Συνέντευξη με τον συγγραφέα Πάνο Αμυρά με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Η λέσχη του κακού» (εκδ. Διόπτρα).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Πρώτα εμφανίστηκε ο Λιμός, στη συνέχεια τα Λύτρα και η τριλογία του Πάνου Αμυρά έκλεισε με το μυθιστόρημα Το φιλί του Δεκέμβρη (όλα από τις εκδόσεις Διόπτρα). Έκλεισε, όμως, ο κύκλος του υπαστυνόμου Νίκου Αγραφιώτη; Ο δημιουργός του μάς απαντάει ευθαρσώς «όχι».
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Πάνος Αμυράς, επαναφέρει στο προσκήνιο έναν από τους αγαπημένους κεντρικούς ήρωες αστυνομικών βιβλίων στην Ελλάδα (ναι, τον Αγραφιώτη) σε ένα prequel που φέρει τον τίτλο Η Λέσχη του κακού (εκδ. Διόπτρα).
Το σκηνικό δεν είναι, φυσικά, η Κατοχή, αλλά η περίοδος πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τελευταία αναλαμπή χαράς που έζησε η Ελλάδα και ο κόσμος προτού επέλθει η καταστροφή. Βέβαια, ο βίος του Αγραφιώτη δεν υπήρξε ποτέ ειρηνικός. Κάτι που το διαπιστώνουμε και σε τούτο το βιβλίο.
Ο Πάνος Αμυράς μάς μίλησε για το τελευταίο του μυθιστόρημα, τον κεντρικό του ήρωα, την ιστορική περίοδο που έχει επιλέξει να αναπτύσσει τις ιστορίες του, αλλά και για την πιθανότητα να έγραφε κάτι που να προσεγγίσει τη σημερινή πραγματικότητα.
Έχει προηγηθεί μια εξόχως επιτυχημένη τριλογία όπου μας κάνατε γνωστό τον ήρωά σας, Νίκο Αγραφιώτη. Τι σας ώθησε να κάνετε ένα χρονικό βήμα «πίσω» και με τη λογική του prequel να μας δείξετε τα πρώτα του βήματα;
Πράγματι, η τριλογία είχε ως χρονικό πλαίσιο τη δραματική περίοδο της Κατοχής ενώ η «Λέσχη του Κακού» διαδραματίζεται νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1939. Με αυτόν τον τρόπο θέλησα να συστήσω τον Νίκο Αγραφιώτη σε νέους αναγνώστες και κυρίως να δώσω περισσότερα στοιχεία για τη ζωή και το ξεκίνημα της θητείας του στην Αστυνομία σε όσους ήδη τον γνώρισαν μέσα από τα τρία πρώτα βιβλία. Ο βασικός λόγος του «prequel» ήταν ότι το καλοκαίρι του 1939 είχε μοναδικό ιστορικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για τους τελευταίους «ξέγνοιαστους» μήνες της ανθρωπότητας πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κάθε μέρα του Αυγούστου διαδραματίζονταν γεγονότα που κέντρισαν το ενδιαφέρον μου και με κίνησαν να τολμήσω αυτό το χρονικό άλμα.
Εάν μπορούσα να συναντήσω τον ήρωά μου θα του έσφιγγα το χέρι και θα του έλεγα απλώς να συνεχίσει. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα χαμογελούσε, θα έπαιρνε το καπέλο του και θα έφευγε διακριτικά από το γραφείο, καπνίζοντας τσιγάρο με βαρύ χαρμάνι.
Αν είχατε απέναντί σας τον Αγραφιώτη τι νομίζετε ότι θα σας έλεγε; Εσείς τι θα του λέγατε;
Αρκετές φορές που βαδίζω στην Αθήνα, στέκομαι μπροστά σε κτίρια που έχει δράσει ο Αγραφιώτης και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει ψηλά στα παράθυρα, κάποιες σκιές που έχω διακρίνει, με κάνουν να αισθάνομαι ευτυχισμένος. Εάν μπορούσα να συναντήσω τον ήρωά μου θα του έσφιγγα το χέρι και θα του έλεγα απλώς να συνεχίσει. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα χαμογελούσε, θα έπαιρνε το καπέλο του και θα έφευγε διακριτικά από το γραφείο, καπνίζοντας τσιγάρο με βαρύ χαρμάνι.
Επιμένω στον Αγραφιώτη. Μέσα στο πλήθος των ηρώων που επαναλαμβάνονται στα πρόσφατα αστυνομικά μυθιστορήματα (γνωστό μοτίβο), ο δικός σας είναι από αυτούς που ξεχωρίζουν. Είναι η ακεραιότητά του, πιστεύετε; Ένα σπάνιο είδος ανθρώπου σε μια σκληρή εποχή;
Ο Αγραφιώτης έχει οξυμένο το αίσθημα της ευθύνης, σε εποχή πολέμου και με τη χώρα σε συνθήκες κατοχής. Αυτό ίσως τον κάνει να ξεχωρίζει και ταυτόχρονα τον μετατρέπει σε έναν μαγνήτη που συσπειρώνει ανάλογους χαρακτήρες και απωθεί τους αντίθετους. Δεν επηρεάζεται από το γενικότερο πλαίσιο, έχει τον δικό του κώδικα ηθικής και κυρίως θέλει να τελειώσει τη δουλειά που ανέλαβε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Οι δυσκολίες πάντα αναδεικνύουν προσωπικότητες. Ο Αγραφιώτης είναι ο άνθρωπος για τα δύσκολα.
Η δημοσιογραφία με έχει βοηθήσει να βρίσκω ευκολότερα τις πηγές, να αναζητώ στοιχεία με μεθοδικότητα και κυρίως να προχωρώ στη διασταύρωση γεγονότων.
Η δημοσιογραφική σας ιδιότητα σας έχει βοηθήσει στην αρχιτεκτονική της αφήγησης ή ακόμη και στην έρευνα;
Καταλυτικά. Η δημοσιογραφία με έχει βοηθήσει να βρίσκω ευκολότερα τις πηγές, να αναζητώ στοιχεία με μεθοδικότητα και κυρίως να προχωρώ στη διασταύρωση γεγονότων. Η συγγραφή ενός βιβλίου παραμένει μία διαφορετική διαδικασία από τη δημοσιογραφική δουλειά αλλά πρέπει να είσαι και λίγο ρεπόρτερ για να ανακαλύπτεις υλικό, το οποίο θα εμπλουτίσει την πλοκή και θα ζωντανέψει την αφήγηση.
Η «Λέσχη του κακού» μάς μεταφέρει στο τέλος του Μεσοπολέμου. Τι το ιδιαίτερο έχει η συγκεκριμένη περίοδος και πώς τη συνδέετε με το πνεύμα του κακού που αρχίζει να κερδίζει πόντους;
Όπως σας ανέφερα κύριε Μαρίνο, κάθε ημέρα του Αυγούστου του 1939 ο κόσμος διολίσθαινε προς τη μεγαλύτερη πολεμική σύρραξη της ανθρωπότητας. Οι ναζί προετοίμαζαν την εισβολή στην Πολωνία, ενώ η Αθήνα είχε μεταβληθεί σε διεθνές κέντρο κατασκόπων. Η συγκεκριμένη εποχή κέντρισε το ενδιαφέρον μου γιατί στην Ελλάδα υπήρχε ένας κύκλος δυνάμεων που ήθελε την Αθήνα να μπει στο άρμα του Αξονα. Μία ολέθρια επιλογή, που ευτυχώς ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα. Η παρουσίαση αυτής της αναμέτρησης ήταν το ελατήριο για να γράψω τη «Λέσχη του Κακού».
Ο Πάνος Αμυράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην ΑΣΟΕΕ, αλλά γρήγορα στράφηκε στη δημοσιογραφία. Ξεκίνησε την καριέρα του από την οικονομική εφημερίδα Εξπρές. Το 1994 εντάχθηκε στο δημοσιογραφικό δυναμικό του Ελεύθερου Τύπου, ενώ από το 2011 έχει αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας. Έχει συνεργαστεί με τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Real Fm, ΕΡΑ (Α' Πρόγραμμα) και City FM. Το 2022 τιμήθηκε με το βραβείο δημοσιογραφίας από το Ίδρυμα Μπότση. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα βιβλία του Ο Λιμός, Τα Λύτρα και Το Φιλί του Δεκέμβρη, με ήρωα πάντα τον Νίκο Αγραφιώτη. |
Η ιστορία, η πολιτική και το έγκλημα είναι τρεις πτυχές που ορίζουν τα μυθιστορήματά σας. Ακολουθείτε τα «διδάγματα» των σημαντικών συγγραφέων του νουάρ ή υπάρχει και μια δική σας θεώρηση για το πώς αυτά τα τρία στοιχεία αλληλοεπηρεάζονται;
Το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει περάσει σε νέα επίπεδα, όπως και οι απαιτήσεις των αναγνωστών. Δεν ενδιαφέρονται μόνο να μάθουν «ποιος έκανε το έγκλημα», αλλά να εισχωρήσουν σε βάθος και να συνδεθούν με χαρακτήρες, εποχές, κοινωνικές συνθήκες. Με τα βιβλία μου θέλω να ταξιδέψω τους αναγνώστες στην Ελλάδα της Κατοχής, κι αν μπορέσω, να τους κάνω να ζήσουν εκείνες τις συγκλονιστικές ημέρες. Η αστυνομική μυθοπλασία, λόγω της ταχύτητας της πλοκής, είναι το κατάλληλο όχημα για να επιβιβασθούν στο ταξίδι ιστορικά πρόσωπα, που διαδραμάτισαν ξεχωριστό ρόλο σε εκείνες τις περιόδους. Το τελικό αποτέλεσμα όμως πάντα κρίνεται από τον αναγνώστη.
Η περίοδος της οικονομικής κρίσης και τα βιώματά της έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και είμαι βέβαιος ότι θα εμπνεύσουν πολλούς συγγραφείς.
Θα σας ενδιέφερε να γράψετε μια αστυνομική ιστορία που να μην εξελίσσεται στο βάθος της ιστορίας, αλλά στο σήμερα;
Η περίοδος της οικονομικής κρίσης και τα βιώματά της έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και είμαι βέβαιος ότι θα εμπνεύσουν πολλούς συγγραφείς. Δεν το έχω σκεφτεί ακόμα, αλλά η εποχή των «μνημονίων» μπορεί να αποτελέσει τη βάση νέων μυθιστορημάτων.
Να περιμένουμε και νέες περιπέτειες του Αγραφιώτη; Υπάρχει περίπτωση να τον εγκαταλείψετε για χάρη άλλου ήρωα;
Ο υπαστυνόμος Νίκος Αγραφιώτης έχει αγαπηθεί από τους αναγνώστες γιατί δεν είναι ένας χάρτινος ήρωας, αλλά ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα. Αυτή την περίοδο αναζητώ στοιχεία προκειμένου ο Αγραφιώτης να αναλάβει υποθέσεις που κανείς άλλος δεν θα ήθελε να έχει στην πλάτη του.
Τα βιβλία σας έχουν γίνει δεκτά με ένθερμο τρόπο από το αναγνωστικό κοινό. Το περιμένατε; Υπάρχει ακόμη πεδίο δόξας για τα ελληνικά αστυνομικά ή υποσκελίζονται από τους ξένους τίτλους;
Πιστεύω στη δύναμη που δημιουργεί ο συνδυασμός ιστορίας και αστυνομικής μυθοπλασίας, με συναρπάζει και θέλω να τον μεταδώσω στους αναγνώστες μου. Τα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν δημιουργήσει ήδη τη δική τους σχολή. Το επόμενο βήμα είναι να πιστέψει η εγχώρια εκδοτική αγορά στους δημιουργούς της και να κινηθεί με εξωστρέφεια στην προώθηση των βιβλίων σε άλλες χώρες, με προσεγμένες μεταφράσεις και κυρίως με την πεποίθηση ότι οι έλληνες συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι άξιοι πρεσβευτές των γραμμάτων.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).