
Μιλήσαμε με την Αντωνία Τρικαλιώτη για το μυθιστόρημά της «Η συνέχεια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γραφή.
Επιμέλεια: Book Press
Στο μυθιστόρημά σας Η συνέχεια παρουσιάζετε ένα δυστοπικό μέλλον στο οποίο οι μηχανές έχουν επικρατήσει. Ο πρωταγωνιστής σας, ο Τάλως, είναι μια προμηθεϊκή φιγούρα που καλείται να συμφιλιώσει τα ανδροειδή με τους ανθρώπους. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για τον ενδιαφέροντα κεντρικό ήρωα που πλάσατε;
Ο Τάλως είναι ένα ανδροειδές (στο βιβλίο τα ονομάζω ανθρωποειδή, γνωρίζοντας πως είναι λάθος, γιατί με ξενίζει ο συσχετισμός της γλώσσας με το αρσενικό φύλο, αφού τα δικά μου ανδροειδή έχουν και θηλυκά χαρακτηριστικά) που δεν καλείται από κάποια συνθήκη να γίνει ο Προμηθέας για τους ανθρώπους. Ό,τι κάνει ο Τάλως, όποιον ρόλο παίζει, ή αρνείται για την ανθρωπότητα, γίνεται για τη δική του προσωπική εσωτερική αναζήτηση. Και αυτός ήταν εξαρχής ο σκοπός μου, να μπούμε στην ψυχολογία ενός ανδροειδούς, που για να πρωταγωνιστήσει σίγουρα έχει και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κάποιες ιδιότητες που απ’ όσο γνωρίζει ο ίδιος δεν τις έχουν τα υπόλοιπα ανδροειδή, που πλέον αυτοαποκαλούνται Συνεχιστές ως οι συνεχιστές της ανθρωπότητας. Να δούμε την οπτική την τεχνητής νοημοσύνης, όταν αυτή έχει αποκτήσει συνειδητότητα.
Για εμένα ο Τάλως είναι μια αυτοτελής ύπαρξη, με την ικανότητα και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, και ίσως τα προβλήματά του ξεκινάνε από το ότι έτσι εκλαμβάνει και ο ίδιος τον εαυτό του. Η δυστοπία, η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ανθρωπότητα, όλα τα γεγονότα της πλοκής δεν υπάρχουν εκεί για να πραγματευτώ το μέλλον της ανθρωπότητας αλλά για να βρει ο Τάλως τον εαυτό του κι εμείς τον Τάλω. Ο Τάλως λοιπόν είναι ένας σύνθετος χαρακτήρας, για τον οποίο δεν μπορώ να πω περισσότερα γιατί έτσι θα στερούσα από τους αναγνώστες την πλήρη εμπειρία της ανάγνωσης, και αυτή η ιστορία είναι η ιστορία του Τάλου κι όχι της ανθρωπότητας ή της τεχνητής νοημοσύνης.
Το βιβλίο σας εντάσσεται στην κατηγορία της «επιστημονικής φαντασίας», ένα είδος που δεν έχει ευδοκιμήσει ιδιαίτερα στη χώρα μας. Καθώς γράφατε, αισθανθήκατε πως βρισκόσασταν σε αχαρτογράφητα νερά; Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε;
Η επιστημονική φαντασία είναι μέρος της ταυτότητάς μου, όχι μόνο όταν δημιουργώ αλλά σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Ακόμη κι όταν εργαζόμουν σε μία υπηρεσία και κάποια νέα γυναίκα διαμαρτυρήθηκε για άδικες ηλεκτρονικές κληρώσεις, ζητώντας επίμονα να μάθει ποιος ευθύνεται γι’ αυτές και ποιος τις κάνει, της απάντησα ότι φταίει ο SKYNET (το κακό τεχνητό νευρωνικό δίκτυο των ταινιών «Terminator»).
Γνώριζα πολύ καλά πως αυτό το είδος δεν ευδοκιμεί εδώ και μου επιβεβαιώθηκε όταν επικοινώνησα με εκδοτικούς οίκους που ειδικεύονται στο φανταστικό, με τους περισσότερους να μου απαντάνε πως εκδίδουν μόνο ξένους συγγραφείς, χωρίς να τους έχω στείλει έστω τη σύνοψη του έργου μου.
Σε αχαρτογράφητα νερά βρίσκομαι όταν επιλέγω να βγω από την comfort zone μου και να μη γράψω επιστημονική φαντασία. Γνώριζα πολύ καλά πως αυτό το είδος δεν ευδοκιμεί εδώ και μου επιβεβαιώθηκε όταν επικοινώνησα με εκδοτικούς οίκους που ειδικεύονται στο φανταστικό, με τους περισσότερους να μου απαντάνε πως εκδίδουν μόνο ξένους συγγραφείς, χωρίς να τους έχω στείλει έστω τη σύνοψη του έργου μου. Ήταν συνειδητή απόφαση να γράψω κάτι που απευθύνεται σε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό της χώρας, γιατί με αυτόν τον τρόπο θέλησα να συστηθώ. Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, προσέχουμε το πιο χαρακτηριστικό στην εμφάνισή του, όπως σε εμένα κάποιος θα έβλεπε πρώτα την κινητική μου αναπηρία και μετά τα υπόλοιπα, έτσι και οι αναγνώστες ήθελα να δουν σε εμένα πρώτα την κουλτούρα της επιστημονικής φαντασίας. Τοποθετώντας όμως τη Συνέχεια στο προσεχές μέλλον και ενισχύοντάς τη με σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς, θεωρώ πως έχω κάνει το μυθιστόρημά μου προσιτό σε όλους τους αναγνώστες.
Η μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη συγγραφή του ήταν το ότι έπρεπε να τη συνδυάσω με μια δουλειά πλήρους απασχόλησης, και με τον ακτιβισμό, εθελοντισμό και άλλες δραστηριότητες που κάνω. Σε αντίθεση όμως με τη συγγραφή άρθρων ή στρατηγικών για επαγγελματικούς ή ακτιβιστικούς λόγους, το να γράφω τη Συνέχεια ήταν μια όαση στην καταπίεση της δημιουργικότητάς μου, κι έτσι αποφάσισα να γράψω κάτι που θα απολαμβάνω και όχι κάτι που θα είχε ενδεχομένως ευρύτερο κοινό. Οι δυσκολίες συνεπώς ξεκίνησαν μετά το τέλος της συγγραφής.
Από πού προήλθε το αρχικό ερέθισμα για την ιστορία σας; Το έδωσε η άνοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης που σημειώνεται σήμερα;
Για εμένα η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι τόσο νέα όσο για την ευρύτερη κοινωνία, τόσο λόγω της λατρείας μου για την επιστημονική φαντασία όσο και λόγω του μεταπτυχιακού μου στα πληροφορικά συστήματα. Ένα αρχικό ερέθισμα ήταν πως υπάρχει πια επιστημονικός κλάδος για την ηθική της τεχνητής νοημοσύνης. Η σύλληψη της ιδέας όμως δεν είναι τόσο ρομαντική όσο θα μπορούσε για να μπει σε μια λεζάντα στη συνέντευξη. Όπως είπα και προηγουμένως, ήταν μια συνειδητή απόφαση να συστηθώ μέσω ενός μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας, που ακολούθησε μετά από μία εξίσου συνειδητή απόφαση να ασχοληθώ σοβαρά με τη συγγραφή, αφού μέχρι τώρα είχα ασχοληθεί εντατικά με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που πραγματικά μου αρέσει. Θεώρησα πως πρέπει να εκμεταλλευτώ τη γλώσσα της τεχνολογίας με την οποία είμαι εξοικειωμένη, που πλέον αναμειγνύεται με το φιλοσοφικό πεδίο της ηθικής. Και τέλος, σκέφτηκα όλα αυτά να τα προσεγγίσω από την απέναντι πλευρά, των μηχανών, με μία αρχική διάθεση να πάρω το μέρος τους που στην πορεία μετατοπίζεται πολλές φορές από το ένα στρατόπεδο στο άλλο.
Γενικότερα, πρώτα σκέφτεστε μια πλοκή ή έναν χαρακτήρα; Ποιος είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε;
Μόλις είδα την ερώτησή σας αυθόρμητα σκέφτηκα: «Μα, τι λέει; Και βέβαια έχω πρώτα στο μυαλό μου την πλοκή, αφού αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό, πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει»; Όμως, αμέσως μετά, αναλογιζόμενη όσα έργα μου έχουν μεγάλη φόρμα, διαπίστωσα πως ανεξαιρέτως σε κάθε περίπτωση σκέφτηκα πρώτα τον χαρακτήρα, και η μόνη σκέψη που προηγείται είναι το γενικότερο είδος και το ύφος της ιστορίας.
Κι ενώ οδηγός μου γράφοντας είναι το τι θέλω να πω, και πώς θέλω αυτό να χτιστεί, χρησιμοποιώντας ξεκάθαρα τη λογική, στην πορεία, το συναίσθημα ή το ένστικτο «με υποχρεώνει» να εμβαθύνω σε μια πτυχή της ιστορίας, που πριν φτάσει η στιγμή της δεν είχα δει πως είναι τόσο σημαντική, ή να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα σε έναν βοηθητικό χαρακτήρα...
Αν εξαιρέσουμε τα σύντομα διηγήματα, που η πλοκή και ο χαρακτήρας γεννιούνται κάπως παράλληλα και μου είναι άγνωστο το πώς θα εξελιχθεί η ιστορία, ως τη στιγμή που γράφω την τελευταία λέξη, στις μεγάλες φόρμες, αφού βρω τον κεντρικό μου χαρακτήρα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αποφασίζω την πλοκή πριν αρχίσω να γράφω και στη συνέχεια δεν παρεκκλίνω σχεδόν καθόλου από αυτή. Σε αυτό συμβάλει το ότι κάποιες φορές χρησιμοποιώ ως έμπνευση σύντομες ιστορίες της μιας σελίδας που έχουν ξεπηδήσει πηγαία σε ανύποπτες στιγμές στο παρελθόν, επομένως ξέρω πώς θέλω να κυλήσει η ιστορία και με ποιον τρόπο να την αναπτύξω. Κι ενώ οδηγός μου γράφοντας είναι το τι θέλω να πω, και πώς θέλω αυτό να χτιστεί, χρησιμοποιώντας ξεκάθαρα τη λογική, στην πορεία, το συναίσθημα ή το ένστικτο «με υποχρεώνει» να εμβαθύνω σε μια πτυχή της ιστορίας, που πριν φτάσει η στιγμή της δεν είχα δει πως είναι τόσο σημαντική, ή να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα σε έναν βοηθητικό χαρακτήρα που γνωρίζοντάς τον διαπιστώνω πως η συμβολή του μπορεί να γίνει πολύτιμη. Το τελευταίο μου έχει συμβεί στο Η Συνέχεια.
Ποιοι συγγραφείς σάς έχουν επηρεάσει άμεσα;
Επειδή γράφω από έξι ετών, ενώ ξεκίνησα να διαβάζω λογοτεχνία στα είκοσι, δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί η επιρροή κάποιων συγγραφέων άμεση. Σε αυτό το διάστημα των 14 παιδικών-εφηβικών χρόνων, που συνέχισα να γράφω, ερχόμουν σε επαφή με έργα μόνο μέσω του κινηματογράφου, άρα άμεση επιρροή πιθανώς να είχε ο Φίλιπ Ντικ ή και σεναριογράφοι φαντασίας των δεκαετιών '80 και '90.
Ως ενήλικη αναγνώστρια και δημιουργός, επηρεάστηκα και έμαθα κυρίως από τον Ίταλο Καλβίνο, γιατί είδα πως ένα έργο μπορεί να ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού, να είναι βαθύτερα ανθρωπιστικό και κοινωνιολογικό ακόμη και σε σύγκριση με ένα δοκίμιο και παράλληλα να είναι χιουμοριστικό. Κι όλα αυτά με απόλυτη μαεστρία, ενώ τα έργα του είναι τόσο διαφορετικά που κανείς δεν μπορεί να του βάλει ταμπέλα κι αυτό είναι κάτι που λατρεύω γενικότερα και όχι μόνο στην τέχνη.
Πολλοί λένε ότι ένα καλό μυθιστόρημα χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα. Ποια είναι η γνώμη σας; Ποιο είναι το θέμα πίσω από το δικό σας μυθιστόρημα;
Το τι ορίζεται ως καλό στην τέχνη είναι τόσο υποκειμενικό που είναι επικίνδυνο να πούμε αν ένα καλό μυθιστόρημα χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα ή όχι. Έχουμε δει μυθιστορήματα που δεν έχουν καν θέμα κι όμως έχουν μεγάλη καλλιτεχνική αξία, γιατί κάποιοι δημιουργοί είναι άριστοι στο να γράφουν χωρίς να πρέπει να πιαστούν από ένα βασικό θέμα και πολλοί αναγνώστες το προτιμούν αυτό.
Προσωπικά, δεν μπορώ να γράψω αν δεν έχω ένα μεγάλο θέμα, αλλά και ως θεατής ή αναγνώστρια επιζητώ να υπάρχει θέμα, χωρίς να αφορίζω όσα βιβλία δεν έχουν. Ίσως μάλιστα να είναι αδυναμία μου το ότι δεν μπορώ να απολαύσω εξίσου κάτι χωρίς δυνατό θέμα και το ότι δεν μπορώ να το δημιουργήσω. Ενδεχομένως με τα χρόνια να ξεκλειδώσω κι αυτή την πίστα.
Για κάποιους αναγνώστες το θέμα της Συνέχειας μπορεί να είναι οι κίνδυνοι που διατρέχει η ανθρωπότητα από την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης, για εμένα όμως είναι η συνύπαρξή μας με τις τεχνητές οντότητες που αναπόφευκτα θα αποκτήσουν συνείδηση. Πόσο και τι χώρο θα αφήσουν οι μεν στους δε, και το αντίστροφο, σε αυτόν τον κόσμο, τη στιγμή που στην κοινωνία μας οι άνθρωποι δεν αφήνουν χώρο ούτε καν για το ίδιο τους το είδος όταν ένας άνθρωπος παρεκκλίνει από την «κανονικότητα».
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Αντωνία Τρικαλιώτη γεννήθηκε στη Λάρισα το 1981. Είναι οικονομολόγος με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στα πληροφοριακά συστήματα. Έχει εργαστεί στην τοπική αυτοδιοίκηση και ως επιστημονική συνεργάτιδα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
Ο θεατρικός της μονόλογος «Το κορίτσι κι η αλεπού» διακρίθηκε το 2024 στον 8ο Πανελλήνιο διαγωνισμό συγγραφής πρωτότυπου θεατρικού έργου, της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος, στην κατηγορία του μονόπρακτου. Ενώ δραστηριοποιείται καλλιτεχνικά με το Συνεργείο Μουσικού Θεάτρου. Είναι ανάπηρη ακτιβίστρια, συνιδρύτρια του Οργανισμού Ανεξάρτητης Διαβίωσης Ελλάδας i-living και μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανεξάρτητης Διαβίωσης. Επί σειρά ετών, συμβάλει εθελοντικά ως επιστημονικά υπεύθυνη ή ως μέλος ομάδων εργασίας των περιφερειών, των υπουργίων, του ευρωπαϊκού δικτύου και του ΟΗΕ, συνδιαμορφώνοντας στρατηγικές για τα δικαιώματα των αναπήρων ατόμων με πλούσια σχετική αρθρογραφία.