Μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης με τον Ανδρέα Στάικο. Η πορεία του στα ελληνικά γράμματα, τα θεατρικά του έργα, τα πεζογραφήματα και οι μεταφράσεις του, τα χρόνια στο Παρίσι και ο Μάης του ’68 και η σχέση της μαγειρικής με μια θεατρική παράσταση.
Του Σόλωνα Παπαγεωργίου
Ο Ανδρέας Στάικος είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς στη χώρα μας και καταξιωμένος μεταφραστής και πεζογράφος, ένας δημιουργός που θήτευσε πλάι σε σπουδαίους καλλιτέχνες του Παρισιού από τη δεκαετία του ’60. Στα πεζογραφήματά του πρωταγωνιστεί η ίδια η ελληνική γλώσσα – κάθε ιστορία του είναι στη βάση της ένα κομψό παιχνίδι με τη γλώσσα. Στα θεατρικά του έργα οι συγγραφικές του εμμονές [η γυναίκα ή η τέχνη της μαγειρικής] βρίσκονται διαρκώς παρούσες, καθώς πιστεύει βαθιά ότι η τέχνη της μαγειρικής, με αυτή του θεάτρου, έχουν τόσα κοινά στοιχεία, που η σύνδεσή τους είναι «αδελφική».
Έχετε διακριθεί τόσο ως θεατρικός συγγραφέας όσο και ως πεζογράφος. Καθώς κανείς διαβάζει το λογοτεχνικό σας έργο, συνειδητοποιεί πως ακόμα και τα πεζά σας έχουν θεατρικότητα. Οι διάλογοι, για παράδειγμα, καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του κειμένου και έχουν χαρακτηριστική σπιρτάδα, ταχύτητα στις εναλλαγές τους – λες και προορίζονται για έναν ηθοποιό. Πόσο συγγενείς είναι οι τέχνες του θεάτρου και της λογοτεχνίας;
Κυρίως με ενδιαφέρει το θέατρο, η θεατρική έκφραση. Τα πεζογραφήματά μου είναι λίγα σε σχέση με τα θεατρικά μου κείμενα και βεβαίως επιβαρύνονται από μια θεατρικότητα. Οι διάλογοι έχουν μεγαλύτερο όγκο, παρά οι περιγραφές. Όταν, μάλιστα, διάβασα το μυθιστόρημά μου Επικίνδυνες μαγειρικές είπα κατευθείαν: «Μα αυτό είναι θέατρο». Όταν μου ζήτησαν να το διασκευάσω για το θέατρο έπειτα από λίγα χρόνια, δεν χρειάστηκε να δουλέψω παρά μόνο ένα σαββατοκύριακο για να δημιουργήσω τη θεατρική εκδοχή. Μπορώ να πω ότι το θέατρο είναι η έκφρασή μου. Το θέατρο αγαπώ. Τα άλλα ήταν διαλείμματα. Η ανάπαυση του πολεμιστή: αυτόν τον τίτλο θα έδινα στα πεζά μου.
Ήσασταν στο Παρίσι τον Μάη του ’68. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Έπαιξε μεγάλο ρόλο στη συνέχεια της ζωής μου και στη συνέχεια της σκέψης μου. Μέχρι τότε, ακολουθώντας τα πρωτοποριακά και πολιτισμικά ρεύματα, θεωρούσα τον εαυτό μου αριστερό. Και αυτή η αριστερή επανάσταση –αριστερή εντός εισαγωγικών ή εκτός εισαγωγικών–, αυτή η αδιευκρίνιστη επανάσταση, η οποία δεν είχε προσχεδιαστεί, δεν είχε κηδεμονία, ήταν πραγματική επανάσταση, γι' αυτό κιόλας δεν είχε κάποιο τέλος. Τον Μάη του ’68, η επανάσταση έπαιξε τον τελευταίο της ρόλο. Η επανάσταση αναπαριστούσε την επανάσταση – και μάλιστα χρησιμοποιώντας τα πιο παλαιά υλικά. Τα οδοφράγματα δεν εμφανίστηκαν ποτέ ξανά. Τα οδοφράγματα ήταν μια ανάμνηση, ένας αποχαιρετισμός στις παλαιές επαναστάσεις.
Η κάθε εξουσία, είτε λέγεται αριστερά είτε δεξιά, κάνει κατάχρηση. Δεν υπάρχει καμία εξουσία που να εκφράζει τον σκοπό για τον οποίον υποτίθεται ότι ασκείται.
Βίωσα τον αποχαιρετισμό στην επανάσταση, αλλά και την απομυθοποίηση κάθε πολιτικού κόμματος – εγώ, αλλά και πολύς κόσμος. Άλλαξε η οπτική των ανθρώπων, και της αριστεράς. Η αριστερά έπαψε να είναι αριστερά. Η αριστερά έγινε μια παραλλαγή της δεξιάς. Αλλά ούτε δεξιά υπάρχει: υπάρχει παραλλαγή εξουσιών, οι οποίες αλληλοκαθρεπτίζονται, παίζουν πινγκ πονγκ μεταξύ τους. Η κάθε εξουσία, είτε λέγεται αριστερά είτε δεξιά, κάνει κατάχρηση. Δεν υπάρχει καμία εξουσία που να εκφράζει τον σκοπό για τον οποίον υποτίθεται ότι ασκείται.
Αυτό το βίωμα ήταν στενάχωρο, αλλά ταυτόχρονα ενθαρρυντικό. Ήταν ένα μάθημα υπέρ της υπαρξιακής ελευθερίας. Ο άνθρωπος πρέπει να κινηθεί μόνος του. Ο πολίτης πρέπει να βλέπει το κράτος ως έναν απλό διαχειριστή και όχι ως φορέα ιδεολογιών και μίσους. Το κράτος πρέπει να είναι ένας διαχειριστής, με πρότυπο τη διαχείριση μιας πολυκατοικίας. [γελάει] Ας πούμε ότι το κράτος είναι μια πολύ μεγάλη πολυκατοικία.
Έπειτα από αυτό, η επιστροφή στην Ελλάδα σάς φάνηκε κάπως απογοητευτική;
Επέστρεψα σε μια Ελλάδα πιστή στις παλαιές αρχές. Η Ελλάδα, δυστυχώς, και σε αυτή τη φάση ήταν αρκετά πίσω γιατί, ενώ στην Ευρώπη είχε απομυθοποιηθεί ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα, μέσω της επανάστασης του Μαΐου του ’68, στην Ελλάδα δεν μπορούσε να συμβεί κάτι αντίστοιχο. Τότε βγαίναμε από μια σκληρή δικτατορία και, εφόσον τα κόμματα ήταν παράνομα στη δικτατορία, δεν μπορούσες να τα καταδικάσεις εύκολα. Οπότε βρέθηκα σε άλλο μήκος κύματος, σε ένα κράτος ανώριμο πολιτικά, αλλά και ώριμο, εφόσον είχε κατορθώσει να διώξει τη δικτατορία. Έπειτα από την πτώση της, ο λαός επανήλθε στις παλιές, κακές κομματικές συνήθειές του. Αυτοί οι κομματικοί σχηματισμοί συνεχίζουν να υπάρχουν, ασχέτως του ότι πλέον έχουν απαξιωθεί. Πλέον, όπως είπα, απλώς περιμένουμε από τα κόμματα να είναι διαχειριστικοί φορείς και όχι ιδεολογικοί φορείς. Αυτό έχει εισχωρήσει και στην ελληνική συνείδηση. Σε αυτόν τον τομέα έχουμε εξευρωπαϊστεί. Αυτό είναι καλό ή κακό; Αυτό είναι μάλλον καλό.
Ο πολίτης πρέπει να βλέπει το κράτος ως έναν απλό διαχειριστή και όχι ως φορέα ιδεολογιών και μίσους. Το κράτος πρέπει να είναι ένας διαχειριστής, με πρότυπο τη διαχείριση μιας πολυκατοικίας. [γελάει] Ας πούμε ότι το κράτος είναι μια πολύ μεγάλη πολυκατοικία.
Δεν θεωρείτε όμως, ότι αυτή η στάση έχει ως συνέπεια τον κυνισμό στις πράξεις και στη συνείδησή μας, που εντέλει είναι νοσηρός;
Νοσηρός είναι ο κυνισμός της πολιτικής εν γένει, ο οποίος στηρίζεται σε απύθμενα ψέματα. Μια κυβέρνηση, η οποία έχει χάσει την εξουσία επειδή είπε ψέματα, καθώς διεκδικεί εκ νέου την εξουσία, λέει τα ίδια συν περισσότερα ψέματα. Αυτό είναι νοσηρό.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία στο να είναι κανείς καλλιτέχνης στην Ελλάδα; Παρατηρήσατε διαφορές ως προς την αντιμετώπιση που είχαν οι καλλιτέχνες στο εξωτερικό;
Απλώς στο Παρίσι υπάρχουν κάποιοι θεσμοί που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στον καλλιτέχνη. Και για να μην μπερδευόμαστε, δεν είναι θεσμοί πολιτικοί, είναι θεσμοί της δημοκρατίας – άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Δεν είναι θεσμοί που καταργούνται όταν έρχεται στην εξουσία ένα νέο κόμμα, ώστε να φτιάξει καινούριους. Είναι σταθεροί θεσμοί που υπάρχουν ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, ανεξαρτήτως κομμάτων. Το κράτος δεν διαλύεται στις παραμονές των εκλογών, συνεχίζει να λειτουργεί. Υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός αμετακίνητος.
Εδώ είναι όλα κομματικοποιημένα. Ως προς αυτό, ελάχιστα βήματα έχουμε κάνει. Εδώ το κράτος προσπαθεί με κομματικά κριτήρια να επιβραβεύσει ορισμένους καλλιτέχνες. Είτε προσφέροντάς τους δουλειές, είτε διορίζοντάς τους σε διάφορους δήθεν καλλιτεχνικούς θεσμούς, με διοικητικά συμβούλια που μόνο καλλιτέχνες δεν τα λειτουργούν.
Έχετε διακριθεί για το μεταφραστικό σας έργο, από τα γαλλικά στα ελληνικά. Απ' όλους τους συγγραφείς που μεταφράσατε, υπάρχει κάποιος που σας δυσκόλεψε περισσότερο; Υπάρχει κάποιος που επηρέασε και εσάς τον ίδιο, στα αμιγώς δικά σας γραπτά;
Ο Μαριβώ, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Είναι ο άνθρωπος που ταιριάζει περισσότερο στη δική μου συγγραφική συνείδηση και ταυτόχρονα, ο πιο δύσκολος. Πιο δύσκολος, γιατί εισήγαγε ένα νέο ύφος στα γαλλικά γράμματα –που ήταν ήδη αρκετά καλλιεργημένα στις μέρες του, μιλάμε για τα μέσα του 18ου αιώνα–, το λεγόμενο “marivaudage”. Το “marivaudage” είναι ένας πολύς κομψός λόγος κάτω από έναν πολυέλαιο. Ένας λόγος που αντί να φανερώνει κρύβει, και αντιστρόφως, που φανερώνει εκεί που θα έπρεπε να κρύψει. Κατά πολλούς είναι ο λόγος των σαλονιών, κατά κάποιους άλλους είναι ο θεατρικός λόγος, ο λόγος που έχει προσωπεία. Αυτός ο συγγραφέας με επηρέασε περισσότερο κι αυτό το ύφος είναι το πιο δύσκολο, καθώς η ελληνική γραμματεία δεν έχει κάποιο αντίστοιχο είδος γλώσσας, αυτό το κομψεπικομψο αμάλγαμα μπαρόκ και ροκοκό.
Έχετε ασχοληθεί με τη διδασκαλία, για πολλά χρόνια στο Γαλλικό Ινστιτούτο, αλλά και στο Πάντειο, στο Αριστοτέλειο, στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο Πατρών και σε δικά σας σεμινάρια. Πώς διδάσκετε τη γραφή και τη μετάφραση; Πώς προσεγγίζετε τους μαθητές σας;
Τους προσεγγίζω σαν φίλους και σαν συνδαιτυμόνες μιας ταβέρνας, επί ίσοις όροις. Θέλω να καταργήσω τη σχέση μαθητή-δασκάλου. Από εκεί και πέρα, δεν θέλω να δημιουργήσω μικρούς Στάικους. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι, εάν διαπιστώσω ψήγματα ταλέντου στον κάθε μαθητή, να τον βοηθήσω να ελευθερωθεί, να ακολουθήσει τη δική του κατεύθυνση. Όχι συμβουλές και όχι συνταγές! Θα το ανακαλύψει μόνος του, όπως το ανακάλυψα και εγώ. Δεν πιστεύω στις τεχνικές ή στις συνταγές για να γράψει κανείς λογοτεχνία. Οι άνθρωποι που έρχονται σε εμένα έχουν συχνά ήδη δοκιμαστεί από μόνοι τους και θέλουν απλώς να επιβεβαιώσουν την επιλογή τους. Δεν πρόκειται να τους αλλάξω, απλώς θα τους σπρώξω, θα τους βοηθήσω σε αυτό που κάνουν. Δεν θα επέμβω ούτε στο ύφος, ούτε στην πλοκή, ούτε στους χαρακτήρες – ούτε θα τους κατευθύνω προς κάποιο άλλο είδος λογοτεχνίας.
Δεν πιστεύω στις τεχνικές ή στις συνταγές για να γράψει κανείς λογοτεχνία. Οι άνθρωποι που έρχονται σε εμένα έχουν συχνά ήδη δοκιμαστεί από μόνοι τους και θέλουν απλώς να επιβεβαιώσουν την επιλογή τους. Δεν θα επέμβω ούτε στο ύφος, ούτε στην πλοκή, ούτε στους χαρακτήρες – ούτε θα τους κατευθύνω προς κάποιο άλλο είδος λογοτεχνίας.
Θα σεβαστώ την ελευθερία τους, η οποία έχει όρια, όπως έχει και η δική μου. Ο μεγαλύτερος Γάλλος ποιητής και συγγραφέας θεατρικών έργων, ο Ρακίνας, έγραφε σε δωδεκασύλλαβο στίχο. Δηλαδή, απελευθερωνόταν μέσα από τη φυλακή του στίχου, αυτού του στίχου του ομοιοκατάληκτου κατά ζεύγη. Έβρισκε την απόλυτη ελευθερία και την αρμονία της υψηλής ποίησης μέσα από την πειθαρχία, από τη «φυλακή» του. Ο καθένας πρέπει να μείνει εκεί που είναι, να είναι δέσμιος του εαυτού του, μόνο έτσι θα μπορέσει να απελευθερωθεί.
Συχνά χρησιμοποιείτε τη γαστρονομία ως στοιχείο των ιστοριών σας. Πολλές φορές οι ήρωές σας έρχονται κοντά, αναπτύσσουν φιλίες και δεσμούς, κατα τη διάρκεια ενός γεύματος ή ενός δείπνου, καθήμενοι σ' ένα τραπέζι, μπροστά από ένα πιάτο φαγητό. Επιπλέον, χρησιμοποιείτε τη μαγειρική ακόμα και στο συγγραφικό γλωσσικό παιχνίδι, π.χ. γράφετε «σκηνοθεσία δείπνου». Στις Επικίνδυνες μαγειρικές η γαστρονομία συνδέεται με τον ερωτισμό, τη γυναικεία φιγούρα, την άλλη σταθερή παρουσία στο έργο σας. Μπορείτε να συνοψίσετε τα θέματα που σας απασχολούν περισσότερο, ενώ γράφετε;
Η καλή μαγειρική θυμίζει μια θεατρική παράσταση. Η κουζίνα είναι το παρασκήνιο, το τραπέζι η σκηνή οπού παρουσιάζεται, το τραπεζομάντηλο και οι πιατέλες είναι τα σκηνικά και τα κοστούμια. Οι συνδαιτυμόνες είναι το κοινό, που σιγά σιγά θα μπει μέσα. Θεωρώ τη μαγειρική μέρος μιας παράστασης – όλη την ιεροτελεστία, από την επιλογή των υλικών μέχρι την τελευταία μπουκιά. Δεν κρατάει περισσότερο ή λιγότερο, έχει σχεδόν τον χρόνο μιας θεατρικής παράστασης. Επίσης, σου θυμίζει συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια το εφήμερο της ζωής, το εφήμερο των ωραίων πραγμάτων. Το εφήμερο της παράστασης, το εφήμερο του καλού τραπεζιού. Η μαγειρική και το θέατρο: οι τέχνες του εφήμερου. Καμία παράσταση δεν μοιάζει με τη χθεσινή ή την προχθεσινή, υπάρχουν πάντα διαφορές. Στο Παρίσι έκανα το εξής πείραμα, έβλεπα το ίδιο έργο πολλές φορές. Ποτέ δεν ήταν το ίδιο.
Η θεματική των έργων μου είναι η αέναη προσπάθεια μιας ιδεώδους επικοινωνίας σε ένα φιλοσοφικό, σε ένα ποιητικό ή σε ένα ερωτικό επίπεδο, η οποία δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Γι’ αυτό ύστερα γράφουμε ένα νέο έργο, ελπίζοντας ότι η επικοινωνία θα επιτευχθεί με αυτό. Νομίζω ότι όλοι οι συγγραφείς γράφουν στην πραγματικότητα μόνο ένα έργο. Τα πολλά τους έργα είναι παραλλαγές του ιδίου έργου. Έχει να κάνει με την αναζήτηση της ταυτότητας του συγγραφέα.
Η γυναίκα στα έργα μου φέρει τις αρετές, εσωτερικές και εξωτερικές, δεκάδων γυναικών. Είναι ένα παζλ από διάφορα κομμάτια, τα δάκτυλα είναι της Γεωργίας, τα αυτιά είναι της Λιλίκας, τα μάτια είναι της Αφροδίτης. Ό,τι καλύτερο έχει αυτή η γυναίκα ανήκει σε κάποια άλλη γυναίκα.
Η μοιραία γυναίκα έχει μια συμβολική θέση στο έργο μου, είναι το αποτέλεσμα αυτής της επικοινωνίας, το έπαθλο αυτής της επικοινωνίας, το έπαθλο της κοπιώδους και ναρκισσιστικής ζωής του συγγραφέα, στην προσπάθειά του να προβληθεί και να γίνει αρεστός από μια τέτοια γυναίκα, η οποία προφανώς δεν υπάρχει. Είναι ένα αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Η γυναίκα στα έργα μου φέρει τις αρετές, εσωτερικές και εξωτερικές, δεκάδων γυναικών. Είναι ένα παζλ από διάφορα κομμάτια, τα δάκτυλα είναι της Γεωργίας, τα αυτιά είναι της Λιλίκας, τα μάτια είναι της Αφροδίτης. Ό,τι καλύτερο έχει αυτή η γυναίκα ανήκει σε κάποια άλλη γυναίκα.
Σε κάθε έργο, υπάρχει όμως [σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό] το αίσθημα της ματαίωσης στο τέλος.
Ο άνθρωπος μένει ανικανοποίητος, και από τη δική του ταυτότητα και από την ταυτότητα του συντρόφου του, οπότε ανοίγεται προς νέες περιπέτειες. Το μεγάλο θύμα είναι πάντα ο εαυτός του, γιατί είναι καταδικασμένος να επανέρχεται πάντα στα ίδια.
Με αφορμή την ερώτηση που περιλαμβάνει τη σχέση μαγειρικής και θεατρικής παράστασης, οδηγούμαι στην επόμενη: πώς σας φάνηκε η κινηματογραφική διασκευή του ομότιτλού μυθιστορήματός σας Επικίνδυνες μαγειρικές; Πώς νιώθει ο συγγραφέας όταν βλέπει το έργο του στη μεγάλη οθόνη;
Δεν αισθάνθηκα τίποτα γιατί δεν είδα το έργο μου στη μεγάλη οθόνη. [γελάει] Υπήρξε μια παρεξήγηση, γιατί από το έργο αυτό, οι παραγωγοί προσπάθησαν να εκμαιεύσουν κάποια στοιχεία και να τονίσουν κάποια άλλα, για να δημιουργήσουν ένα αποτέλεσμα που θα είχε μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία. Μου έγινε η πρόταση να γράψω το σενάριο αλλά αρνήθηκα. Όταν είδα την ταινία, δεν αναγνώρισα το δικό μου έργο. Οι ήρωες του έργου μου είναι ερασιτέχνες, μαθαίνουν να μαγειρεύουν και γίνονται καταπληκτικοί μάγειροι επειδή ερωτεύονται, ενώ στη κινηματογραφική μεταφορά είναι επαγγελματίες πριν γνωρίσουν τη γυναίκα των ονείρων τους, οπότε η ταινία είναι χτισμένη σε λάθος βάσεις. Είναι λάθος από την αρχή.
Οι ήρωες του έργου μου είναι ερασιτέχνες, μαθαίνουν να μαγειρεύουν και γίνονται καταπληκτικοί μάγειροι επειδή ερωτεύονται, ενώ στη κινηματογραφική μεταφορά είναι επαγγελματίες πριν γνωρίσουν τη γυναίκα των ονείρων τους, οπότε η ταινία είναι χτισμένη σε λάθος βάσεις. Είναι λάθος από την αρχή.
Ο έρωτας κάνει τον άνθρωπο να είναι ποιητής, δημιουργός, να φαντάζεται, να ονειρεύεται ότι είναι ο καλύτερος μάγειρας ή ο μεγαλύτερος ποιητής του κόσμου. Στην ταινία, αφαιρείται από τους άνδρες αυτό το δικαίωμα, εφόσον είναι επαγγελματίες. Οπότε και η γυναίκα είναι θύμα επαγγελματιών. Ενώ οι άλλοι άνδρες τα έδιναν όλα, από το μηδέν, για να την κατακτήσουν, οπότε μπορούσε και η γυναίκα να εκτιμήσει αυτόν τον αγώνα. Η γυναίκα δεν θα έπρεπε να είναι παράσιτο, να τρώει τα έτοιμα των ανδρών, ούτε κι αυτοί θα έπρεπε να είναι επαγγελματίες που παράγουν συνέχεια. Καταστράφηκε όλη η ποίηση του έργου.
Συμμετείχατε στο αφιέρωμά μας, με θέμα τα πρώτα βιβλία δεκάξι Ελλήνων συγγραφέων, και μιλήσατε για την Αισχροτάτη Εριέττα, την πρώτη σας εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα το 1978, πριν από σαράντα τέσσερα χρόνια. Από τότε μέχρι σήμερα, τι έχει αλλάξει περισσότερο στον χώρο των γραμμάτων, στη σύγχρονη λογοτεχνία; Διαφέρουν οι συγγραφείς του παρελθόντος από τους συγγραφείς του σήμερα;
Είχαμε πολύ μεγάλους συγγραφείς του παρελθόντος. Μπορώ να ονομάσω μια πλειάδα. Όσο πιο παλιά πάμε τόσο το καλύτερο. Ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός, ο Μητσάκης, ο Χρηστομάνος και ο συγγραφέας που μας μαθαίνει την ελληνική γλώσσα, που θα ήθελα όλοι οι Έλληνες να τον διαβάσουν, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η Ιστορία του Ελληνικού έθνους του Παπαρρηγόπουλου είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα. Να μιλήσουμε και για τον Πεντζίκη, ο οποίος χειρίζεται τις λέξεις με έναν μαγικό τρόπο.
Οι τωρινοί συγγραφείς νομίζει κανείς ότι έχουν πλαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε από το πρώτο τους βιβλίο να αποσκοπούν στην εισπρακτική επιτυχία. Δεν ισχύει βέβαια για όλους αυτό. Δεν διαβάζω πολλούς σύγχρονους, προτιμώ να διαβάζω ξανά τα παλιά έργα, είτε των Ελλήνων είτε τα κλασικά των ξένων συγγραφέων. Ομολογώ ότι δεν παρακολουθώ τη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.
Αν θέλατε να κρατήσετε μία στιγμή απ' όλο το ταξίδι σας, ποια θα ήταν;
Θα απαντήσω με έναν τρόπο εκκεντρικό. Θα κρατήσω τα στοιχεία που δεν έχω γράψει ακόμα, αυτά για τα οποία δεν έχω μιλήσει ακόμα, αυτά που θα πω στα προσεχή μου έργα. Αλλά, εντάξει, ξέρω πως η συγκεκριμένη απάντηση δεν σε καλύπτει… [γελάει]
Κρατάω την αρχή, γιατί αυτή η αρχή μου έδωσε όλες τις κατευθύνσεις, όλες τις προοπτικές, οι οποίες ακόμα δεν έχουν εξαντληθεί.
Από τα σαράντα τέσσερα χρόνια και από τα πολλά έργα που έχω γράψει, επανέρχομαι στην Αισχροτάτη Εριέττα. Αν και το πρώτο μου πεζό κείμενο, νομίζω ότι εκφράζει όλες τις μετέπειτα ανησυχίες μου. Υπάρχουν εν σπέρματι όλα τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκα μελλοντικά. Είναι μια πρώιμη εισαγωγή σε όλη μου την έκφραση: την ποιητική, τη θεατρική, την πεζογραφική. Ήταν ένα νεανικό έργο και ήθελα να δείξω όλα όσα είχα μέσα μου. Αυτό χρειάζεται μια μαεστρία, πρέπει να τα γράψεις όλα, αλλά με μια φειδώ, με μια τέχνη. Κρατάω την αρχή, γιατί αυτή η αρχή μου έδωσε όλες τις κατευθύνσεις, όλες τις προοπτικές, οι οποίες ακόμα δεν έχουν εξαντληθεί.
Τέλος, ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που θα δίνατε σε έναν νέο συγγραφέα;
Δεν είπα ότι δεν δίνω συμβουλές; Να ακολουθήσει το στραβό του το κεφάλι και τα λάθη του. Ιδίως τα λάθη του.
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι φοιτητής Φαρμακευτικής. Αρθρογραφεί και γράφει πεζογραφία.