Έμπειρος δημοσιογράφος περί τα μουσικά, έχοντας βιβλία για τους Πινκ Φλόιντ, Κουίν και Ρόλινγκ Στόουνς στο ενεργητικό του, με την «Ντοπαμίνη» (εκδ. Βακχικόν) επιχειρεί μια ορμητική κάθοδο στον χώρο της πεζογραφίας.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Η «Ντοπαμίνη» είναι σκοτεινή, είναι βίαιη, είναι σατιρική, είναι αστεία και ψηλαφεί την λιγότερο φωτισμένη πλευρά της ανθρώπινης ψυχής και ύπαρξης. Είναι γεμάτη από μουσική και ποπ κουλτούρα και, πρωτίστως και κυρίως, είναι ένα μεγάλο λογοτεχνικό ταξίδι χωρίς ευδιάκριτο προορισμό και χωρίς ποτέ ο αναγνώστης να ξέρει σε ποια στεριά θα τον βγάλει η επόμενη σελίδα. Αν σας αρέσουν τα ελαφριά αναγνώσματα, μείνετε μακριά. Αν σας αρέσει η «Ναυτία» του Σαρτρ, ο «Ξένος» του Καμί, ο Μπρετ Ιστον Ελις, ο Ιρβιν Γουέλς, ο Μισέλ Ουελμπέκ, ο Ντον ΝτεΛίλο και ο Τσακ Πάλανιουκ, πλησιάστε άφοβα.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Όλα τα πραγματικά πολύ σπουδαία πράγματα έχουν ήδη γραφτεί δεκαετίες πριν. Δεν πιστεύω ότι φέρνω τίποτα καινούργιο στη λογοτεχνία, παρά μόνο την προσωπική μου αλήθεια και την αντικειμενική μου υποκειμενικότητα. Αυτό δηλαδή που πρέπει να έχει υπόψη (και σκοπό) του ο κάθε νέος συγγραφέας.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Εργάζομαι ως δημοσιογράφος οπότε μου ήταν σχετικά εύκολο όχι μόνο να γράψω, αλλά και να παραμείνω απολύτως πειθαρχημένος σε θέματα ύφους, μορφής, δομής, διαλόγων κτλ. Η μόνη συμβουλή που ακολούθησα είναι αυτή που έδωσε ο Στίβεν Κινγκ στο βιβλίο του, «On Writing»: «μην περάσεις ούτε μια ημέρα δίχως να γράψεις έστω 50 λέξεις. Γράφε κάθε μέρα, έστω και λίγο, ελάχιστο». Και αυτό έκανα επί τρεισήμισι μήνες.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Η «Ντοπαμίνη» είναι ένα μυθιστόρημα με το απολύτως δικό του, «προσωπικό» μουσικό soundtrack: σχεδόν 60-65 τραγούδια ξεκινάνε ή και κλείνουν το κάθε κεφάλαιο και συνοδεύουν ιδανικά και με ξεκάθαρο νόημα τα διαδραματιζόμενα εντός αυτών. Οπότε, το κάθε κεφάλαιο, εκτός του ότι διαβάζεται, «ακούγεται» κιόλας. Η «ταύτιση» του κάθε κεφαλαίου με τραγούδια ήταν μια απολύτως συνειδητή επιλογή που αφενός με βοήθησε να καταλάβω εγώ ο ίδιος τι ήθελα να πω και πού να καταλήξω και αφετέρου συνέδραμε ώστε να ανακαλύψω ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει ένα τραγούδι που είναι αφιερωμένο ακόμη και στην πιο σπάνια και εξειδικευμένη ανθυπο-κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Λιγότερες είναι οι επιρροές από την έτερη μεγάλη μου αγάπη, το σινεμά. Αλλά και οι σινεφίλ θα βρουν πολλές κινηματογραφικές αναφορές στις σελίδες του.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Τα γνωστά και αναμενόμενα: στην αρχή μερικές απορρίψεις – αλλά δεν κρατάμε κακίες και μούτρα στο χώρο αυτό, το πιθανότερο είναι να βρήκαν τη «Ντοπαμίνη» ελαφρώς ακατάλληλη για τα συντηρητικά ελληνικά λογοτεχνικά ειωθότα ή, εντέλει, να μην τους άρεσε όντως το βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση, η κάθε απόρριψη και η κάθε κλειστή πόρτα πάνω στην οποία πέφτεις, όντως ξεκλειδώνει πράγματα μέσα σου που δεν γνώριζες, όπως, λόγου χάρη, το να προσπαθήσεις να βρεις όλα εκείνα τα «αντικλείδια» που θα σε οδηγήσουν στην πολυπόθητη έκδοση. Και εκεί είναι που απαιτείται και η γενναιότητα ή η τόλμη κάποιων εκδοτών προκειμένου να επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος για αμφότερες τις πλευρές.