Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Η Έρση Σωτηροπούλου επανήλθε φέτος με τη συλλογή διηγημάτων Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα (εκδ. Πατάκη). Την εποχή που εκδότες και αναγνωστικό κοινό αναζητούν το επόμενο μυθιστόρημα best seller, η Σωτηροπούλου μας εισάγει, για ακόμη μια φορά, στο μαγικό κόσμο των διηγημάτων της.
Κυρία Σωτηροπούλου έχετε γράψει βιβλία όλων των κατηγοριών λογοτεχνικού κειμένου (διήγημα, μυθιστόρημα, νουβέλα, ποίηση) αλλά προσωπικά, ως αναγνώστης, σας έχω καταγράψει ως μια σπουδαία διηγηματογράφο. Εσείς σε ποια φόρμα αισθάνεστε πιο οικεία;
Λατρεύω το διήγημα ως αναγνώστης, και πάντα μου κάνει εντύπωση ότι δεν συμμερίζονται κι οι άλλοι αυτόν τον ενθουσιασμό. Ιδιαίτερα οι εκδότες, αλλά και το κοινό. Όταν γράφεις είναι διαφορετικά, ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν είναι το θέμα σου που επιλέγει τη συγκεκριμένη φόρμα ή το ανάποδο. Εκ των υστέρων όλα φαίνονται πιο εύκολα.
Κατά τον Φόκνερ η σειρά δυσκολίας των λογοτεχνικών κειμένων ξεκινάει από την ποίηση, το είδος με τις περισσότερες απαιτήσεις, συνεχίζεται με το διήγημα και καταλήγει στο μυθιστόρημα. Έχοντας καταπιαστεί με όλα τα παραπάνω συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;
Νομίζω ότι είναι σωστό. Όσο μικρότερη είναι η φόρμα τόσο περισσότερο είσαι εκτεθειμένος. Ένα ποίημα πρέπει να είναι τέλειο, αλλιώς είναι χαμένο. Ενώ στις πολλές σελίδες του μυθιστορήματος μπορούν να χωρέσουν ψεγάδια, πλατειασμοί, επαναλήψεις κλπ. Το ζήτημα βέβαια είναι να γράφεται και το μυθιστόρημα με τις απαιτήσεις του διηγήματος ή του ποιήματος. Δεν εννοώ με ποιητικότητα αλλά με λιτότητα, ακρίβεια και ικανότητα σύνθεσης. Και κυρίως μ’αυτό το απροσδιόριστο, τη ζωϊκή ορμή που διαπερνά τα μεγάλα ποιήματα.
Στα επτά διηγήματα της συλλογής «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα» ποιος είναι ο κοινός τόπος που συναντώνται τα διηγήματα;
Είναι διηγήματα γραμμένα τα τελευταία χρόνια, κι έχουν ένα κοινό ρυθμό όπως στη μουσική. Κάθε φορά υπάρχει ένα γεγονός, μια εμπειρία... τραγική, συμβολική ή ακόμα και αστεία, που λειτουργεί σαν μοχλός στην προσωπική συνείδηση του ήρωα.
Αν σας ζητούσα να χαρακτηρίσετε τη γραφή σας με ένα χρώμα, θα ήταν πιο κοντά στο μπλε ή στο κόκκινο;
Στο κόκκινο. Αλλά και σ’όλους τους τόνους από το πηχτό μαύρο, την καπνιά, το τρυφερό γκρίζο ώς το εντελώς άσπρο, γιατί όπως έγραφα σ’ένα παλιότερο διήγημα «λευκά είναι τα χειρότερα προαισθήματα».
Που βρίσκονται οι ήρωές σας πριν γίνουν διηγήματα;
Μερικοί βρίσκονται στη ζωή και μεταλλάσσονται όσο γράφω. Άλλοι είναι εντελώς φανταστικοί που όμως γίνονται περισσότερο πραγματικοί από τους ζωντανούς.
Τα θέματα των διηγημάτων της τελευταία σας συλλογής στρέφονται γύρω από τον έρωτα, την ψυχολογία των εφήβων και τη σχέση μιας μητέρας με τα παιδιά της, εκτός των άλλων. Θα επιλέγατε ποτέ, να θέσετε ως κεντρικό θέμα ενός διηγήματός σας (ή ενός μυθιστορήματος) την κρίση, σε όλα τα επίπεδα, που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια;
Μα νομίζω ότι η κρίση είναι παντού, δεν χρειάζεται να μπει στη βιτρίνα και να γίνει πρώτο θέμα. Ακόμα κι ένα διήγημα τόσο «εσωτερικό» όσο το Κυριακή θεού στο Άμστερνταμ είναι διάτρητο από εμβολές κρίσης, που άλλωστε δεν είναι μόνο οικονομική ή κοινωνική, κι αυτό που σκιαγραφεί σε τελική ανάλυση είναι την πτώση μιάς γενιάς, της γενιάς που μάς έφερε εδώ που είμαστε σήμερα. Ένα διήγημα δεν έχει μόνο ένα θέμα, πχ την ψυχολογία των εφήβων, κι αυτό είναι το εκπληκτικό με το διήγημα, ότι μέσα από ένα κεντρικό, συχνά ουδέτερο, θέμα είναι ικανό να περάσει το σφυγμό της κοινωνίας τη δεδομένη στιγμή.
Γράφετε εύκολα κ. Σωτηροπούλου;
Δύσκολα. Και με το ένα δάχτυλο, ποτέ δεν έμαθα τυφλό σύστημα.
Το γράψιμο καλύπτει ανάγκες ή δημιουργεί νέες;
Το γράψιμο φέρνει ισορροπία και μ’αυτή την έννοια καλύπτει ανάγκες, αλλά γράφοντας σκαλίζεις πάλι ένα γεγονός, μια εμπειρία, κι ανοίγεις παλιές πληγές.
Έχετε εμμονές όταν γράφετε;
Πάντα υπάρχει μια κεντρική ιδέα που είναι η αφορμή για να γραφτεί ένα διήγημα. Και αυτή η κεντρική ιδέα πρέπει να είναι πολύ έντονη, σχεδόν εμμονική, αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα να καθεσαι ώρες εκεί, μπροστά σ’ένα λευκό χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή. Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο τι θα πεις, αλλά το πώς θα το πεις.
Παρακολουθείτε τις νέες εκδόσεις; Έχετε ξεχωρίσει κάποιον καινούργιο συγγραφέα;
Παρακολουθώ τι κυκλοφορεί, αλλά δεν είμαι συνεπής. Διαβάζω μόνο ό,τι μ’αρέσει –ευτυχώς δεν είμαι κριτικός. Υπάρχει ένας νέος συγγραφέας, αν και όχι πρωτοεμφανιζόμενος, που θα του άξιζε περισσότερη προσοχή. Ζει στη Βέροια, είναι σχετικά απομονωμένος. Ο Ιγνάτης Χουβαρδάς. Ταλαντούχος, μια ιδιαίτερη φωνή. Το τελευταίο του βιβλίο Θερινό τετράδιο από τις εκδόσεις Οδός Πανός μου άρεσε πολύ. Είναι πολύ μικρό, 60 σελίδες. Κάθε τόσο το ανοίγω και ξαναδιαβάζω.