Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Παναγιώτης Σκιαδάς με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων του «Ο θλιμμένος κλόουν» (εκδ. Νίκας).
Επιμέλεια: Book Press
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτα για σας;
Ο «Θλιμμένος κλόουν» είναι μια συλλογή 14 διηγημάτων γραμμένη από έναν ερασιτέχνη, που δεν θεωρεί καν τον εαυτό του συγγραφέα. Είναι γραμμένα περισσότερο με την πένα της καρδιάς και λιγότερο από το χέρι ενός έμπειρου δεξιοτέχνη της γραφής. Παρ’ ότι τα θέματα που πραγματεύονται τα 14 αυτά κείμενα φαίνονται εκ πρώτης όψεως ετερόκλητα μεταξύ τους, στην πραγματικότητα περιστρέφονται γύρω από έναν κοινό πυλώνα: την πίστη ότι στις μέρες μας οι αξίες και η ανθρωπιά δεν έχουν χαθεί. Οι πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα συνηθισμένα, καθημερινά, τα οποία ωστόσο καθοδηγούμενα από ένα εσωτερικό φως κατορθώνουν να υπερβούν την διελκυστίνδα ανάμεσα στην ηθική συνείδηση και το αποτρεπτικό συχνά κοινωνικό περιβάλλον πράττοντας το σωστό. Αυτό που απομένει στον αναγνώστη είναι η αίσθηση ότι αν ο καθένας από εμάς παρακάμψει την τροχοπέδη της αδιαφορίας και του εγωκεντρισμού και στρέψει με αγάπη το βλέμμα του στον συνάνθρωπο, μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε σε μια καλύτερη ανθρωπότητα.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι καινούργιο φέρνει;
Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας διαθέτει δυσανάλογα πολλούς συγγραφείς σε σχέση με τον πληθυσμό της. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το θέμα δεν είναι να περιορίσουμε τους συγγραφείς, αλλά το να πολλαπλασιάσουμε τους βιβλιόφιλους. Πιστεύω ότι κάθε συγγραφέας έχει να συνεισφέρει κάτι νέο κι όμορφο στο οικοδόμημα της λογοτεχνίας. Ο «Θλιμμένος κλόουν», παρά τον δυσοίωνο τίτλο και το «στενάχωρο» περιεχόμενό του, φέρνει μια πνοή αισιοδοξίας κι ελπίδας. Το μήνυμα που κομίζει είναι ότι το καλό στην εποχή μας εξακολουθεί να υπάρχει και ας λειτουργεί πολλές φορές αθόρυβα. Απλά δεν προβάλλεται ισότιμα με το κακό.
Το πιο σημαντικό για έναν συγγραφέα είναι να πειραματίζεται και να εξελίσσεται αναζητώντας το προσωπικό του ύφος και τρόπο γραφής. Αυτό αποτελεί και το προσωπικό μου «δημιουργικό άγχος» και στοίχημα.
Πείτε μας δύο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Θα ήταν αρκετά πρώιμο να μιλήσουμε για «συγγραφικό εργαστήρι». Όπως είναι φυσικό, η πρώτη αυτή συγγραφική προσπάθεια έχει αρκετές ατέλειες. Για παράδειγμα, εκκρεμεί ακόμα ο απογαλακτισμός μου από μια υφέρπουσα επιρροή από αγαπημένους μου συγγραφείς, όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκι. Το πιο σημαντικό για έναν συγγραφέα είναι να πειραματίζεται και να εξελίσσεται αναζητώντας το προσωπικό του ύφος και τρόπο γραφής. Αυτό αποτελεί και το προσωπικό μου «δημιουργικό άγχος» και στοίχημα. Ελπίζω κάποια στιγμή στο μέλλον να αποδώσω ένα αρτιότερο έργο είτε αυτό έχει τη μορφή διηγημάτων είτε ενός μυθιστορήματος.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Αν υπάρχει μια μορφή τέχνης που με έχει επηρεάσει, αυτή είναι ο κινηματογράφος. Δεν είναι τυχαίο ότι το εκφραστικό στοιχείο που, θεωρώ, ότι δεσπόζει στα διηγήματα της συλλογής είναι η ρέουσα εικόνα. Αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τον τρόπο που «συλλαμβάνω» τις ιστορίες. Η έμπνευση προπορεύεται, αλλά κατόπιν η δράση εκτυλίσσεται στο μυαλό μου σαν μια ταινία μικρού μήκους. Η μόνη διαφορά είναι ότι η πλοκή μεταφέρεται από τη φαντασία όχι σε μια οθόνη, αλλά στο χαρτί.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Είναι γεγονός ότι, στη χώρα μας, η έκδοση βιβλίου από έναν νέο συγγραφέα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πολλοί νέοι συγγραφείς, ακόμα και εξαιρετικά ταλαντούχοι, αποθαρρύνονται από τις απορρίψεις ή την αδιαφορία των εκδοτών και εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Προσωπικά νιώθω ευλογημένος γιατί βρέθηκαν στο δρόμο μου ο Νίκος και ο Γιώργος Νίκας, η υπεύθυνη της ελληνικής πεζογραφίας Στεύη Τσούτση και ο πολυτάλαντος επιμελητής Σταύρος Δάλκος, που πίστεψαν στο όποιο ταλέντο μου και με ενθάρρυναν να γράψω. Εντάχθηκα σε μια εκδοτική οικογένεια, που εμπιστεύεται και επενδύει σε νέους και άγνωστους στο ευρύ κοινό συγγραφείς. Παράλληλα νιώθω και αρκετά τυχερός, γιατί στην περίοδο του κορονοϊού είχα την ευκαιρία αλλά και τον απαραίτητο χρόνο να συμμετάσχω σε αρκετούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, στους οποίους και διακρίθηκα. Το γεγονός αυτό λειτούργησε σαν θρυαλλίδα για την μετέπειτα συγγραφική προσπάθεια. Γι’ αυτό και συμβουλεύω τα νέα παιδιά που αγαπούν τη λογοτεχνία να συνεχίσουν να διαβάζουν, να γράφουν και να μην απογοητεύονται. Είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία, για ν’ αναδείξουν το ταλέντο τους.