Μια αξιοπρόσεκτη ποιητική συλλογή με τίτλο «Μετάφραση άνευ όρων» μας συστήθηκε πρόσφατα η Μαίρη Μπαϊρακτάρη, από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας ποιητής; Τι το καινούργιο φέρνει;
Είναι κατανοητή η επιφυλακτικότητα, λόγω του μεγάλου αριθμού νέων βιβλίων που εκδίδονται ανά έτος και τα οποία δεν ανταποκρίνονται ποιοτικά στις προσδοκίες του αναγνώστη ‒όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στην πεζογραφία. Έχω όμως την εντύπωση ότι, αν και η ανησυχητική αυτή εικόνα της εκδοτικής παραγωγής δείχνει να είναι εδραιωμένη ανεπιστρεπτί, το ερώτημα «ακόμη ένας ποιητής;» συμπεριλαμβάνει και δημιουργούς που ενδεχομένως έχουν κάτι ουσιώδες να πουν και, ίσως, αλλιώς να το πουν. Αν πράγματι μας ενδιαφέρει η σύγχρονη ποίηση, ο πήχης των ποιοτικών κριτηρίων μπορεί και πρέπει να παραμείνει ψηλά, αλλά ίσως θα ήταν καλό να αναθεωρήσουμε τον ενστικτώδη και a priori αρνητισμό μας απέναντι σε έναν ποιητή πριν καν διαβάσουμε το έργο του. Περί καινούριου, τον πρώτο λόγο έχουν οι αναγνώστες και οι κριτικοί ως προς τον εντοπισμό του, την ανάλυση και την αξιολόγησή του (αν βεβαίως μια ποιητική συλλογή φέρει όντως κάτι νεότερο). Αν όμως έπρεπε να δώσω ορισμένα περιγραφικά στοιχεία της δικής μου πρόσφατης δουλειάς θα επικεντρωνόμουν στην κύρια θεματική της συλλογής: Τη μετατροπή της Μετάφρασης σε μεταφορά για τη δυαδικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Αφορμή o υφέρπων ερωτισμός (και οι επιστρωματώσεις του) που αναδύεται ως πάλη, μεταφορικά πάντα, από τη σχέση του μεταφραστή με τη μετάφρασή του. Ίσως εκεί βρίσκεται το ίχνος, το δικό μου αποτύπωμα.
Με ποιους στίχους από τη Συλλογή σας θα την συστήνατε σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε γι’ αυτήν;
Μακάρι να γνώριζα ποιους στίχους θα διάλεγε ένας αναγνώστης ή μια αναγνώστρια της συλλογής (και μάλιστα που δε με γνωρίζει προσωπικά) για να την προτείνει σε έναν καλό φίλο ή σε μια φίλη αγαπημένη ‒δυστυχώς όμως αυτό δεν είναι τώρα δυνατό. Θα επέλεγα λοιπόν στίχους από το ποίημα με τίτλο «Μεταφρασιμότητας υπολογισμοί»:
Πρόσεξε
μη σε κοιτάξω
μη σε συλλογιστώ
και θέλω να σε αγγίξω
μη δω τις διαστάσεις σου απόκρυφες
τις κορυφώσεις σου γυμνές
εσένα πιο κατακόρυφη
και γίνεις αλχημεία.
Ιδίως τους αναγραμματισμούς μου πρόσεξε
[…]
Γιατί αν υποστείς διερευνητική επίθεση
και θέλω να σε μετρήσω
με τόσα λόγια τόσες σιωπές
επί δυο μετέωρες εξομολογήσεις
ίσον εσύ
μόνη εσύ
πρόσεξε μη σε κοιτάξω
και κατά λάθος –λάθος μου– βρεθείς
να μ’ έχεις κι εσύ όπως εγώ
ανώφελα και πάλι επινοήσει.
Πώς κατανοείτε τον περίφημο στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»;
Εκτός από το συνεχές που, μέσα από τον ίδιο τον άνθρωπο, ενώνει αλυσιδωτά και εξελικτικά τη γλώσσα με την ιστορία, την παράδοση, το βίωμα και τη μνήμη, μένω κυρίως στην ιδέα της ευθύνης που απορρέει σε δεύτερο επίπεδο από τον στίχο του Σεφέρη: Το συνεχές αυτό, που ανά τους αιώνες βαραίνει στους ώμους μας και μας ενώνει μεταξύ μας με γραμμή τεθλασμένη, μας καθιστά υπεύθυνους για την εξέλιξή του μέσα από τη δική μας προσωπική και συγγραφική εξέλιξη, για την ορθή χρήση, τον εμπλουτισμό και το περιεχόμενο της γλώσσας ‒με τις μνημονικές και εμπειρικές εκσκαφές τις οποίες προϋποθέτει η διαδικασία αυτή. Οπότε μένω επίσης στον πρώτο στίχο του ποιήματος, που με ταράζει τόσο όσο και ο τελευταίος: «Πότε θα ξαναμιλήσεις;». Όταν θα έχεις κάτι να πεις, θα πρόσθετα προσπαθώντας να απαντήσω. Αρκεί να είσαι παρόν/ούσα και έτοιμος/η «τη στιγμή που θά ’ρθει εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως».
Ελληνική ποίηση, μεταφρασμένη ποίηση. Ποιο είναι το δικό σας «αναγνωστικό ισοζύγιο»;
Ένα εκλογικευμένο «ισοζύγιο» ίσως επιτείνει τα δίπολα και τις αντιθέσεις. Και ο διπολισμός στη θεωρία της Μετάφρασης («πιστή-άπιστη» μετάφραση, «ωραίες άπιστες» κ.λπ.), και όχι μόνον εκεί, είναι πια έντονα αμφισβητήσιμος και από τη θεωρία και από την ίδια την πράξη, αν όχι και ξεπερασμένος. Συνεπώς δεν θα μιλούσα για «αναγνωστικό ισοζύγιο» ανάμεσα στην ελληνική και τη μεταφρασμένη ποίηση γιατί τα μέτρα και τα σταθμά δεν είναι τα ίδια. Η άμεση πρόσβαση στο πρωτότυπο είναι η ευτυχία του αναγνώστη όταν γνωρίζει την ξένη γλώσσα, κυρίως αν σκεφτούμε ότι η μετάφραση ποίησης έχει, δυστυχώς, τις λιγότερες ελπίδες να διασώσει το “γράμμα” του πρωτοτύπου σε σύγκριση με τη μετάφραση της πεζογραφίας για παράδειγμα. Παρόλα αυτά, είτε ιδωμένη ως πιστή κατά νόημα μετάφραση (υπό συζήτηση άρα ο όρος “πιστή”) είτε ως μεταγραφή, η δυναμική ενός ισχυρού νοηματικά και εικονοπλαστικά ποιητικού λόγου έχει την ικανότητα να επιζήσει ως αμφίβιο σε μια άλλη γλώσσα ‒και η ελληνική διαθέτει πολύ άξιους μεταφραστές. Με ενθουσιάζουν οι αντιβολικές εκδόσεις πρωτοτύπου και μεταφράσματος. Βρίσκω ενδιαφέρον αλλά και πολύ θαρραλέο αυτό το διάβημα άμεσης έκθεσης του μεταφραστή στο αναγνωστικό κοινό. Επίσης εκτιμώ τα προλογικά σημειώματα εντός των εκδόσεων στα οποία ο μεταφραστής καταθέτει εν συντομία στοιχεία της μεταφραστικής στρατηγικής του. Αλλά ομολογώ πως αυτή η στροφή της αναγνωστικής προσοχής μου (σχετίζεται με τα ευρύτερα ερευνητικά ενδιαφέροντά μου στο πεδίο της Μεταφρασεολογίας) δυστυχώς με κάνει να χάνω συχνά την αμεσότητα και τη μαγεία την οποία επιδιώκει να μεταδώσει η μεταφρασμένη ποίηση.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –εικαστικά, μουσική, κινηματογράφος κ.ά.– το ποιητικό σας έργο;
Εμμέσως, θα έλεγα. Η ανάγνωση και η μεταφραστική πράξη είναι νομίζω οι κύριες δίοδοι εμπλουτισμού του υλικού μου. Και πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι που έχω συναντήσει στο δρόμο μου. Στην προκειμένη περίπτωση, οι μεταφραστές ‒ πραγματικοί και μη.