Συνέντευξη με την Αλεξάνδρα Δεληγιώργη με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του ποιητή και κριτικού Νικόλα Κάλα και την κυκλοφορία από τις εκδόσεις Αρμός του νέου της βιβλίου με τίτλο «Ο μοντερνιστής κριτικός Νικόλας Κάλας - Μια ποιητική εικόνων, ρημάτων, πραγμάτων». Το δοκίμιο αποτελείται από πρόλογο, εισαγωγή, ένδεκα κεφάλαια και επίλογο.
Του Λεωνίδα Καλούση
Γράψατε πριν από είκοσι χρόνια ένα δοκίμιο για τον ποιητή και κριτικό Νικόλα Κάλα, Ά-νοστον ήμαρ - Οδοιπορικό της σκέψης του Νικόλα Κάλας (εκδ. Άγρα), το οποίο βραβεύθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής το 1998. Γιατί επανέρχεσθε με ένα νέο βιβλίο αφιερωμένο στον μοντερνιστή κριτικό Νικόλα Κάλα;
Σε εκείνο το πρώτο βιβλίο αποτύπωνα το οδοιπορικό της σκέψης του Ν.Κ., με ποιητικό και στοχαστικό τρόπο που, ίσως, όμως, ήταν ερμητικός και δύσκολα προσλήψιμος για τον αναγνώστη. Σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, εστιάζω το ενδιαφέρον μου στο είδος της λογοτεχνικής και εικαστικής κριτικής που εκθέτει και εφαρμόζει ο Ν.Κ. στα δοκίμια που έγραψε στη διάρκεια μιας ολόκληρης 50ετίας (1928-1988).
Αν στο βιβλίο μου Το κόκκινο της φωτιάς (2016) επιχειρούσα να απαντήσω στο ερώτημα τι είναι λογοτεχνία, σε αυτό το βιβλίο απαντώ στο ερώτημα τι είναι η κριτική της ποίησης και της ζωγραφικής για τον Νικόλα Κάλα, έναν σπουδαίο Έλληνα, που είναι περισσότερο γνωστός στη χώρα μας ως ποιητής που υπέγραφε τα ποιήματά του στα ελληνικά με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος. Τον απασχόλησε, ωστόσο, θεωρητικά και πρακτικά το ζήτημα της κριτικής της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής, στις μελέτες και τις έρευνές του όπως και στις προσεγγίσεις του συγκεκριμένων έργων τέχνης. Η τεράστια αυτή εργασία δημοσιεύθηκε σε διεθνώς έγκριτα αμερικανικά περιοδικά τέχνης και ένα μεγάλο μέρος της εκδόθηκε σε βιβλία γραμμένα στα γαλλικά, το ένα, και τα υπόλοιπα στα αγγλικά. Στα δοκίμια αυτά, ο Ν.Κ. εμβαθύνει στην ιδιαίτερη σχέση της νεότερης και σύγχρονης ποίησης και ζωγραφικής με τη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία. Αυτή τη σύνθετη σχέση της τέχνης και της Ιστορίας της τέχνης με τη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία, επιχείρησα να αποκρυπτογραφήσω, αναλύοντας και ερμηνεύοντας, σε πολλά σημεία, τα κείμενά του.
Γιατί πιστεύετε ότι το κριτικό έργο του Νικόλα Κάλα έχει ενδιαφέρον για τον σημερινό Έλληνα αναγνώστη;
Γιατί η τύχη του γνήσιου και αυθεντικού έντεχνου λόγου, όπως εκφράζεται με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο ή το δοκίμιο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό –πόσο μεγάλο, δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί– από την επεξεργασία αισθητικών κριτηρίων και από τη συγκρότηση ενός γνώμονα για πληρέστερη αποτίμηση των καλλιτεχνικών έργων. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έλεγε: «Την ποίηση που έχομε τη δηλώνει αλάθευτα η κριτική που έχουμε».
Και ο πλέον υπεύθυνος δημοσιογράφος δεν μπορεί να ασκήσει λογοτεχνική ή εικαστική κριτική, με τρόπο εποικοδομητικό και γόνιμο, όσο φιλότιμα και αν προσπαθούσε. Από την άλλη, ούτε ένας ειδικός μελετητής ή ερευνητής, φιλόλογος ή ιστορικός της τέχνης θα ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για να ασκήσει «εμπνευσμένη» κριτική.
Αυτή τη φράση την έβαλα σα μότο στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αν και θα μπορούσε να είναι το μότο ολόκληρου του βιβλίου. Γιατί, πράγματι, χωρίς προωθημένη κριτική είναι αδύνατο να έχουμε καλή ή μεγάλη ποίηση. Αλλά είναι αδύνατο να υπάρξει προωθημένη κριτική, ικανή να αποτιμήσει και να αναδείξει εκείνα τα απαιτητικά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα που παραμερίζει ή εξαφανίζει το αγοραίο γούστο, χωρίς κριτήρια διαμορφωμένα στα πεδία της αισθητικής και της ποιητικής. Κριτήρια, δηλαδή, σχετικά με την πρόσληψη και τη δημιουργία των ποιητικών και καλλιτεχνικών έργων.
Αλλά κριτική δεν μπορεί να κάνει ένας μορφωμένος ή καλλιεργημένος αναγνώστης. Και ο πλέον υπεύθυνος δημοσιογράφος δεν μπορεί να ασκήσει λογοτεχνική ή εικαστική κριτική, με τρόπο εποικοδομητικό και γόνιμο, όσο φιλότιμα και αν προσπαθούσε. Από την άλλη, ούτε ένας ειδικός μελετητής ή ερευνητής, φιλόλογος ή ιστορικός της τέχνης θα ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για να ασκήσει «εμπνευσμένη» κριτική. Πιστεύω πως βρίσκομαι μέσα στο πλαίσιο των θέσεων του Νικόλα Κάλα λέγοντας ότι η αυθεντική κριτική δεν ανθίζει ούτε στο πνεύμα του ακαδημαϊσμού ούτε του λαϊκισμού. Ένας ποιητής ή συγγραφέας κρίνει καλύτερα έναν ομότεχνό του, αρκεί να μην είναι μέτριος. Θυμάστε, ο Τζόυς ανέδειξε τον Σβέβο.
Αυτό που ήθελα να θυμίσω στους αναγνώστες είναι ότι ο Νικόλαος Καλαμάρης, που, επί μια δεκαετία (1928-1938) και μέχρις ότου φύγει οριστικά από την Αθήνα, έγραφε μια προωθημένη για την εποχή της, ποίηση, με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος και κριτικά κείμενα καθ’ υπαγόρευση ενός ελεύθερου και ιδιοφυούς πνεύματος, με το ψευδώνυμο Μιχάλης Σπιέρος, συνεχίζει να είναι ο σημαντικότερος, ίσως, εκπρόσωπος της κριτικής παράδοσης που εγκαινίασαν, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στον τόπο μας, ποιητές και συγγραφείς, με προεξάρχουσα μορφή τον Εμμμανουήλ Ροΐδη και συνεχιστές τους Κωστή Παλαμά, Γρηγόριο Ξενόπουλο, Τέλλο Άγρα, Κλέονα Παράσχο, Μάρκο Αυγέρη, Νικόλα Ρείζη, Ελένη Βακαλό, Μάνο Αναγνωστάκη και άλλους.
Για ποιους λόγους τον θεωρείτε ως τον σημαντικότερο εκπρόσωπο αυτής της λαμπρής κριτικής παράδοσης στην οποία μόλις αναφερθήκατε; Μήπως είναι υπερβολή να τον συγκρίνετε με τον Εμ. Ροΐδη ή με τον Παλαμά –κριτικό;
Γιατί περισσότερο από όλους τους άλλους εκπροσώπους της, περισσότερο ακόμη και από τον βαθύτατα καταρτισμένο Ροΐδη, ο Κάλας δημιούργησε ένα θεωρητικό-πρακτικό πλαίσιο εκτός του οποίου δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει κριτική. Εκτός κι αν με κριτική εννοούμε την φιλολογική περιγραφή της πλοκής και των καλλολογικών στοιχείων ή την ανάλυση των υφολογικών τεχνικών που χρησιμοποιεί ένας ποιητής ή καλλιτέχνης για να δώσει μορφή σε όσα ζητά να εκφράσει, δημιουργώντας το έργο του.
Τα κριτικά κείμενά του στηρίζονται σε μιαν αντιθετικιστική, μη κατεστημένη φιλοσοφία που αποτελεί την βάση των θέσεων και των προβληματισμών του. Κανείς άλλος από τους σπουδαίους Έλληνες κριτικούς που ανέφερα παραπάνω, δεν το κάνει.
Ο Νικόλας Κάλας, αντίθετα, δίνοντάς τους τη μορφή σύνθεσης, γράφει σειρά δοκιμίων υψηλού επιπέδου στα γαλλικά, όπως τις Εστίες πυρκαϊάς, το 1938 (για το οποίο ο Αντρέ Μπρετόν τον συγκαταλέγει στους σημαντικότερους Ευρωπαίους διανοητές του Μεσοπολέμου) ή στα αγγλικά, όπως το Μώρανε τον σοφό που εκδίδει το 1942 στη Νέα Υόρκη. Συγκροτεί έτσι, ένα νέο αισθητικό πνεύμα βασισμένο σε προωθημένες οντολογικές, επιστημολογικές και επιστημονικές μελέτες του Μεσοπολέμου. Αυτή τη νέου τύπου αισθητική ο Νικόλας Κάλας δεν έπαψε να επεξεργάζεται και να εμπλουτίζει σε μεταγενέστερα έργα του των δεκαετιών του 1960 κι 1970. Γι' αυτό, τα κριτικά κείμενά του στηρίζονται σε μιαν αντιθετικιστική, μη κατεστημένη φιλοσοφία που αποτελεί την βάση των θέσεων και των προβληματισμών του. Κανείς άλλος από τους σπουδαίους Έλληνες κριτικούς που ανέφερα παραπάνω, δεν το κάνει. Ο Κωστής Παλαμάς λ.χ. που υπήρξε σπουδαίος κριτικός επίσης, ενημερωνόταν για τα φιλοσοφικά ανοίγματα ενός Μπερξόν, στις αρχές του 20ού αιώνα που αναστάτωναν τον καρτεσιανό ορθολογισμό με τα καινά δαιμόνια που εισήγε, αλλά δεν έγραψε κείμενα που να χρησιμεύουν ως πλαίσιο και ως μπούσουλας για τις ποιητικές κριτικές του. Το ίδιο ισχύει και για τον Ροΐδη που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις φιλοσοφικές τάσεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα του καιρού του που τον βοηθούν να ελέγχει τα δικά του αισθητικά κριτήρια και στοχαστικά μέτρα.
Ο Κάλας κρίνει συγκεκριμένα έργα τέχνης, στο πλαίσιο μιας φιλοσοφίας που του επιτρέπει να διαμορφώνει θέσεις και να εκφράζει τους προβληματισμούς του για τον ρόλο της τέχνης, στη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία. Αλλά και να είναι σε θέση να κρίνει ένα έργο, να εξιχνιάζει δυσπρόσιτες πλευρές του που το καθιστούν απαιτητικό μεν, όμως αυθεντικό και άξιο λόγου δε. Δεν μπορούμε να βάζουμε ψηλά τον πήχυ για την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα και να αρκούμαστε σε κριτικές προχειρολογίες που επιτρέπουν να γίνεται θόρυβος για μέτρια έργα, ενώ τα σημαντικά τα περιβάλλει εκκωφαντική σιωπή που αποθαρρύνει την πρόσβασή τους από το αναγνωστικό κοινό. Πόσο νομίζετε ότι μπορεί να διατηρήσει ένας σπουδαίος συγγραφέας το φρόνημά του, υπ΄αυτές τις συνθήκες; Ας μη γελιόμαστε, όχι για πολύ. Προκειμένου να έχει αναγνώστες και να εκδίδεται, αναγκαστικά συμβιβάζεται με τα τρέχοντα «αν-αισθητικά» κριτήρια.
Στο βιβλίο σας, προσεγγίζετε τα δοκίμια του Νικόλα Κάλα όπως λέτε, σαν ψηφίδες θραυσματοποιημένων ψηφιδωτών, τις οποίες προσπαθήσατε να συναρμόσετε, με σκοπό να ανασυνθέσετε την συνολική εικόνα της κριτικής που ο Κάλας εμπνεύστηκε, επεξεργάστηκε και κατέθεσε στο σύνολο του έργου του. Πού βασίζετε αυτή την ιδέα;
Πιστεύω πως ο Νικόλας Κάλας υποχρεώθηκε να «σπάσει», κατά κάποιο τρόπο, σε κομμάτια το μοντέλο ερμηνείας και αξιολόγησης της ποίησης/ζωγραφικής, που συνέλαβε πολύ νέος, ακόμη, στη δεκαετία του 1930, και το οποίο δεν έπαψε να επεξεργάζεται όλα τα επόμενα χρόνια, διευρύνοντας συνεχώς τον διανοητικό του ορίζοντα. Καθε δοκίμιο που δημοσίευσε, πριν, στη διάρκεια και μετα τον B' Παγκόσμιο πόλεμο, κατ΄εμέ, είναι μια ψηφίδα που συνδέεται οργανικά με όλες τις άλλες ψηφίδες-δοκίμια του σύνθετου ψηφιδωτού που αποτελεί το συνολικό έργο του. Υποχρεώθηκε να εκθέσει τις διάφορες πτυχές αυτού του μοντέλου κριτικής, σταδιακά και επιμερισμένα, γιατί οι ογκώδεις μελέτες που επιχείρησε να εκδώσει, με θέματα σε άμεση σχέση με τη τέχνη – όπως το θέμα της ελευθερίας του δημιουργού, λ.χ. ή της ψυχανάλυσης του έργου, της σχέσης του με την ηθική ή την Ιστορία γενικά ή με την εποχή του ειδικότερα, δεν ευτύχησαν να βρουν εκδότη στην Αμερική. Κι αυτό γιατί ο Νικόλας Κάλας, ενώ έζησε κοντά πενήντα χρόνια στη Νέα Υόρκη, παρέμεινε ο κατ΄εξοχήν Ευρωπαίος φροϋδο-μαρξιστής διανοούμενος που διαμορφώθηκε σε σχέση, κυρίως, με την γαλλική σκέψη, την οποία αφομοίωσε και επεξεργάστηκε, αντιμετωπίζοντας, με το δικό της ιδιαίτερο πνεύμα, τόσο τη θεωρία του Μαρξ και τη διαλεκτική επιστημολογία όσο και τη θεωρία του Φρόυντ και ευρωπαίων συνεχιστών του. Εκτός από τους ζωγράφους της νεοϋορκέζικης ζωγραφικής του '60 και του '70 που τον εκτιμούσαν ή τον θαύμαζαν, ο μόνος Αμερικανός ποιητής που αναγνώρισε πολύ νωρίς το ιδιοφυές πνεύμα του Νικόλα Κάλα ήταν ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουΐλιαμς.
Εάν ο Νικόλας Κάλας έμεινε ένας ευρωπαίος διανοητής, ενώ έζησε επί τόσα χρόνια στη Νέα Υόρκη, δεν είναι περίεργο έως παράδοξο που δεν παρέμεινε στην Ευρώπη και μετανάστευσε στις Η.Π.Α.;
Ο Νικόλας Κάλας αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γαλλία για τις Η.Π.Α., λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Με το ξέσπασμά του, το ίδιο έκαναν πολλοί Ευρωπαίοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες (Κλώντ Λεβύ-Στρως, Χάννα Αρεντ, Αντρέ Μπρετόν, πολλοί σουρεαλιστές ζωγράφοι). Το ίδιο επιχείρησε και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, αλλά δεν τα κατάφερε. Εκείνη την εποχή, η Αμερική εκπροσωπούσε τον «νέο κόσμο» από την άποψη των δυνατοτήτων, που είχε τα περιθώρια να διασώσει και να αναπλάσει την υψηλή κουλτούρα μιας γερασμένης ηπείρου, η οποία ζούσε έναν δεύτερο εφιαλτικό πόλεμο. Ο Νικόλας Κάλας δεν θεοποιεί τη Νέα Υόρκη, θεωρεί την εγκατάστασή του εκεί αναπότρεπτη και μοιραία γι' αυτά που ονειρεύεται να κάνει. Ωστόσο, δεν παύει να την κοιτάζει με τα μάτια του Ευρωπαίου ποιητή και διανοούμενου που βλέποντάς την συνειρμικά ανακαλεί την αρχαία Ρώμη.
Από τον τίτλο ακόμη, τον αποκαλείτε μοντερνιστή. Δίνετε, υποθέτω, στον όρο θετική σημασία, τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια, στα καθ’ ημάς, ο μοντερνισμός βάλλεται; Τι εννοείτε χαρακτηρίζοντας τον Νικόλα Κάλα μοντερνιστή κριτικό;
Ο καλλιτεχνικός μοντερνισμός που έκανε την εμφάνισή του, στο δεύτερο μισό του 19ου αι., είχε τις ρίζες του στον φιλοσοφικό μοντερνισμό που φέρνουν στο προσκήνιο οι Κριτικές Πραγματείες του Καντ, μεταλλάσσοντας τη δογματική σε ανθρωποκεντρική μεταφυσική, τη θεοδικία σε ανθρωποδικία.
Ο καλλιτεχνικός μοντερνισμός που έκανε την εμφάνισή του, στο δεύτερο μισό του 19ου αι., είχε τις ρίζες του στον φιλοσοφικό μοντερνισμό που φέρνουν στο προσκήνιο οι Κριτικές Πραγματείες του Καντ, μεταλλάσσοντας τη δογματική σε ανθρωποκεντρική μεταφυσική, τη θεοδικία σε ανθρωποδικία. Ο φιλοσοφικός μοντερνισμός συνεχίσθηκε μέσα από αλλεπάλληλες υπερβάσεις του Χέγκελ, των μεταχεγκελιανών, του Μαρξ ή φιλοσόφων του 20ού αιώνα που παρείχαν στέρεο έδαφος για την ανάδυση και προώθηση του μοντερνισμού στην λογοτεχνία και στην τέχνη, με τον Μπωντλαίρ, τον Ρεμπώ, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Τζόυς, τον Απολλιναίρ, τους σουρεαλιστές κ.λ. Δικοί μας μελετητές και κριτικοί κατηγορούν τον μοντερνισμό άλλοτε ως αθεμελίωτο, άλλοτε ως αντιδραστικό ή δογματικό. Δεν αντιλαμβάνονται ότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί αποτελούν αντίφαση ως προς τον όρο γιατί πώς μπορεί ένα μοντερνιστικό έργο που μεταμορφώνει παραδεδομένες φόρμες να είναι αθεμελίωτο (αν ήταν αθεμελίωτο, πως θα έφτιαχνε μια νέα φόρμα;) ή αντιδραστικό; Η πώς μπορεί ένα έργο που υπερβαίνει τον ισχύοντα κανόνα ή που καινοτομεί κόντρα σ’ αυτόν, να είναι δογματικό ή συντηρητικό;
Ο Νικόλας Κάλας, λοιπόν, υπήρξε μοντερνιστής γιατί εισηγείται και εφαρμόζει το είδος της κριτικής που με την ικανότητά της να ερμηνεύει σε βάθος και να εξιχνιάζει στοιχεία που δεν παραδίδονται στην περιγραφή, βοηθά τον καλλιτέχνη να ανανεώνει συνεχώς την σχέση του με την παράδοση και να μεταμορφώνει τις παραδεδομένες φόρμες ή σημασίες.