
Σύντομη συνομιλία με την Κέλλυ Πάλλα, με αφορμή το μυθιστόρημά της «Το σκαμνί» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε τούτο το μυθιστόρημα; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Το βιβλίο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Για να είμαι απόλυτα ακριβής, κάποια ιστορικά πρόσωπα και τοπωνύμια στάθηκαν για μένα η θρυαλλίδα για μια σειρά από αλυσιδωτές εκρήξεις φανταστικών σκηνών μπολιασμένων από μελέτες για την ιστορία και τη λαογραφία της ορεινής Χαλκιδικής, που ντόπιοι ερευνητές, αφοσιωμένοι στη διάσωσή τους, έθεσαν στη διάθεσή μου. Το πρώτο υλικό, αυτό που ονομάζετε αρχικό ερέθισμα, το χρωστώ στους συγγενείς της καρδιάς και του αίματος από τις «ποδιές του Χολομώντα», που από τα παιδικά μου χρόνια με προίκισαν με αφηγήσεις εύπλαστες στις ατασθαλίες της φαντασίας μου.
Το βιβλίο σας διατρέχει δύο αιώνες ελληνικής ιστορίας. Τι σας συγκίνησε περισσότερο σε αυτήν την περίοδο;
Το χρονικό άνυσμα του μυθιστορήματος καλύπτει περίπου 200 χρόνια, αλλά η αφήγηση αρθρώνεται σε τρία μέρη. Εκείνο που με ενδιέφερε δεν ήταν τόσο τα γεγονότα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, όσο η αλληλοδιαδοχή τους, το πόσο αλλάζουν οι καιροί, αλλά και πόσο ίδιοι παραμένουν οι άνθρωποι. Βέβαια, οι ήρωές μου είναι ιστορικά καθορισμένα υποκείμενα, υπόκεινται δηλαδή στους περιορισμούς της εποχής που έζησαν, γι’ αυτό και επέλεξα τρεις διακριτές αφηγητικές φωνές, μία για κάθε μέρος του βιβλίου: από την πιο παραδοσιακή στο α’ μέρος με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα μέχρι την ιλιγγιώδη ροή της συνείδησης στο γ’.
Oι ήρωές μου είναι ιστορικά καθορισμένα υποκείμενα, υπόκεινται δηλαδή στους περιορισμούς της εποχής που έζησαν, γι’ αυτό και επέλεξα τρεις διακριτές αφηγητικές φωνές, μία για κάθε μέρος του βιβλίου.
Κεντρικός ήρωας, αρχικά, είναι ένας Μοναχός που πιστεύει στα γράμματα. Υπάρχει κάποιο πρόσωπο στο οποίο βασίσατε τον ήρωά σας;
Όπως υποψιάζεται ο αναγνώστης διαβάζοντας το α’ μέρος του βιβλίου, υποψία που ενισχύεται στο β’ και επιβεβαιώνεται στο γ’, ο μοναχός είναι ο Κοσμάς ο Αιτωλός, που στην Τρίτη Περιοδεία του πέρασε πράγματι από την ορεινή Χαλκιδική μιλώντας με πάθος για την αξία της εκπαίδευσης ως τον μοναδικό δρόμο για την εθνική απελευθέρωση - ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στις απαρχές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Όσα λόγια του αποδίδονται στο βιβλίο είναι αντλημένα από ιστορικά αρχεία και έφτασαν σε μένα από τρίτο χέρι.
Ένα σκαμνί είναι το αντικείμενο που ενώνει γενιές και συνέχει το μυθιστόρημά σας. Γιατί, αυτό το αντικείμενο; Ποια είναι η συμβολική του σημασία;
Το σκαμνί δεν έχει συμβολική αλλά πραγματολογική αξία. Ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του Κοσμά του Αιτωλού, το μετέφερε στο μουλάρι του, και πάνω σ’ αυτό ανέβαινε για να κάνει το κήρυγμά του στις τέσσερις Περιοδείες του. Η ύπαρξη του σκαμνιού και το πέρασμα του Πατρο-Κοσμά από την Αρναία Χαλκιδικής είναι ιστορικά γεγονότα, η φιλοξενία στο σπίτι μιας οικογένειας μελισσοκόμων ανήκει στη σφαίρα του λαϊκού μύθου, το ότι το σκαμνί χαρίστηκε στους οικοδεσπότες και πέρασε από τη χρήση στα τέλη του 18ου αιώνα στην τελική αχρηστία της δεκαετίας του ’70 υπαγορεύτηκε από αυτό που ονόμασα παραπάνω «ατασθαλίες της φαντασίας μου».
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα που σας απασχόλησε σε αυτό το μυθιστόρημα;
Πέρα από την αγάπη για τον Χολομώντα, τους ανθρώπους και τα έργα τους, εκείνο που με απασχολεί σ’ αυτό το βιβλίο είναι το πλέγμα των οικογενειακών σχέσεων. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, για χρόνια με βασάνιζε η προσωπική, και πολύ φοβόμουν αυθαίρετη, παρατήρησή μου ότι σε πολλές οικογένειες συγκεκριμένες ιδέες, συμπεριφορές και πεποιθήσεις επαναλαμβάνονται στα μέλη της σαν να κληρονομούνται από γενιά σε γενιά. Στις διηγήσεις που άκουγα από μικρή είχα προσέξει ότι στις γενεαλογικές διαδρομές αντιγράφονται ξανά και ξανά τα ίδια μοτίβα σφραγίζοντας τα μέλη τους με μια κοινή μοίρα. Πολύ αργότερα άκουσα τον όρο πολιτισμικό μιμίδιο ως μονάδα μεταφοράς πολιτιστικών ιδεών, συμβόλων ή πρακτικών, που μπορούν να μεταδοθούν από το ένα μυαλό στο άλλο κυρίως μέσω της ομιλίας, των χειρονομιών, ακόμη και τελετουργιών. Αμέσως μετά έμαθα ότι η λέξη δημιουργήθηκε κατ’ αναλογία του όρου γονίδιο και περιγράφει, αν θέλουμε να το πούμε επιστημονικά, ένα αυτο-αντιγραφόμενο πολιτιστικό στοιχείο που διαβιβάζεται με μη γενετικό τρόπο, αλλά χάρη στη μίμηση- σήμερα, βέβαια, η λέξη έχει υποστεί σημασιολογική στένωση, και στην καθομιλουμένη έφτασε να σημαίνει το ανέκδοτο, το καλαμπούρι.
Έτσι τα μιμίδια που διατρέχουν την οικογένεια του Γιαννακού και των επιγόνων του είναι, μ’ έναν τρόπο, το δικό μου σχόλιο πάνω στις πυκνές, αλληλοεξαρτώμενες και εν πολλοίς ανεξήγητες συμπεριφορές όσων ενώνονται με δεσμούς αίματος ή «στεγάζονται κάτω από τα ίδια κεραμίδια», όπως λέει κάπου ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής. Φυσικά, οριστική απάντηση επί όλου αυτού δεν μπορεί να δοθεί και δεν θα επιχειρούσα ποτέ κάτι τέτοιο. Προορισμός της λογοτεχνίας, αν έχει κάποιον, δεν είναι τόσο να περιγράψει, όσο να δημιουργήσει με τις λέξεις μια συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση στον αναγνώστη, ώστε να νιώσει ότι μοιράζεται με τους ήρωες τα ίδια ανερμήνευτα μυστικά.