Με αφορμή το μυθιστόρημά του «Επιχείρηση “Νόστος”: Ένα χρυσό στεφάνι και μια Κόρη για τον Αλέξη Καρρά», (εκδ. Τόπος), ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νικόλας Ζηργάνος μιλά για την ερευνητική δημοσιογραφία, τους απρόσμενους πρωταγωνιστές των δικτύων αρχαιοκαπηλίας και τους αγαπημένους του συγγραφείς. Φωτογραφία: © Κωνσταντίνος Ζηργάνος-Καζολέας.
Συνέντευξη στην Ευλαλία Πάνου
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: «Η Επιχείρηση “Νόστος” είναι ένα μυθιστόρημα για την αρχαιοκαπηλία, τη σκοτεινή πλευρά της Ασφάλειας, τη διαπλοκή των λαμπερών μίντια και το ημίφως των μπαρ της Αθήνας». Ως ερευνητής δημοσιογράφος έχετε ασχοληθεί με το διεθνές κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας, ενώ τα στοιχεία της έρευνάς σας βοήθησαν τις αρχές και το Υπουργείο Πολιτισμού να επαναπατρίσουν αρχαιότητες. Πώς αποφασίσατε το βιβλίο σας να κινηθεί σε παρόμοια θεματική; Τι ελευθερίες και τι περιορισμοί προέκυψαν από αυτή την επιλογή;
Η «Επιχείρηση “Νόστος”» γεννήθηκε σαν ιδέα ήδη από την εποχή που έκανα την έρευνά μου για το διεθνές κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας. Ήταν πριν 15 χρόνια, βρισκόμουν στη Ρώμη και αισθάνθηκα μέσα μου πως αυτή η συναρπαστική ιστορία θα μπορούσε να γίνει βιβλίο. Η καθημερινότητα του ρεπορτάζ δεν μου έδινε τον χρόνο και την απαραίτητη συγκέντρωση για να γράψω το βιβλίο. Με τον καιρό, συνειδητοποίησα πως η πραγματική ιστορία είχε αποτυπωθεί σε πολλά ρεπορτάζ στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και το περιοδικό Έψιλον, στους Los Angeles Times, στο ντοκιμαντέρ «Looters of the Gods» του Adolfo Conti, καθώς και στο κεφάλαιο 21 που έγραψα για την αγγλική έκδοση του βιβλίου των Peter Watson και Cecilia Todeschini, The Medici Conspiracy. Όμως πολλά ήταν αυτά που δεν χώρεσαν στο στενό πλαίσιο των εφημερίδων, αλλά και άλλα, όπως η ατμόσφαιρα, οι τόποι, οι λεπτομέρειες, τα κίνητρα συλλεκτών, αρχαιοκάπηλων και αστυνομικών. Ήταν μια καλή βάση για να πατήσω και να χτίσω μια μυθοπλασία. Με τη συγγραφή του μυθιστορήματος ένιωσα ελεύθερος, καθώς ο δημοσιογράφος υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς, ενώ ο συγγραφέας όχι.
Με απασχολούσε να χαρτογραφήσω το διεθνές δίκτυο και ήθελα να αναδείξω ότι στην αρχαιοκαπηλία δεν ενέχονται μόνο οι συνήθεις ύποπτοι, αυτοί που σκάβουν παράνομα, αλλά συνδέονται ευθέως και πολλοί αρχαιοπώλες, ιδιώτες συλλέκτες και πολλά μουσεία.
Πώς γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την αρχαιοκαπηλία, τόσο στην ερευνητική σας πορεία όσο και στη συγγραφική;
Η προσέγγισή μου δεν είχε να κάνει με την αρχαιολογία, καθώς αντιμετώπισα αυτή την έρευνα ως διεθνές θέμα, όχι μόνο γιατί η ειδικότητά μου ήταν οι διεθνείς ειδήσεις, αλλά και γιατί η αρχαιοκαπηλία, ως δίκτυο, από τη βάση της πυραμίδας έως την κορυφή, είναι ένα διεθνικό έγκλημα και μάλιστα συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα. Με απασχολούσε να χαρτογραφήσω το διεθνές δίκτυο και ήθελα να αναδείξω ότι στην αρχαιοκαπηλία δεν ενέχονται μόνο οι συνήθεις ύποπτοι, αυτοί που σκάβουν παράνομα, αλλά συνδέονται ευθέως και πολλοί αρχαιοπώλες, ιδιώτες συλλέκτες και πολλά μουσεία. Στην πορεία, η έρευνα με συνεπήρε και «κόλλησα».
Έχετε κοινά στοιχεία –εκτός από τα προφανή– με τον ήρωα του βιβλίου, τον ρεπόρτερ Αλέξη Καρρά; Αν ναι, ποια είναι αυτά;
Έχουμε μείνει και οι δύο άνεργοι, πάθαμε και οι δύο παροδική κατάθλιψη και ζήσαμε στην Κυψέλη. Κατά τα άλλα, είμαστε δύο διαφορετικές προσωπικότητες, ο καθένας με τη δική του ζωή.
«Ό,τι γράφουμε συνέβη. Τίποτα δεν συνέβη όπως το γράφουμε». Τι σημαίνει για εσάς αυτή η φράση στην αρχή του βιβλίου; Είναι κάτι που ισχύει μόνο στη λογοτεχνία ή μπορούμε να το πούμε και για άλλα πράγματα, π.χ. για τη δημοσιογραφία;
Υπό κανονικές συνθήκες, στη δημοσιογραφία πρέπει να ισχύει το «Ό,τι γράφουμε συνέβη» και στη λογοτεχνία, το «Τίποτα δεν συνέβη όπως το γράφουμε». Ακόμη κι αν σε ένα μυθιστόρημα προκύψει να γράψουμε κάτι που συνέβη, θα πρέπει να το αποδώσουμε σε σύμπτωση. Δυστυχώς στη σημερινή εποχή, η δημοσιογραφία πολύ συχνά ξεστρατίζει και είτε δεν γράφονται αυτά που συμβαίνουν, είτε γράφονται πράγματα που δεν συνέβησαν. Είναι λυπηρό και αυτή η αντίληψη συμβάλλει στην απαξίωση της δημοσιογραφίας και στον αποπροσανατολισμό του κοινού.
Γράφοντας το μυθιστόρημα, είχατε κάποιο συγγραφικό πρότυπο;
Όχι συνειδητά. Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι ο Γιάννης Μαρής, ο John Le Carre, ο Jean-Patrick Manchette και ο James Ellroy.
Θα έχουν συνέχεια οι περιπέτειες του δημοσιογράφου Καρρά και του αστυνόμου Γεωργίου;
Οι ήρωες, όταν σταθούν στα πόδια τους, αποκτούν από ένα σημείο και μετά αυτονομία. Δεν μπορεί ο συγγραφέας να τους επιβάλει τι θα κάνουν, έχουν κι αυτοί λόγο. Αν αποφασίσω κάποια στιγμή να υπάρξει συνέχεια, θα πρέπει να συμφωνήσουν και ο Καρράς και ο Γεωργίου.