Με αφορμή το νέο του λογοτεχνικό έργο «Επικράτειες» (εκδ. Περικείμενο) συζητάμε με τον συγγραφέα Κωνσταντίνο Π. Βλαχογιάννη για τα ψυχικά και λογοτεχνικά τοπία, την αδυναμία να ορίσουμε το σώμα μας και τη γλώσσα ως πρωταρχικό δοχείο για την κατασκευή της πραγματικότητας.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Αν οι επικράτειες ορίζουν κάτι χωρικά συγκεκριμένο, κάτι εντελώς περιχαρακωμένο πάνω στον χάρτη, οι ψυχικές, οι σωματικές και οι λογοτεχνικές (ειδικά αυτές) διαμορφώνουν νέους τόπους εξερεύνησης. Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Π. Βλαχογιάννης με το βιβλίο του Επικράτειες (εκδ. Παρακείμενο) διερευνά αυτού του είδους τα «σύμπαντα».
Το ύφος της γραφής του είναι ιδιοσυγκρασιακό. Θυμίζει έντονα μυθιστόρημα βγαλμένα από τη μεταμοντέρνα «μήτρα», δίχως αυτό να σημαίνει ότι περιορίζεται σε ένα δομικό και υφολογικό βάθος αδιαφορώντας για την πλοκή (αν υποθέσουμε πως κάτι τέτοιο είναι πάντα απαραίτητο). Απλώς το κάνει με τον τρόπο του.
Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι Επικράτειες, εντούτοις έχω την αίσθηση πως δεν αναφέρεστε τόσο σε χωρικά ορόσημα όσο σε ψυχικά. Πώς τα ορίζετε;
Είναι ένα ερώτημα εύγλωττο. Προφανώς και η λέξη «επικράτειες» δεν αναφέρεται μόνο σε γεωγραφικές περιοχές, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, τόσο τα «τοπία» του νου, όσο και στις ψυχικές διαθέσεις. Ως όρος διαθέτει μια ευελιξία. Υπάρχει, για παράδειγμα, η επικράτεια της θλίψης, η επικράτεια του πόνου, η επικράτεια της ασθένειας. «Υπάρχουν πολλές και διάφορες επικράτειες», γράφει κάπου ο Μέτσγκερ, ο κεντρικός ίσως χαρακτήρας του βιβλίου. Στα γραπτά του συνήθως μετατοπίζει τη συλλογιστική του από το μερικό στο γενικό, από το οργανικό στο συλλογικό, από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Η λέξη ωστόσο «επικράτειες» είναι στον πληθυντικό αριθμό. Κατ’ επέκτασιν αφορά έννοιες ή οντότητες αυτόνομες και σαφώς διαχωρισμένες. Ο Μέτσγκερ τέλος καταλήγει να υποστηρίξει πως «όλες οι επικράτειες είναι μία επικράτεια». Η έννοια του πληθυντικού κόσμου αντιπαρατίθεται με την έννοια της ενικής πραγματικότητας.
Στην απόφαση να δοθεί στο βιβλίο ο συγκεκριμένος τίτλος μάλλον συνέβαλε επιθυμία να τονιστεί αυτή η αντίφαση. Το βιβλίο διερευνά με συνέπεια τη διασύνδεση των ανθρώπινων όντων, ένα θέμα που φέρει μια παραστατική πτυχή. Η κατάδειξη της αλληλεξάρτησης, δηλαδή η αναγνώριση του «από κοινού» χαρακτήρα της ύπαρξής μας, μπορεί να συνεισφέρει στην ενδυνάμωση των σχεσιακών μας δεσμών. Η αλληλεξάρτηση λαμβάνει άλλη δυναμική ή νόημα τη στιγμή που αναγνωρίζεται. Η εξάρτηση από τους άλλους προηγείται της ανάπτυξης του ατομικού μας εαυτού. Από αυτή την πρωτογενή εμπειρία τού να είμαστε εξαρχής παραδομένοι στους άλλους αναδύεται στη συνέχεια ένα «εγώ», το οποίο όμως δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στη μέριμνα του εαυτού του. Η ατομική ύπαρξη εξαντλεί την όποια σημασία της εντός των ορίων του εαυτού της και αυτό δημιουργεί αυτόματα ένα διαχωρισμό.
Οι ήρωές σας είναι άνθρωποι που έχουν άμεση και οργανική σχέση με τη γραφή. Είναι η λογοτεχνία μια άλλη επικράτεια;
Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι η λογοτεχνία είναι ένας τόπος και η περιδιάβαση σε αυτόν τον τόπο προϋποθέτει το ταξίδι. Ο αναστοχασμός πάνω στην έννοια του ταξιδιού, όπως επίσης και πάνω στη λογοτεχνία και τη γλώσσα, είναι από τους βασικούς αρμούς του βιβλίου. Στην πρώτη ιστορία το ταξίδι είναι νοητικό. Το βιβλίο του Μέτσγκερ παρουσιάζεται ως όχημα για το ταξίδι του αναγνώστη. Βέβαια οι Επικράτειες υπάρχουν μόνο στο μυαλό, είναι ένας μη-τόπος. Στη δεύτερη ιστορία εξυφαίνεται το παράδοξο του να φεύγεις συνέχεια, αλλά στην ουσία να μην πηγαίνεις πουθενά παρά να κατοικοεδρεύεις στα VIP σαλόνια των αεροδρομίων. Είναι μια απλή μετακίνηση χωρίς ουσιαστική παρουσία σε έναν ακόμη μη-τόπο. Ο μη-τόπος δεν είναι η παρουσία, αλλά η απουσία. Δεν είναι η προσέγγιση, αλλά η απόσταση. Η έννοια του μη-τόπου, δηλαδή ενός μη κοινού τόπου διαφαίνεται και στην προβληματική επικοινωνία μεταξύ των προσώπων του βιβλίου. Διαφαίνεται επίσης και από τη διάσταση που επιφέρει η ασθένεια μεταξύ σώματος και νου.
Στο Νησί στον χάρτη, το έτερο μεγάλης έκτασης κείμενο που λειτουργεί και σαν αντίθετος πόλος με τις Επικράτειες, το όχημα είναι ένα πλοίο. Το ταξίδι δεν είναι πλέον του αναγνώστη, αλλά του συγγραφέα. Το νησί είναι ένα αμφίβολο σημείο στο χάρτη, πλανάται σαν ιδέα, σαν υπόθεση, είναι ένα κατασκεύασμα του μυαλού. Ωστόσο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, οι ήρωες αναζητούν τη χαμένη αρμονία. Είναι μια διαδικασία επούλωσης με αμφίβολο αποτέλεσμα. Η οποία διαδικασία προσομοιάζει αυτήν της συγγραφής, στην οποία το ζητούμενο θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι πάλι η επούλωση. Στο τελευταίο κείμενο το όχημα είναι ένα τρένο. Η όλη συλλογιστική αφορά στην αντίληψη σχετικά με το χώρο και το χρόνο. Στην πορεία ο αφηγητής διαπιστώνει πως στερεός χρόνος και εδραίος τόπος δεν υπάρχουν, παρά μόνο ως πεισματικές κι επίμονες ψευδαισθήσεις. Ο μόνος προσβάσιμος τόπος, λοιπόν, είναι η λογοτεχνία, ένας τόπος φασματικός, που υπάρχει μέσα στο μυαλό των βασικών ηρώων. Αυτός ο κοινός τόπος εμμέσως επισημαίνεται μέσω του βιβλίου του Μέτσγκερ, το οποίο, σκισμένο και ταλαιπωρημένο, εμφανίζεται σε όλα τα κείμενα. Η λογοτεχνία, λοιπόν, λειτουργεί ως παρένθετη, εναλλακτική πραγματικότητα.
Κοινό θέμα στις περισσότερες ιστορίες σας είναι το πάσχον σώμα. Σας ενδιαφέρει η έννοια της ασθένειας και της ίασης και πώς συνδέεται ο νους με το σώμα; Τι προκύπτει από αυτή την αλληλεπίδραση;
Σε συνέχεια της προηγούμενης απάντησής μου, θεωρώ πως ένας άλλος αρμός του βιβλίου έχει να κάνει με το σώμα και το νου. Ο λόγος γίνεται για το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης. Αυτό καταδεικνύεται μέσω του πόνου ή της αρρώστιας. Μέσω μιας συνθήκης που φέρνει το νου σε μια απόσταση από το σώμα, που τον κάνει να το αισθάνεται ξένο, διαχωρισμένο. Την ίδια στιγμή όμως είναι αλληλένδετο με αυτό. Πονάει η ψυχή αρρωσταίνει το σώμα, πονάει το σώμα αρρωσταίνει η ψυχή. Ο διαχωρισμός ωστόσο είναι το άλλο όνομα τους ψεύδους, είναι η ουσία της αρρώστιας. Βέβαια η αρρώστια δεν αφορά μόνο στο σώμα.
Αν μετατοπίσουμε για λίγο τη συλλογιστική μας ―όπως άλλωστε αρέσκεται να κάνει και ο Μέτσγκερ―, αν μετακινηθούμε από το μερικό στο γενικό θα δούμε παντού διαχωρισμούς και αποστάσεις. Οι άνθρωποι δεν έχουμε καλλιεργήσει την ικανότητα να βλέπουμε τα πράγματα αδιάσπαστα, ενιαία. Θα μπορούσαμε να βρούμε ένα συμπαγή τόπο, ένα σταθερό σημείο, μια επικράτεια που να είναι όλες οι επικράτειες μαζί; Στο τέλος του βιβλίου ένα τρένο «μαχαιρώνει τη διάρκεια και εισχωρεί σε ένα αιώνια ατελείωτο πλαίσιο». Η διαδοχή όλων των στιγμών συμπυκνώνεται στη μία και παροντική στιγμή. Σκέφτομαι πως ίσως με αυτό τον τρόπο επέρχεται η επούλωση. Καταλύοντας τους διαχωρισμούς και τις αποστάσεις και αγκαλιάζοντας το όλον. Αγαπώ σημαίνει άγω το άπαν, φέρω εντός μου τα πάντα.
Ασκούμε πλήρη επιστασία ή είμαστε περίκλειστοι στο σαρκικό μας περίβλημα; Η διαλεκτική αυτή αναπτύσσεται ανάμεσα στα ζεύγη των ηρώων, καθώς και στα δίπολα των εννοιών.
Πόσο δικό μας είναι το σώμα μας; Είναι μια ερώτηση που θέτετε κι εσείς στο βιβλίο σας.
Την θέτω ακριβώς επειδή δεν έχω απάντηση και γενικώς αποφεύγω τις εύκολες διατυπώσεις. Άλλωστε τι μας πληροφορούν οι διατυπώσεις ενός βιβλίου για το ίδιο το βιβλίο και τον συγγραφέα του; Οι πληροφορίες που προκύπτουν ή τα ερωτήματα που τίθενται είναι μάλλον αποτέλεσμα συγγραφικής πρόθεσης και θα απέφευγα να τα χαρακτηρίσω στοιχεία της πραγματικότητας. Το όποιο πληροφοριακό περιεχόμενο των ιστοριών θα ήθελα να έχει τη μορφή του υπαινιγμού. Με αυτό τον τρόπο η γραφή, αλλά και η ανάγνωση μεταμορφώνεται σε αναστοχαστική δράση. Σε αυτή την κατεύθυνση συγκλίνει και η συνειδητή πρόθεση για πολυφωνικότητα στις ιστορίες μου. Είναι ποιο εύκολο να θέσω ερωτήματα έτσι.
Οι ήρωές μου προσπαθούν να τα απαντήσουν, ο καθένας μέσα από το δικό του πρίσμα. Το ζήτημα, λοιπόν, που ανακύπτει ―για να επανέλθω στο ερώτημά σας― αφορά στη συνείδηση. Το πεδίο που είμαστε ο εαυτός μας με την έννοια της απολύτου αυτονομίας. Ασκούμε πλήρη επιστασία ή είμαστε περίκλειστοι στο σαρκικό μας περίβλημα; Η διαλεκτική αυτή αναπτύσσεται ανάμεσα στα ζεύγη των ηρώων, καθώς και στα δίπολα των εννοιών. Ο διαχωρισμός και η αλληλεξάρτηση. Το μεμονωμένο και το ολόκληρο. Το ψεύδος και η αλήθεια.
Γράφετε κάπου ότι οι ιστορικοί χρόνοι της αφήγησης μας φέρνουν πιο κοντά στις αυταπάτες και την ευαλωτότητά μας. Είναι κι αυτό μέρος της συγγραφικής συνθήκης;
Αναφορικά με το ερώτημά σας, θαρρώ το πεδίο αφορά τους δικούς μου προβληματισμούς σε σχέση με ορισμένα ζητήματα τεχνικής. Να επισημάνω ότι μόνο μία από τις τέσσερις ιστορίες του βιβλίου είναι γραμμένη σε ιστορικό χρόνο, οι υπόλοιπες κατά κύριο λόγο σε χρόνο Ενεστώτα. Μένοντας στο πλαίσιο του ερωτήματος που μου θέσατε θα αναφέρω ένα παράδειγμα από μια γλώσσα που τη γνωρίζω σχετικά καλά, τη γερμανική. Στα γερμανικά η πρόθεση über δηλώνει μεταξύ άλλων την αναλυτική περιγραφή και την αιτία. Οι γλώσσες, το πιστεύω αυτό, εμπεριέχουν μια σοφία αδόκητη.
Όταν αναλύουμε, δηλώνουμε ταυτόχρονα και τον λόγο. Η εν λόγω πρόθεση χρησιμοποιείται μόνο για να αιτιολογήσει πράγματα που έχουν επισυμβεί στο παρελθόν και όχι για πράγματα που αναμένουμε να γίνουν. Η ανάλυση λοιπόν γίνεται μέσα σε μια συνθήκη ιστορικότητας και προφανώς δεν αναφέρομαι στα μέντιουμ. Κατ’ επέκτασιν η ενδοσκόπηση αφορά μια διαδικασία ανάλυσης και επερωτήσεων μέσω της οποίας ο συγγραφέας και ο αναγνώστης έχουν την δυνατότητα να ανακαλύψουν τους μύθους που τους εξαπατούν και που συμβάλλουν στη συνέχιση της πλάνης τους. Μπορούν επίσης να αποδεχτούν τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την αβεβαιότητα και τη συναισθηματική έκθεση. Το να δείχνουμε την ευαλωτότητά μας με λίγα λόγια, πράγμα που δεν συνιστά αδυναμία, μα ακριβώς το αντίθετο. Οι περισσότεροι άνθρωποι ωστόσο είναι απρόθυμοι να μετακινηθούν έξω από την επικράτεια του εγώ τους. Να, χρησιμοποίησα ακόμα μια φορά τη λέξη «επικράτεια». Η γλώσσα προηγείται.
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ. Το 2012 ίδρυσε το Πρότυπο Κέντρο Γερμανικής Γλώσσας Ich liebe Deutsch. Υπό την αιγίδα του δημιουργήθηκαν εννέα χρόνια αργότερα οι εκδόσεις Περικείμενο Βιβλία. Έχει εκδώσει τη μελέτη Το Μαμούθ και ο Αναβάτης (Περικείμενο Βιβλία, 2024). Άλλα του πεζογραφικά έργα είναι τα συλλογές Είδωλα (εκδ. Περικείμενο), Ξεπλένοντας (εκδ. Τυφλόμυγα) και Άυπνος (εκδ. Τυφλόμυγα) |
Η γλώσσα προηγείται του συγγραφέα, αυτό δεν λέει άλλωστε και ο ήρωάς σας, ο Παύλος Ράιτερ; Ένα βιβλίο είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των λέξεών του;
Η γλώσσα χρησιμεύει ως το πρωταρχικό δοχείο για την κατασκευή της αντίληψής μας για την πραγματικότητα. Ωστόσο, όταν πρόκειται για τη συγγραφή, συμβαίνει κάτι ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας επινοεί μια «αίσθηση ζωής» που μας την δανείζει απλόχερα, διατηρώντας όμως το αίνιγμά της ανέπαφο. Δεν μπορεί φυσικά να καταδείξει πώς είναι κατασκευασμένος ένας κόσμος, αλλά μέσω της γλώσσας διερευνά εντός του τις εσωτερικές λειτουργίες του και αναζητά τη συνάφεια των υλικών. Πιστεύω πως στη σφαίρα του γλωσσικού γεγονότος που συνιστά τη λογοτεχνία η αληθινή ουσία ενός έργου γίνεται πραγματικά κατανοητή όταν οι περίπλοκες λεπτομέρειες θυσιάζονται για να επιτευχθεί μια αρμονική συνοχή ιδανικών στοιχείων. Συνεπώς θα απαντήσω καταφατικά και στα δύο ερωτήματα. Και η γλώσσα προηγείται του συγγραφέα και το βιβλίο είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των λέξεών του.
Η παρουσία του αινιγματικού συγγραφέα Ελίας Μέτσγκερ διατρέχει το βιβλίο. Όσο περισσότερο το σώμα του χάνει τις δυνάμεις του, χτυπημένο από σπάνια αρρώστια, τόσο το μυαλό του εισδύει στο βάθος των εννοιών. Ποιος είναι ο ρόλος του στο βιβλίο σας;
Οι Επικράτειες του Μέτσγκερ αναφέρονται και στις τέσσερις ιστορίες του βιβλίου. Αποτελούν, τρόπον τινά, ένα συνεκτικό δεσμό, δίνει την αίσθηση της συνοχής. Ήταν μια συνειδητή πρόθεση αυτό, το έχω πράξει και στο προηγούμενό μου βιβλίο τα Είδωλα. Ενώ, δηλαδή, οι ιστορίες είναι ξεχωριστές, αυτόνομες, ταυτόχρονα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός ενιαίου συνόλου.
Υπάρχουν αρκετά στοιχεία στον Μέτσγκερ που θα τα χαρακτήριζα βιωματικά. Αρχικά το γεγονός ότι είναι χρόνια ασθενής, ημιπαράλυτος, ότι υποφέρει από συρριγομυελία. Επίσης η εσωστρέφειά του, η στροφή προς τον ενδότερο, εσωτερικό εαυτό του. Ο Μέτσγκερ είναι περίκλειστος, εντειχισμένος τόσο μέσα στο σώμα του, όσο και μέσα στο μυαλό του. Σε έναν μικρότερο βαθμό έχω νιώσει κι εγώ κάπως έτσι. Κι επίσης, επειδή από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, διαβάζω λογοτεχνία, έχω νιώσει αυτή την απύθμενη αγάπη για ορισμένα βιβλία, για τους συγγραφείς τους, αγάπη που το εξωτερικό μου περιβάλλον, οι άνθρωποι κυρίως γύρω μου, δεν μπορούσαν να την αντιληφθούν, πράγμα που με έφερνε σε μια αινιγματική αντίθεση με αυτούς. Ο Μέτσγκερ για εμένα αντιπροσωπεύει την εσωτερική φύση του συγγραφέα, το βάσανό του, την μοναχική του πορεία.
Θα έλεγα, επίσης, και ως συνέχεια ενός προηγούμενου ερωτήματός σας, πως ο ρόλος του Μέτσγκερ, αλλά δευτερευόντως όλων των ηρώων του βιβλίου, οι οποίοι ασχολούνται με το γράψιμο καταδηλώνουν την αυτοαναφορική έννοια της λογοτεχνίας. Ένας άλλος ήρωας αναφέρει πως κάθε φορά που κάθεται μόνος μπροστά από την οθόνη ή τον καθρέφτη αναρωτιέται αν αυτό που αποκαλεί «εαυτό» παράγεται εντός των συστημάτων της γλώσσας, είναι δημιούργημα αντιγράφων, αποτέλεσμα συνεκδοχών. Σε κάθε περίπτωση η ίδια η διαδικασία της συγγραφής αποτελεί έναν έμμεσο στοχασμό πάνω στη λογοτεχνία και, κατ’ επέκταση, πάνω στην ίδια τη γλώσσα. Εξού και το μοτίβο με τους καθρέφτες που εμφανίζεται και στα τέσσερα κείμενα. Είναι μια επισήμανση για την κατροπτική φύση της λογοτεχνίας. Ή οι εναλλαγές από το τρίτο στο πρώτο πρόσωπο που δίνουν στο βιβλίο έναν χαρακτήρα, θα τολμούσα να πω, πολυφωνικό. Πέρα όμως από τους αντίθετους πόλους που εξυπηρετούν την ιδιάζουσα διαλεκτική των ιστοριών, η όποια πολυφωνικότητα εντοπίζεται στο διπλό του συγγραφέα.
Ως δημιουργός ενός μεταγενέστερου έργου επηρεάστηκα από αρκετούς συγγραφείς, λόγια των οποίων ενυπάρχουν, τρόπον τινά, μέσα στο βιβλίο μου.
Υπάρχουν αρκετά λογοτεχνικά και άλλα δάνεια στο βιβλίο σας. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του είχατε την αίσθηση μιας «συνομιλίας» με συγκεκριμένους δημιουργούς;
Μα, φυσικά. Αποδεχόμενος και υιοθετώντας πλήρως τη γνωστή δήλωση ότι «παρθενογένεση δεν υπάρχει στην τέχνη», ο ίδιος ο ορισμός της συγγραφής δύναται να περιλαμβάνει την επανεγγραφή, τον μεταχηματισμό ή την ανακύκλωση προγενέστερων έργων. Ως δημιουργός ενός μεταγενέστερου έργου επηρεάστηκα από αρκετούς συγγραφείς, λόγια των οποίων ενυπάρχουν, τρόπον τινά, μέσα στο βιβλίο μου. Θα έλεγα πως δεν πρόκειται για κάποιο είδος αναπαραγωγής, αλλά προσαρμογής στο τρέχον πλαίσιο. Η σύνθεση αντανακλά τη δική μου ιστορική, κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα. Είναι ένα είδος συνομιλίας, όπως πολύ σωστά το θέσατε. Είμαστε κατά πολύ τα βιβλία που διαβάζουμε, οι άνθρωποι που συναναστρεφόμαστε, η κοινωνικο-ιστορική συνθήκη που ζούμε, ένα συνονθύλεμα πραγμάτων δηλαδή. Όλο αυτό το συνονθύλεμα, λοιπόν, κατακάθεται μέσα σου καθώς ο αέρας πέφτει και εσύ κάθεσαι μπροστά από μια λευκή οθόνη με τη διάθεση να γράψεις.
Σε πολλές σημειώσεις σας αναφέρεστε προσωπικά στον αναγνώστη. Σαν να τον είχατε μπροστά σας. Είναι ένα τέχνασμα ή όντως τον είχατε με κάποιο τρόπο;
Με αυτόν τον τρόπο προσπαθώ να δημιουργήσω το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορεί ο αναγνώστης να λειτουργήσει επιτυχώς εντός του συστήματος εξουσίας του κειμένου. Το βλέπω, θα τολμούσα να πω, σαν ένα είδος χειραφέτησης, η οποία αφορά την κριτική ανάλυση και την αναθεώρηση της εξουσίας του κειμένου. Επίσης υποβάλλει και την αίσθηση της συνδιαλλαγής. Η σημασία του διαλόγου ανάμεσα στον αναγνώστη και το κείμενο είναι πρωτεύουσα. Νομίζω πως ο αποδεκτικός αναγνώστης θα ανταποκριθεί με ικανοποίηση.