα σ’ ένα βιβλίο και, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν τελειώνει και ποτέ.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Δυσκολεύομαι να σκεφτώ πώς θα μπορούσα να γράφω χωρίς επιρροή από άλλες τέχνες. Πολλές φορές φαντάζομαι μια σκηνή ως νοερό κλικ ή ως κινηματογραφικό πλάνο. Άλλοτε ψάχνω στους διαλόγους την αμεσότητα θεατρικών έργων που με έχουν συγκλονίσει. Και υπάρχει πάντα και η μουσική. Ο ρυθμός, μια παλλόμενη χορδή ανάμεσα στις προτάσεις.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Ναι, ο δρόμος προς την έκδοση απαιτεί γερό στομάχι. Περιμένεις μεγάλα χρονικά διαστήματα και συχνά δεν γνωρίζεις καν εάν το χειρόγραφό σου έχει παραληφθεί. Καθώς απομένεις σε αυτή την εκδοτική σιωπή, φτάνεις ακόμα και να αναρωτιέσαι εάν το βιβλίο σου στ’ αλήθεια υπήρξε.
Είναι έτσι σαν να πρέπει να αντιμετωπίσεις δυο εχθρούς, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό. Μια διαδικασία τόσο ψυχοφθόρα ώστε μπορεί να οδηγήσει έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα στην παραίτηση. Τελικά βέβαια συναντιούνται οι άνθρωποι που μοιράζονται μια αμοιβαία πίστη. Νιώθω λοιπόν χαρούμενη που πίστεψα στις εκδόσεις Ενύπνιο και ο Στάθης Ιντζές πίστεψε σε μένα. Πιστεύοντας ο ένας στον άλλο, οι άνθρωποι μπορούμε να ζούμε χωρίς απελπισία.