
Η Σοφία Νικολαΐδου, με αφορμή το νέο της βιβλίο, μιλάει στον Κώστα Κατσουλάρη για το πώς η Ιστορία εισβάλλει στη ζωή μας.
Με το νέο της βιβλίο η Σοφία Νικολαΐδου κάνει ένα σημαντικό βήμα συγγραφικής ωριμότητας. Έπειτα από δύο συλλογές διηγημάτων, δύο μυθιστορήματα, μεταφράσεις αρχαίων τραγωδιών, μια μελέτη για το διαδίκτυο κ.ά., συγκεντρώνει όλες τις μέχρι τώρα αρετές της (δυνατή γλώσσα, ρυθμό, άποψη, εναλλαγές ύφους) στην υπηρεσία ενός σαφώς μεγαλύτερου θέματος. Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο υψηλής στόχευσης, το οποίο πετυχαίνει σε όλα τα στοιχήματα που θέτει, και κυρίως στο πιο δύσκολο: Να δώσει φωνή στη γενιά της (τους σημερινούς σαραντάρηδες), χωρίς να την «καπελώνει». Ίσως, αυτό άλλωστε να είναι ένα από τα θετικά γνωρίσματα της γενιάς της…
Με το καινούργιο σου βιβλίο η Ιστορία εισβάλλει στην πεζογραφία σου. Πώς κι έτσι; Ανήκεις σε μια γενιά που, υποτίθεται, τα είχε αφήσει όλα αυτά πίσω της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί η Ιστορία. Στον «Πλανήτη Πρέσπα» χρησιμοποίησα ως αφηγηματικό υλικό θέματα βυζαντινής Ιστορίας. Στο «Απόψε δεν έχουμε φίλους» η σύγχρονη Ιστορία παίρνει παραμάζωμα τη ζωή των ηρώων. Ξέρω ότι ο όρος «γενιά» βολεύει τις ταξινομήσεις, όμως οι συγγραφείς συνομιλούν μεταξύ τους με βάση τις εκλεκτικές τους συγγένειες και όχι τη χρονολογία γέννησης. Πάντως, για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημα, η συγγραφική γενιά που αναφέρεις σαραντάρισε. Και πιστεύω πως δεν κοιτάζει μόνο ευθεία μπροστά, αλλά γυρίζει και πίσω, για να προσδιορίσει τον εαυτό της και να εννοήσει τον κόσμο.
Όταν γνωρίζεις την ιστορία ενός τόπου, το βλέμμα σου αποκτά βάθος και προοπτική
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε τρεις διαφορετικές ιστορικές στιγμές. Τι τις συνδέει;
Οι τρεις αυτές χρονικές στιγμές αφορούν τρεις γενιές ανθρώπων. Τη γενιά των γονιών μας, τη δική μας γενιά και τη γενιά των παιδιών μας. Είναι στιγμές που –τηρουμένων των αναλογιών– οι ήρωες του βιβλίου, θέλουν δε θέλουν, συγκρούονται με θερμά ιστορικά γεγονότα, τα οποία τους σφραγίζουν. Η Ιστορία εισβάλλει στη ζωή τους. Τους αναγκάζει να διαλέξουν πλευρά. 1934-1944, 1981-1989, 2008. Άνοδος του ναζισμού, Κατοχή, εκλογές του 1981, δίκη Παπανδρέου το 1989, «νέα Δεκεμβριανά». Η θεωρία δοκιμάζεται –συχνά τσακίζεται– στην πράξη.
Εβραίοι, δωσίλογοι, βασανιστές, γερμανοτσολιάδες. Τα «άπλυτα» της Ιστορίας βγαίνουν τα τελευταία χρόνια στη φόρα. Μήπως υπάρχει μια εμμονή με την Ιστορία, μήπως δηλαδή, κατά τη γνωστή έκφραση, «καταναλώνουμε υπερβολικά πολλή ιστορία» και αρνούμαστε να «πάμε μπροστά»;
Δεν νομίζω ότι καταναλώνουμε υπερβολικά πολλή Ιστορία, μάλλον το αντίθετο. Οι πιο πολλοί ζούμε σε πόλεις πυκνής ιστορικής ύλης, βαθιάς και σκοτεινής ιστορικής διαστρωμάτωσης, περπατάμε αιματοβαμμένα πεζοδρόμια, χωρίς να πολυδίνουμε σημασία, πράγμα φυσικό. Όταν γνωρίζεις την ιστορία ενός τόπου, την ιστορία ανθρώπων που περπάτησαν πριν από σένα στους ίδιους δρόμους, το βλέμμα σου αποκτά βάθος και προοπτική. Δεν πιστεύω πως μελετώντας την Ιστορία «αρνούμαστε να πάμε μπροστά». Μάλλον θα έλεγα ότι κινούμαστε πιο υποψιασμένα μπροστά, χωρίς μια ανεπίτρεπτη –ενίοτε επίπλαστη– αθωότητα, που καταντά εκκωφαντική αφέλεια και άγνοια με πατέντα.
Σε κάποιο σημείο γράφεις για «μυθολογία της Αριστεράς», προφανώς σε σχέση με την Κατοχή, αλλά και γενικότερα. Ήταν μέσα στους συνειδητούς στόχους σου να αντιπαραβάλεις ένα περισσότερο διαφοροποιημένο βλέμμα απέναντι σε αυτή τη «μυθολογία» που φαίνεται να έχει, πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις αντικαταστήσει την ιστορική έρευνα;
Τη φράση αυτή τη λέει ένας από τους ήρωες, ο οποίος κρατά τις αποστάσεις του από τη συγκεκριμένη μυθολογία. Δεν μου αρέσει να μιλώ για συγγραφικές προθέσεις και συγγραφικούς στόχους. Πιστεύω πως στη λογοτεχνία τα πάντα –δυστυχώς ή ευτυχώς– κρίνονται εξ αποτελέσματος. Αυτό πάντως που συμβαίνει με τους περισσότερους από τους ήρωες του βιβλίου είναι ότι διαμορφώνουν την ιδεολογία τους την ώρα που η Ιστορία κοχλάζει. Διαλέγουν στρατόπεδο και πληρώνουν το τίμημα. Γνωρίζουν, όπως λέει ο ίδιος ήρωας σε άλλο σημείο του βιβλίου, ότι η ουδετερότητα είναι κι αυτή, τελικά, αμείλικτη ιδεολογία.
«Βάρκιζα τέλος», λέει ένα σύνθημα που είδα πρόσφατα στα Εξάρχεια. Πώς το «διαβάζεις»;
Ωραίο σύνθημα. Θα μπορούσε να γίνει τίτλος ενός διηγήματος, με λαχανιαστό ρυθμό. Θα το έγραφε ένα λυκειόπαιδο, με σκισμένο τζιν και ράστα, μαθητής δημόσιου σχολείου. Με σπρέι που αγόρασε εξοικονομώντας λίγα ευρώ από τα λεφτά της πενθήμερης. «Βάρκιζα τέλος». Αυτός λοιπόν ο τύπος μάλλον εννοεί: να τελειώνουμε με όλα αυτά. Ένας άλλος τύπος θα έγραφε ίσως το ίδιο σύνθημα, αλλά θα εννοούσε άλλα.
Η Ιστορία είναι υπόθεση προσωπική, φαίνεται να διατείνεται ένας ήρωάς σου, ο καθηγητής Νικηφορίδης. «Πρώτα κοιτάς που χύθηκε το αίμα σου κι έπειτα διαλέγεις πλευρά». Πόσο συμφωνείς και πόσο διαφωνείς με τον ήρωά σου;
Είσαι άλλος άνθρωπος αν μορφωθείς στο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς σου κι άλλος άνθρωπος αν φοιτήσεις σε πολυτελές ιδιωτικό.
Ο Νικηφορίδης λέει την παραπάνω φράση σε έναν αγαπημένο μαθητή του, προσπαθώντας να του εξηγήσει μια ιδεολογική του επιλογή. Η φράση λέγεται μέσα στην Κατοχή, κι έτσι αποκτά το ειδικό βάρος της. Πιστεύω, όσο ντετερμινιστικό κι αν ακούγεται, πως υπάρχει ένα είδος ιστορικού, γεωγραφικού και κοινωνικού στίγματος, το οποίο καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, το εύρος και τα όρια των ιδεολογικών μας επιλογών. Έχει σημασία το πότε γεννήθηκες, σε ποια χώρα, από ποιους. Δεν είναι το ίδιο να γεννηθείς στην Ευρώπη και το ίδιο να γεννηθείς στην Αφρική. Είσαι άλλος άνθρωπος αν μορφωθείς στο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς σου κι άλλος άνθρωπος αν φοιτήσεις σε πολυτελές ιδιωτικό. Αυτό το στίγμα συχνά μεταμορφώνεται σε εσωτερική φωνή. Δίνει εντολή ποια πλευρά να διαλέξουμε στα δύσκολα.
Τον Δεκέμβρη του 2008 τι ένιωσες; Με ποια «πλευρά» συντάχθηκες συναισθηματικά και με ποια λογικά; Υπήρξε κάποιου είδους διχασμός μέσα σου;
Είμαι, φύσει και θέσει, άνθρωπος που απεχθάνεται τους γηπεδικούς διαχωρισμούς σε αντίπαλες ομάδες, παρόλο που συχνά νιώθω τη φλογοβόλα διάθεση να συνταχθώ με κάποια πλευρά. Τα γεγονότα εκείνα ανέδειξαν, νομίζω, με τον πιο ωμό και επιτακτικό τρόπο, την παθογένεια της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής. Αυτό που έλειψε τότε –και λείπει ακόμα και σήμερα– είναι η έλλογη συζήτηση. Περίσσεψαν τα συνθήματα, έλειψαν τα επιχειρήματα. Τα υπόλοιπα είναι για συναισθηματική κατανάλωση ή μικροκοινωνική ψιλοκουβέντα, που ξεθυμαίνει εύκολα και δεν οδηγεί πουθενά.
Λένε ορισμένοι «Ψι»: Οι σημερινοί Έλληνες γονείς έχουν σύμπλεγμα απέναντι στον Νόμο. Δεν έχουν βάλει όρια στα παιδιά τους, εξ ου και αυτή η «εύκολη» προσφυγή στη βία. Πώς το σχολιάζεις;
Είμαι από ένστικτο επιφυλακτική απέναντι σε γενικεύσεις, ιδιαίτερα όταν αφορούν ομάδες ανθρώπων. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να πει: η ελληνική κοινωνία δεν βάζει όρια στους πολίτες, κατάσταση που αναπαράγεται στην ελληνική οικογένεια. Όμως, αυτού του τύπου οι φράσεις είναι βασανιστικά κοινότοπες. Όταν ξεκινά έτσι μια κουβέντα, πώς να συνεχίσει;
«Απόψε δεν έχουμε φίλους» είναι ο τίτλος του βιβλίου, αλλά και φράση που ξεστομίζει ο βασικότερος ίσως ήρωας του μυθιστορήματος. Υπάρχει σε αυτή την όμορφη φράση μια επιθετικότητα, μια αδιαλλαξία, σε μια εποχή που πολλοί λένε ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι οι κοινοί τόποι, οι συναινέσεις. Πώς κατέληξες σε αυτή τη φράση ως τίτλο και τι σημαίνει για σένα;
Ο τίτλος προέρχεται από μια αφήγηση που μου χάρισε ο Γιώργος Κορδομενίδης πριν από δώδεκα περίπου χρόνια. Τα συμφραζόμενα ήταν τελείως διαφορετικά, όμως η φράση άναψε μια σπίθα που επέμενε. Την εκστομίζει ένας ήρωας στο τέλος του βιβλίου, όμως συνέχει όλα τα κεφάλαια και τις διαφορετικές χρονικές περιόδους μεταξύ τους. Αφορά τις κρίσιμες επιλογές, όταν δοκιμάζονται οι θεωρίες των ηρώων στην πράξη.
ΕΧΕΙ ΓΡΑΨΕΙ

Μεταίχμιο 2010
(και σε audio book)
Τρεις γενιές Ελλήνων (1934-2008) που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους, την ώρα που η Ιστορία δείχνει τα δόντια της. Γονείς και παιδιά, φοιτητές, μαθητές, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, μπακάληδες και αλάνια, γιαγιάδες και υπάλληλοι, συνδικαλιστές και ουδετερόφιλοι μαθαίνουν επώδυνα ότι πρώτα κοιτάς πού χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά. Ποια είναι η σωστή απόφαση όταν ο κόσμος καίγεται;

Κέδρος 2006
Ένα βιβλίο για τη ζόρικη ενηλικίωση των παιδιών και την ατελείωτη εφηβεία των γονιών τους.
Κέδρος 2002
Στα χρόνια του Βυζαντίου η Ευδοκία ήταν η Κυρά της Πρέσπας. Σήκωσε πόλεμο ενάντια στον αυτοκράτορα και το όνομά της σβήστηκε με επιμέλεια από παντού. Το 2001 μια αρχαιολόγος, συνονόματη, ψάχνει τα ίχνη της χαμένης αρχόντισσας. Τα περασμένα γεγονότα φανερώνονται σιγά σιγά: Μάγισσες ετοιμάζουν καταπότια, στρατηγοί βάφουν τα χέρια τους στα αίματα, καλόγεροι πατούν τα ράσα τους.
[BIO]
TOΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Θεσσαλονίκη.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 1968.
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «Ξανθιά πατημένη» (Κέδρος 1997).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και δύο επιστημονικές μελέτες.