Το δεύτερο βιβλίο του Διονύση Μαρίνου «Η Τελευταία Πόλη»’ (Γαβριηλίδης, 2012) εξελίσσεται στη Βοσνία την εποχή του εμφυλίου πολέμου, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Είναι το οδοιπορικό μας οικογένειας –πατέρας, μητέρα, και ένα μικρό παιδί– μέσα από τα ερείπια της ίδιας τους της χώρας προς την θάλασσα, που προσφέρει μια ουτοπική ελπίδα διαφυγής. Αφήγημα λιτό, σκληρό, ανθρωποκεντρικό, μας προκαλεί για μια συζήτηση με τον συγγραφέα του.
Του Δημήτρη Αργασταρά
Διονύση, γιατί διάλεξες τη Βοσνία και τον εκεί πόλεμο ;
H παγκόσμια λογοτεχνία είναι γεμάτη από πολεμικά μυθιστορήματα. Από τον Τολστόι έως τον μεσοπόλεμο του Χέμινγουεϊ και του Ρεμάρκ και από τις θηριωδίες των Ναζί έως την παράλογη εισβολή στο Βιετνάμ. Ο κατάλογος είναι μακρύς και περιλαμβάνει πολλές ετερόκλητες φωνές. Από την άλλη, τα Βαλκάνια είναι ένας τόπος ιδιαίτερος, εσωστρεφής, κατάσπαρτος από ιστορίες αίματος και αλληλεγγύης. Η Βοσνία και όσα συνέβησαν στην πρώην ενωμένη Γιουγκοσλαβία είναι κοντά μας, χρονικά και τοπικά. Έστω και εξ αντανακλάσεως βιώσαμε κι εμείς το ραγδαίο θρυμμάτισμα μιας χώρας σε μικρά κομμάτια και την καταλυτική επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης. Είδαμε να ξαναφτιάχνονται σύνορα, να αλλάζει η γεωπολιτική της ευρύτερης περιοχής. Εν μέρει μας πήραν κι εμάς τα σκάγια.
Υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στο βιβλίο και σε αληθινά περιστατικά που ήρθαν σε γνώση σου; Αν ναι, μπορείς να μας δώσεις κάποια παραδείγματα;
Σαφώς το έναυσμα για τη συγγραφή της «Τελευταίας Πόλης» ήταν ιστορίες που μου διηγήθηκαν άνθρωποι που έζησαν το πόλεμο στο πετσί τους. Άκουσα την εκδοχή των Σέρβων, των Κροατών, των Βόσνιων, άκουσα ακόμα και τον ήχο των ρημαγμένων κτηρίων και την αντάρα της θάλασσας. Αρχικά με… κάλεσε το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, όμως, όσο περισσότερο εισχωρούσα σ’ αυτό το πηγάδι του μίσους και του αλληλοσπαραγμού, τόσο συνειδητοποιούσα ότι χρειαζόμουν «άλλα» εργαλεία για να αναπτύξω την ιστορία μου. Άνθρωποι που έφυγαν από τα σπίτια τους, που εκτοπίστηκαν, οικογένειες που χωρίστηκαν στα δύο λόγω της καταγωγής τους, πρώην φίλοι που έγιναν ορκισμένοι εχθροί. Ο εμφύλιος πόλεμος, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εκδοχή πολέμου, είναι μια σπουδή πάνω στα όρια της ανθρώπινης σκληρότητας.
Ωστόσο, το ιστορικό πλαίσιο μπαίνει κάπως στην άκρη, εστιάζεις περισσότερο στα τραγικά πρόσωπα του βιβλίου. Μου άρεσε η σκηνή που η γυναίκα βρίσκει την βούρτσα για τα μαλλιά μαζί με τα λιγοστά απαραίτητα στον σάκο της. Ενδιαφέρεσαι όντως περισσότερο για τις ''εσωτερικές διαδρομές'' των ηρώων;
Σκοπός μου ήταν να αφηγηθώ μια ιστορία, αλλά όχι να κάνω μια αφήγηση της Ιστορίας. Ο κίνδυνος της δεύτερης εκδοχής είναι προφανής. Οι ιστορικές συνθήκες φυσικά υπάρχουν στο βάθος του κάδρου, όμως το κύριο μέλημά μου ήταν οι μικρές λεπτομέρειες των ηρώων. Θα έλεγα μάλιστα πως δεν πρόκειται καν για ήρωες, αλλά για αρχέτυπα αντι-ηρώων. Η βούρτσα που αναφέρεις είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, μια χαλασμένη κονσέρβα, η σκιά που κάνει η κουρασμένη πλάτη ενός ανθρώπου. Αυτά τα μικρά πράγματα ήταν που ήθελα να φέρω στην επιφάνεια. Ο μικρόκοσμος μιας απεχθούς πραγματικότητας. Η εσωτερική θερμοκρασία μιας φευγαλέας σκέψης, ενός εφιάλτη που επανέρχεται, το όνειρο της σωτηρίας που ξεμακραίνει.
Πιστεύεις πως οι ακραίες καταστάσεις μπορούν να αλλάξουν τον άνθρωπο;
Αυτό που ονομάζουμε μεταιχμιακή προσωπικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από το «αρνητικό» της καθημερινής φορεσιάς μας. Με εξαίρεση τις σχιζότυπες, αντικοινωνικές και παθολογικές περιπτώσεις, που δεν μας αφορούν στο συγκεκριμένο σημείο, όλοι οι υπόλοιποι κινούμαστε πάνω σε αυτό το οριακό σχοινί. Ανάμεσα στη λογική και στην ολική κατάρρευσή της. Το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη δεν είναι αναίμακτο. Κάτι αφήνεις πίσω, μια καινούργια εκδοχή εαυτού εμφανίζεται στο προσκήνιο. Χάνοντας τις σταθερές του κοινωνικού βίου, η αλλαγή είναι θεμελιώδης και συντριπτική. Ποτέ δεν θα γίνεις ξανά, αυτός που ήσουν.
Το βιβλίο σου με έκανε να αναρωτηθώ πώς θα μπορούσε κανείς να διατηρήσει την ανθρωπιά του, όταν όσα θεωρούσε σταθερά και δεδομένα ανατρέπονται; Αυτό είναι ένα επίκαιρο ερώτημα και για εμάς, στις μέρες μας. Τελικά, το να χάσει κανείς τις ανθρώπινες αξίες του, το να εξαγριωθεί, είναι μονόδρομος;
Δεν ξέρω αν υπάρχει φάρμακο που να διατηρεί την ανθρώπινη οντότητα εντός μας. Όντως το ερώτημα είναι κάτι παραπάνω από επίκαιρο. Αν ο εξανδραποδισμός και η εξαχρείωση είναι ο μόνος δρόμος που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, τότε είναι σαν να πετάμε αβασάνιστα, στο καλάθι των αχρήστων, αιώνες πολιτισμού, κατακτήσεις του ανθρώπου από την Αναγέννηση και εντεύθεν. Υπάρχει μια σταθερή πλατφόρμα ανθρώπινης εμπειρίας πάνω στην οποία οφείλουμε να πατήσουμε. Να αντισταθούμε στη βαρβαρότητα, αυτό είναι το χρέος μας και πρέπει να το κάνουμε παντί τρόπω. Ακόμα και αν ξέρουμε πως ο αγώνας είναι από χέρι χαμένος.
Ένας στρατιώτης τούς ρωτά «είστε με εκείνους ή με εμάς;» Και η οικογένεια μόλις συνειδητοποιεί πώς δεν έχει κάτσει να σκεφτεί τα στρατόπεδα και την θέση της μέσα σε αυτά. Σε έναν πόλεμο, δεν πρέπει να διαλέγουμε στρατόπεδο, να παίρνουμε θέση;
Η απάντηση που δίνει η οικογένεια στο βιβλίο είναι χαρακτηριστική γιατί υποδηλώνει την απώλεια της ταυτότητάς τους. Οι προσωπικότητές τους, το παρελθόν έχουν υποστεί έναν άγριο βιασμό. Το κέντρο βάρους τους ολισθαίνει προς ένα ανεξερεύνητο χάος. Δεν προλαβαίνουν να διαλέξουν στρατόπεδο. Σύμμαχός τους είναι το δέντρο που θα τους κρύψει, η καλύβα που θα τους στεγάσει, το θολό νερό που θα τους ξεδιψάσει. Ο πόλεμος –εν γένει– σε αναγκάζει να πάρεις θέση ακόμα και αν δεν το επιθυμείς. Ακόμα και αν βλέπεις ανάγλυφο τον παραλογισμό και την ανηθικότητα. Νομίζω πως σε αυτές τις καταστάσεις, οριακές όπως τις σκιαγράφησα προηγουμένως, ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο και όχι πρωταγωνιστής. Εξουσιάζεται από τις ζωώδεις παρορμήσεις του. Ξέρω, είναι μια σκληρή αλήθεια, ωστόσο είναι η πιο πιθανή αλήθεια.
Πολλοί ξαφνιάστηκαν με το τέλος του βιβλίου. Χωρίς να το αποκαλύψουμε, θα λέγαμε πως το χαρακτηρίζει ιδιαίτερη σκληρότητα, πως δεν είναι happy end. Ένα σχόλιο για αυτό;
Το τέλος του βιβλίου υποσημειώνει με τρόπο εμφατικό την μετεξέλιξη του κεντρικού ήρωα σε κάτι «άλλο». Μέσα του πιστεύει πως προβαίνει σε μια πράξη αλληλεγγύης ιδιαίτερης υφής. Σώζει καταστρέφοντας, αυτό που είναι καταδικασμένο να αφανιστεί. Ενεργεί ως ένας μικρός Θεός θεωρώντας πως είναι η ύστατη (ίσως και η μοναδική) δυνατότητα που έχει για να επέμβει στο προδιαγεγραμμένο σενάριο της ζωής. Αυτό που συμβαίνει στην «Τελευταία Πόλη» είναι ένα μυθιστορηματικό τέλος. Φευ, η ίδια η ζωή έχει να επιδείξει σκληρότερες επιφάνειες.
Υπάρχουν επόμενα συγγραφικά σχέδια σε εξέλιξη;
Υπάρχουν και είναι εν πολλοίς αντικρουόμενα. Ένα μυθιστόρημα βρίσκεται σε εξέλιξη, τα ποιήματα μαζεύονται επικίνδυνα, το ένα πεδίο τροφοδοτεί και αντιμάχεται το άλλο. Πιστεύω πως μετά το καλοκαίρι θα έχω καταλήξει ποιο δρόμο θα ακολουθήσω.