Με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Το Νεραϊδάκι» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), η συγγραφέας και μεταφράστρια Νόρα Πυλόρωφ απάντησε σε ερωτήσεις μας.
Συνέντευξη στον Λεωνίδα Καλούση
«Το Νεραϊδάκι», όπως και σχεδόν όλα τα βιβλία σας, είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Με ποιον τρόπο οργανώνετε το υλικό σας και τις ζωές όλων των ηρώων σας;
Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο «κόνσεπτ». Ξεκινάω με βάση μια ιδέα και όπου με βγάλει. Γράφω συνειρμικά και δεν «ψειρίζω» τις φράσεις μου. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Υποθέτω ότι ο κάθε συγγραφέας πορεύεται με ένα είδος γραφής ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, ενδεχομένως και το βιογραφικό του. To ότι τα βιβλία μου είναι πολυπρόσωπα, συχνά και πολυεπίπεδα έχει να κάνει με το ότι υπάρχουν αλληλουχίες, συσχετισμοί και αλληλοεπιδράσεις. Οι επιμέρους ιστορίες είναι ουσιαστικά μικρά μυθιστορήματα στο περιθώριο της βασικής πλοκής, όπου έρωτες εκπνέουν και γάμοι αποδομούνται όπως στην περίπτωση του καινούργιου βιβλίου.
Στο βιβλίο σας η αναζήτηση της αγάπης είναι έντονη. Διαπερνά γενιές και οικογένειες. Αυτό που ψάχνουν, το βρίσκουν, τελικά; Μήπως πέραν της υλικής αγάπης υπάρχει και η άυλη;
Πολύ στενευμένη η ερώτησή σας. Ο ήρωάς μου παλεύει γι' αυτήν την αγάπη, την άυλη, για να μπορέσει να μαζέψει τα κομμάτια του. Η αγάπη είναι εξουσιαστική δύναμη, είναι η κολλητική ουσία που κρατεί τα κομμάτια μας ενωμένα. Γιατί όλοι μας είμαστε με κάποιον τρόπο λιγότερο ή περισσότερο κομματιασμένοι. Αναζητούμε την καλύτερή εκδοχή του εαυτού μας για να μπορέσουμε να βαδίσουμε μαζί του.
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους, λέει ο ποιητής, ο φόβος της απόλυτης εφιαλτικής μοναξιάς που μπορεί αναπόφευκτα να οδηγήσει στην τρέλα. Το κυνήγι της αγάπης θέτει συχνά μη ρεαλιστικές προσδοκίες και δημιουργεί ουτοπικές φαντασιώσεις. Μπορεί να γίνει σκληρό και απαιτητικό και να δυναστεύει αντί να ανακουφίζει, αντί να χαλαρώνει, και σε τελευταία ανάλυση να μην μπορέσει να προσφέρει ψήγματα ευτυχίας.
Το νερό παίζει καθοριστικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Του προσδίδετε κάποια συμβολική σημασία;
Το νερό είναι ουσιώδες στοιχείο στην πλοκή, άλλωστε ο τίτλος του πίνακα της Άρτέμης Μουρατίδου που απεικονίζεται στο εξώφυλλο έχει τίτλο «των υδάτων είμαι», από έναν στίχο του Ορέστη Αλεξάκη. Πολλές οι αναγνώσεις του στο «Νεραϊδάκι». Συνδέει και χωρίζει, καθαρίζει και εξαγνίζει. Γίνεται στοιχειό που πρέπει να το νικήσουμε και θολός βυθός που απειλεί να καταπιεί τους ήρωές.
[Το νερό] Συνδέει και χωρίζει, καθαρίζει και εξαγνίζει. Γίνεται στοιχειό που πρέπει να το νικήσουμε και θολός βυθός που απειλεί να καταπιεί τους ήρωές.
Το νερό είναι αφερέγγυο και ακαταλόγιστο, ρέει και παρασέρνει στο διάβα του αξίες, διαφθείρει συνειδήσεις. Κρύβει αθέατους κινδύνους, πλάσματα επίφοβα και κακόβουλα.
Για τη Λίλα το νερό είναι η πρόκληση, το απαγορευμένο. Πρέπει να μετρηθεί μαζί του. Όταν όμως μπαίνει ο Άγγελος στο κάδρο και τη σώζει αντιλαμβάνεται, υποσυνείδητα ίσως ότι, το νερό είναι στην περίπτωσή της, κάτι παραπάνω από την πάλη της με τα κύματα.
Με κέντρο την Επανομή Θεσσαλονίκης, το μυθιστόρημα διατρέχει όλη την Ελλάδα και φτάνει ακόμη έως το Λίβερπουλ και τη Νέα Υόρκη. Είναι αυτό που λέμε πως η αγάπη δεν έχει σύνορα;
Η περιπλάνηση των ηρώων δεν έχει σχέση άμεσα με την αγάπη. Και ο Άγγελος και η Λίλα τρέχουν να γλιτώσουν από ανεξόφλητα χρέη του παρελθόντος, από κρίματα οικογενειακά, από τύψεις για συμπεριφορές ντροπιαστικές.
Ποια ήταν η πρώτη ιδέα που σας ήρθε στο μυαλό και «γέννησε» αυτό το βιβλίο;
Μια φαντασιακή ιδεατή κατάσταση που ξεκινάει από τη ελπίδα ότι μέσω κάποιου άλλου μπορούμε να «ζωγραφίσουμε» τις λευκές άφτιαχτες επιφάνειες στους «πίνακές» μας. Να γεμίσουμε κενά, να κλείσουμε ρωγμές. Να διαχειριστούμε τις στρεβλώσεις, τις ακυρώσεις.
Έπειτα από τόσα βιβλία που έχετε εκδώσει θεωρείτε πως όλα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση; Αναζητάτε το ίδιο πράγμα, με διαφορετικό τρόπο, από βιβλίο σε βιβλίο;
Με κάποιον τρόπο, ναι. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ λέει, είμαστε η παιδική μας ηλικία. Αυτή μας ορίζει τι και πώς θα γίνουμε αργότερα. Ψάχνω να βρω τα κίνητρα των ηρώων μου, τις ολιγωρίες και τις αναπηρίες τους. Και να τις εξηγήσω. Ο ψυχισμός μας είναι σαν ένας καμβάς. Άλλος είναι από τούλι, λεπτοκαμωμένος και ευαίσθητος, άλλος από λινάτσα, χοντροϋφασμένος και ανθεκτικός... Όταν τον κεντήσουν με χοντρές ατσούμπαλες βελονιές, το τούλι σχίζεται, κομματιάζεται, η λινάτσα αντέχει.
Ψάχνω να βρω τα κίνητρα των ηρώων μου, τις ολιγωρίες και τις αναπηρίες τους. Και να τις εξηγήσω.
Πολλοί λένε ότι ένα μεγάλο μυθιστόρημα χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα. Συμφωνείτε; Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο δικό σας μυθιστόρημα;
Η πάλη του «εγώ» με το «εσύ», στοιχείο της κοινή μοίρας όλων των ανθρώπων, αλλά και η μεγαλύτερη πάλη, που είναι και το θεμέλιο της ανθρώπινης ζωής, η πάλη του ανθρώπου με τον εαυτό του.
Παράλληλα με τη συγγραφή έχετε ασχοληθεί ενεργά με τη διδασκαλία της μετάφρασης. Πιστεύετε πως στις μέρες μας έχουμε καλούς μεταφραστές; Είμαστε σε καλύτερο επίπεδο σε σχέση με το παρελθόν;
Δεν έχω μόνο διδάξει μετάφραση, έχω μεταφράσει ποίηση και μυθιστόρημα και δοκίμιο. Δεν θα μπορούσα αλλιώς να διδάξω. Σε όλα τα επαγγέλματα, ο εργαζόμενος πρέπει να διαθέτει ευσυνειδησία. Στο επάγγελμα του μεταφραστή όμως είναι διπλά απαραίτητη. Η μετάφραση μπορεί να γίνει ξέφραγο αμπέλι, μπορεί ανεξέλεγκτα κάποιος να κακοποιήσει το κείμενο που μεταφράζει σε βαθμό μη αναγνωσιμότητας. Να φτιάξει με βάση ενδεχομένως τις δικές του ευαισθησίες ένα καινούργιο κείμενο που αμυδρά να θυμίζει το πρωτότυπο.
Δεν επαρκεί η πολύ καλή γνώση δυο γλωσσών, ούτε φτάνει να μεταφέρουμε την κουλτούρα ενός λαού και να την κάνουμε γνωστή σε έναν άλλο λαό. Εδώ το «ψείρισμα» είναι απαραίτητο. Ο μεταφραστής-μεταφορέας έχει χρέος να ισορροπεί και να εξυπηρετεί με προσοχή και σεβασμό τις ιδιαιτερότητες των δύο πολιτισμών.