
Πέντε λεπτά με μια συγγραφέα. Σήμερα, η Μαργαρίτα Στ. Κοντού, για τη νουβέλα της «Το Μαριουλάκι» (εκδ. Βακχικόν).
Επιμέλεια: Book Press
Το Μαριουλάκι είναι η πρώτη σας νουβέλα. Έχετε ήδη εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων. Ποιες προκλήσεις προέκυψαν κατά τη συγγραφή του πρώτου σας εκτεταμένου πεζού;
Το Μαριουλάκι προέκυψε από ηθική και συναισθηματική ανάγκη. Επίσης, από τις προκλήσεις της τότε εποχής, την οποία προσπάθησα να γνωρίσω μέσα από εφημερίδες, βιβλία και διηγήσεις γονιών και συγγενών.
Η πρωταγωνίστρια της νουβέλας, η Μαρία, καταφεύγει στην πρωτεύουσα για να γίνει ψυχοκόρη. Θέλετε να μας μιλήσετε για την ηρωίδα σας; Γιατί για τον τίτλο επιλέξατε το παρατσούκλι «Μαριουλάκι», με το οποίο τη φωνάζει η μητέρα της;
Η ηρωίδα μου είναι μέγιστο κομμάτι της ζωής μου, λόγω δεσμών αίματος. Είναι η μητέρα μου. Τα παρατσούκλια-χαϊδευτικά συνηθίζονταν στο νησί, όπως γίνεται και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας, σε παρόμοια μορφή. Προτίμησα αυτό σαν τίτλο του βιβλίου για να κάνω τη Μαρία περισσότερο οικεία στους αναγνώστες και να της αποδώσω την αγνότητα και την τρυφερότητα της ηλικίας της.
Ανάμεσα στα αληθινά γεγονότα και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα;
Τα πραγματικά γεγονότα είναι το βασικό συστατικό. Κάτι σαν το προζύμι, που γίνεται από αλεύρι, νερό και μαγιά. Η Μαρία στα νεανικά της χρόνια βίωσε γεγονότα και καταστάσεις τα οποία θεωρώ ότι έπλασαν κατά πολύ τον χαρακτήρα της. Η μυθοπλασία και οι πληροφορίες έρχονται να συμπληρώσουν τα γραφόμενά μου και το τελικό αποτέλεσμα. Όπως το σουσάμι, οι σπόροι, οι σταφίδες και οι ξηροί καρποί και ενδεχομένως άλλα υλικά που προσθέτουμε στον επιούσιο άρτο μας. Θα τολμούσα να πω ότι η πλάστιγγα γέρνει στα βασικά και αληθινά γεγονότα για τη δημιουργία του βιβλίου μου.
Οι συγγραφείς και ποιητές που έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει μου ασκούν γοητεία, μικρή ή μεγαλύτερη.
Στο Μαριουλάκι παρατηρείται έντονη διακειμενικότητα. Παραθέτετε σύντομα αποσπάσματα από έργα άλλων συγγραφέων και ποιητών, όπως του Φερνάντο Πεσσόα και του Κώστα Καρυωτάκη, ενώ αναφέρεστε και στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, τον Κάρολο Κουν, κ.ά. Τι προσφέρει στο βιβλίο σας αυτή η τεχνική;
Η διακειμενικότητα προέρχεται από το Ιταλικό intertexto, δηλαδή «υφαίνω», και δημιουργήθηκε πρώτη φορά από την Julia Kristeva, τέλη δεκαετίας του '60. Κατ' αυτήν, «ασκείται επίδραση ανάμεσα στους λογοτέχνες. Κάθε κείμενο είναι ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις. Κάθε κείμενο αφομοιώνει και αναμορφώνει ένα άλλο». Οι συγγραφείς και ποιητές που έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει μου ασκούν γοητεία, μικρή ή μεγαλύτερη. Αυτό λοιπόν επιθυμώ να το καταθέσω και να το μοιραστώ με τους φίλους αναγνώστες. Επιπλέον, ίσως κεντρίσω το ενδιαφέρον τους ώστε να ανατρέξουν και να ανακαλύψουν το συγγραφικό τους έργο, αυτό που μας κληρονόμησαν. Εκτός από τα παραπάνω θεωρώ ότι με τη διακειμενικότητα τα γραφόμενά διανθίζονται και υφαίνονται. Γίνονται λιγότερο μονότονα. Σαν να παίρνουν χρώματα κι αρώματα. Όπως και στους μύθους του Πλάτωνα και τις παραβολές του Χριστού. Συμπεριλαμβάνω αυτήν την τεχνική στις αποσκευές μου σαν πλούτο μάθησης και ανάγκη αναφοράς σε διαχρονικές αξίες.
Τα βαθύτερα θέματα και οι επεξεργασίες τους σε κάθε συγγραφικό ή άλλο έργο τέχνης παρατίθενται από τους δημιουργούς χωρίς να εξηγούνται.
Λένε ότι «ένα μεγάλο μυθιστόρημα, χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο δικό σας μυθιστόρημα;
Τα θέματα, μεγάλα ή μικρά, στα μυθιστορήματα και τα διηγήματα είναι οι αφορμές. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ποιήματα εξάλλου. Ας είναι μικρότερα σε έκταση-μέγεθος. Η εκάστοτε αφορμή, σαν θρυαλλίδα, πυροδοτεί τις εκρηκτικές ύλες της σκέψεις. Κινητοποιεί την έκφραση και τη διάπλαση κειμένων και ποιημάτων. Ο κάθε συγγραφέας ή ποιητής, στη συνέχεια πιάνει «τα εργαλεία» του και διαμορφώνει το ακατέργαστο υλικό που έχει στο νου του. Όπως κάνει ο γλύπτης με ένα συμπαγές μάρμαρο, που καταλήγει να το πλάθει και να το σμιλεύει σε έργο τέχνης. Τα βαθύτερα θέματα και οι επεξεργασίες τους σε κάθε συγγραφικό ή άλλο έργο τέχνης παρατίθενται από τους δημιουργούς χωρίς να εξηγούνται, μέσω της επικοινωνίας με τους συνανθρώπους. Ο καθένας τότε βγάζει τα δικά του συμπεράσματα, ανάλογα με τις εκτιμήσεις και τις αξίες του. Κανένας καλλιτέχνης -πιστεύω- δεν θέλει να απομαγεύσει το έργο του.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαργαρίτα Στ. Κοντού, με καταγωγή από τη Μύκονο, κατοικεί στο Χαϊδάρι. Εργάστηκε στον Διομήδειο Βοτανικό Κήπο του Πανεπιστημίου Αθηνών ως διοικητική υπάλληλος για τριάντα τέσσερα χρόνια. Έχει συμμετάσχει σε κύκλους μαθημάτων δημιουργικής γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Επίσης, είναι μέλος της Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών και συντονίστρια στις Λογοτεχνικές Λέσχες Ανάγνωσης Χαϊδαρίου και Νέας Φιλαδέλφειας.
Επιπλέον, έλαβε μέρος σε σειρά μαθήματων τέχνης με τη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο της Στοάς του Βιβλίου και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Υπήρξε μαθήτρια του Αλέκου Φασιανού και πίνακές της έχουν εκτεθεί σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Κατά καιρούς έχει φιλοτεχνήσει εξώφυλλα λογοτεχνικών βιβλίων, λευκώματα, κάρτες και ημερολόγια.
Άρθρα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα περιοδικά κι εφημερίδες, αλλά και διαδικτυακά. Έχει λάβει βραβεία και επαίνους σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, αλλά και για το σύνολο του έργου της από τους Δήμους Χαϊδαρίου και Μυκόνου. Επίσης, έλαβε το Α' Βραβείο Ποίησης από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (2009) και το Β' Βραβείο Ποίησης από τον Α.Σ.Δ.Α. (2007 και 2009).
Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές με τελευταία τις Αμμοθίνες (Βακχικόν 2020) και τη συλλογή διηγημάτων Περιστέρια από πέτρα (Βακχικόν 2023). Το Μαριουλάκι είναι η πρώτη της νουβέλα.