
Πέντε λεπτά με μια συγγραφέα. Σήμερα, η Μαρία Αμανατίδου, με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων της «Ιστορίες για τα μπάζα» (εκδ. Νίκας).
Επιμέλεια: Book Press
14 urban stories σε πρώτο πρόσωπο ή αλλιώς… Ιστορίες για τα μπάζα. Στα διηγήματα αυτής της συλλογής πρωταγωνιστούν άνθρωποι της διπλανής πόρτας – όλοι τους έχουμε δει κάπου και κάτι μας θυμίζουν. Θα λέγατε ότι ο ρεαλισμός είναι ένα ύφος που σας ταιριάζει; Σας ενδιαφέρει το «ταρακούνημα» και το «ξεβόλεμα» του αναγνώστη;
Εντελώς και απολύτως. Γενικά με μαγεύει η ιδέα ότι ο κάθε άνθρωπος δίπλα μου είναι ικανός για το οτιδήποτε. Για το καλό και το κακό. Για το μέτριο, το συνηθισμένο ή το εντελώς ακραίο και παθιασμένο. Με γοητεύουν οι άνθρωποι και τους παρατηρώ πάντα και παντού ακόμα κι όταν δεν φαίνεται. Και φυσικά σκοπός μου είναι οι ήρωές μου να γοητεύουν τους αναγνώστες και ίσως να βρίσκουν και κάποια κοινά στοιχεία ακόμα και κάποια που ίσως να ενοχλούν.
Νομίζω ότι αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να βάζω τον αναγνώστη στη θέση του παρατηρητή. Να του κλείνω το μάτι.
Είναι οι Ιστορίες για τα μπάζα μια συλλογή με ενιαία σύλληψη, με «θέμα»; Αν ναι, ποιο είναι αυτό;
Είναι σε γενικές γραμμές ναι. Γιατί ο πυρήνας τους είναι ακριβώς αυτό το αναπάντεχο συναίσθημα που μπορεί να σου προκαλέσει καμιά φορά η καθημερινότητα.
Η πλοκή ή οι χαρακτήρες είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε;
Νομίζω πως είναι ξεκάθαρα οι χαρακτήρες. Μέχρι σήμερα ό,τι έχω γράψει καθοδηγείται από τους ήρωες. Κι αυτό είναι εξαιρετικά απολαυστικό και γοητευτικό κατά την διάρκεια της συγγραφής. Οι χαρακτήρες/οι ήρωες μένουν μαζί μου για καιρό.
Με ποιον τρόπο υπάρχει στα διηγήματά σας η σκέψη του αναγνώστη;
Νομίζω ότι αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να βάζω τον αναγνώστη στη θέση του παρατηρητή. Να του κλείνω το μάτι.
Στο διήγημα «Ασύμβατο λειτουργικό!» κάποιος παρομοιάζει τον εαυτό του με μια τέλεια σχεδιασμένη κρεμαστή γέφυρα που όμως είναι πνιγμένη στην ομίχλη και δεν ξέρεις τι θα βρεις στην άλλη άκρη. Αυτό ισχύει για όλους τους ανθρώπους ή μόνο για τους καινούριους έρωτες όπως στην ιστορία;
Η αλήθεια είναι ότι όταν έγραφα την ιστορία στο μυαλό μου είχα έναν νέο έρωτα. Αυτό που δεν ξέρεις πού πατάς, που το τοπίο είναι θολό και ομιχλώδες, αλλά παίρνεις το ρίσκο γιατί το συναίσθημα είναι πιο δυνατό. Αυτό έχει πάντα μια αξία. Ακόμα και στην εποχή του έρωτα των σόσιαλ – που, μεταξύ μας, έχει κάτι εντελώς «απαρχαιωμένο». Τώρα που την ξαναδιαβάζω την ιστορία, ναι θα μπορούσε να ισχύει για όλους τους ανθρώπους.