Ο Δημήτρης Τσουκνίδης μας συστήθηκε πρόσφατα με το μυθιστόρημά του «Η ψυχίατρος με την έκτη αίσθηση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Ευλαλία Πάνου
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Εάν κάποιος δεν γνώριζε τίποτα για το βιβλίο, θα του έλεγα πως επιφανειακά πρόκειται για ένα σοκαριστικό αστυνομικό μυθιστόρημα με πυκνή πλοκή και έντονο ρυθμό.
Ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο, «Η ψυχίατρος με την έκτη αίσθηση» κατορθώνει να αγγίξει –μ’ έναν υπόγειο τρόπο– τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ καλού και κακού, καθώς οι ήρωες του βιβλίου απεκδύονται τον στείρο μανιχαϊσμό, κολυμπώντας σε γκρίζες ηθικές περιοχές.
[...] ο φόνος της Γιαμπουρά δεν αποτελεί ένα συμβάν αποκομμένο από το κοινωνικό πλέγμα, όπως οι φόνοι στα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, τα οποία εστίαζαν εμμονικά στο «ποιος διέπραξε το έγκλημα».
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Η Ρωσία των αρχών του 19ου αιώνα παρήγαγε σημαντικούς συγγραφείς, όπως ο Ιβάν Τουργκένιεφ. Υποθέτω, λοιπόν, πως –όταν αργότερα εμφανίστηκε ο Ντοστογιέφσκι, στη δεύτερη άνθηση της Χρυσής Εποχής– θα μπορούσε κάποιος να του θέσει το ίδιο ερώτημα: «πρεσβεύεις κάτι καινούργιο ή είσαι απλώς ένας ακόμα συγγραφέας μετά τον Τουργκένιεφ;».
Παρόλα αυτά, είμαι σχεδόν σίγουρος πως ο Ντοστογιέφσκι δεν θα απαντούσε τίποτα. Όχι από υπεροψία, αλλά από άγνοια. Διότι κανένας αυθεντικός συγγραφέας δεν γνωρίζει πραγματικά εάν το έργο του κομίζει κάτι νέο ή όχι. Γι’ αυτό θα αποφανθούν οι αναγνώστες και ο Χρόνος. Ας τους αφήσουμε λοιπόν να ανακαλύψουν εκείνοι τι κρύβει στη «βαλίτσα» της η Νεφέλη Στάη.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Η ιστορία μας ξεκινά ως εξής: Στις 14 Φεβρουαρίου, ημέρα των ερωτευμένων, η αστυνομία βρίσκει τη γνωστή ηθοποιό Στέλλα Γιαμπουρά δολοφονημένη με 14 μαχαιριές. Ο σκηνοθέτης σύντροφός της, Φοίβος Ρεντούμης, ανακρίνεται ως ο κύριος ύποπτος, αλλά το μόνο που ψελλίζει είναι: «ΝΕΦΕΛΗ ΣΤΑΗ», δηλαδή το όνομα της ψυχιάτρου του. Το βασικό μας ερώτημα είναι το εάν θα καταφέρει η ιδιοφυής Νεφέλη Στάη να ανακαλύψει τον δολοφόνο της Γιαμπουρά ή εάν θα καταδικαστεί και η ίδια μαζί με τον ψυχικά ασταθή Ρεντούμη.
Ωστόσο, ο φόνος της Γιαμπουρά δεν αποτελεί ένα συμβάν αποκομμένο από το κοινωνικό πλέγμα, όπως οι φόνοι στα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, τα οποία εστίαζαν εμμονικά στο «ποιος διέπραξε το έγκλημα». Αντιθέτως, η δολοφονία εντάσσεται στο παλίμψηστο της ελληνικής κοινωνίας που διαποτίζεται από την ηθική αμφισημία των ανθρώπων και από έναν κόσμο διαφθοράς και πτώσης.
Έτσι στην ιστορία εμπλέκονται ηθοποιοί, σκηνοθέτες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ατμόσφαιρα ενός θρίλερ που αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά πίσω από όσα μας κρύβουν τα λαμπερά φώτα του θεάτρου και της τηλεόρασης και στο οποίο –κυριολεκτικά– κάθε λεπτό γίνεται και μια καινούργια αποκάλυψη που φανερώνει πως όλοι είναι ένοχοι, αλλά μόνο ένας ο πραγματικός δολοφόνος.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Είναι σαφές πως η συγγραφική μου δραστηριότητα έχει επηρεαστεί έντονα, εκτός από την Φιλοσοφία, και από την τέχνη του κινηματογράφου και του θεάτρου. Αυτό είναι άλλωστε και το πεδίο του μεταπτυχιακού μου. Έτσι, το αφόρητο σασπένς και η αγωνιώδης αναμονή των φιλμ νουάρ και του κινηματογράφου του Χίτσκοκ, νομίζω πως αποτέλεσαν την υποσυνείδητη πηγή συγγραφής της «Ψυχιάτρου με την έκτη αίσθηση».
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς δεν αποτελεί έναν δρόμο που απλώς δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Αποτελεί, κατά την προσωπική μου άποψη, έναν δυσβάσταχτο δρόμο στρωμένο με αγκάθια.
Βέβαια, το γεγονός αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, εάν το ερμηνεύσουμε με βάση τη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία. Οι Έλληνες που γράφουν είναι πάρα πολλοί, ενώ οι εκδοτικοί οίκοι είναι λίγοι και το αναγνωστικό κοινό περιορισμένο. Συνεπώς, στα ράφια καταλήγει ένα απειροελάχιστο ποσοστό των επίδοξων συγγραφέων.
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως οποιοσδήποτε συγγραφέας κατορθώνει να εκδώσει το έργο του θεωρείται αυτομάτως και αξιόλογος. Έχω διαβάσει βιβλία που μάλλον εκδόθηκαν επειδή ο συγγραφέας τους είναι γνωστός ηθοποιός ή παρουσιαστής, αλλά χωρίς να έχουν κάτι πέρα από αυτό, ενώ παράλληλα είμαι σίγουρος πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν στα συρτάρια επίδοξων συγγραφέων εξαιρετικά κείμενα τα οποία όμως είναι πιθανόν να μην δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Η δική μου προσωπική ιστορία ξεκίνησε από τις εκδόσεις Αρμός και τον εκδότη μου, κύριο Γιώργο Χατζηιακώβου, ο οποίος με εμπιστεύτηκε και στο πρώτο βιβλίο αυτοβελτίωσης, αλλά και τώρα, μ’ ένα εντελώς διαφορετικό ανάγνωσμα που ανήκει στο κομμάτι της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το τι ακριβώς είδε στη γραφή και την προσωπικότητά μου το γνωρίζει μόνο εκείνος. Άλλωστε, όπως λένε, ποτέ δεν γνωρίζουμε ακριβώς για ποιον λόγο μάς επέλεξε η γυναίκα μας και ο εκδότης μας!