Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, η ποιήτρια Χαριτίνη Ξύδη με αφορμή την ποιητική της συλλογή «Πορνογραφία» (εκδ. Μετρονόμος).
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε την ιστορία της Πορνογραφίας; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Δεν υπήρξε ερέθισμα, υπό την έννοια του συνειδητοποιημένου. Αυτό που λειτούργησε, κυρίαρχα, ώστε να ξεκινήσω να γράφω την Πορνογραφία ήταν η μοίρα να καταγραφεί και να απογράψει τα άσημα και τα σημαίνοντα πάθη του έρωτα.
Πώς μας βοηθάει ο τίτλος να πλησιάσουμε το συγκεκριμένο κείμενό σας;
Εξαρτάται από τους τρόπους των αναγνωστών. Περισσότερο θα έλεγα πως βοηθάει το σχέδιο του εξωφύλλου, «Η αγκαλιά» του Ογκίστ Ροντέν.
Μια φλογερή αγκαλιά. Άλλοτε από βαμβάκι, άλλοτε από μετάξι, βελουδένια, ίσως απεγνωσμένη, αλλά ποτέ εγκαυματική, ποτέ σπαρακτική, μπορεί σφοδρή, όμως πάντοτε εκεί, για όποιον την έχει ανάγκη. Δυο κορμιά, δυο πρόσωπα, δυο ανάσες, δυο δέρματα, δυο ψυχές σε ένα αγκάλιασμα. Γιατί αυτό είναι το μείζον πάντοτε θέμα. Να χωρέσουμε ο ένας τον άλλον. Να δώσουμε μάχες γι’ αυτό. Να μοχθήσουμε, να παλέψουμε για τον άλλον. Να διεκδικήσουμε πολύ, να διεκδικήσουμε βαθιά, δυνατά, χωρίς φόβο. Με ίσως την υποδόρια, εκείνη, τρυφερή αγωνία, αν θα τα καταφέρουμε, τελικά.
Η αγκαλιά είναι ακλόνητη. Περιμένει τους αναξιοπαθούντες του έρωτα, για να τους ζεστάνει, να τους περιθάλψει, να τους εξαγνίσει, να τους θεραπεύσει. Βγαίνεις πιο καθαρός, πιο ερανισμένος (sic), πιο δυνατός. Πιο ανθισμένος. Ναι, βγαίνεις πιο ανθισμένος.
Ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα;
Στην Πορνογραφία, ο κόσμος της πραγματικής ζωής με τον κόσμο του ονείρου και της φαντασίας, δεν συγχέονται, συνδέονται. Και συνδέονται άρρηκτα. Ο κόσμος αυτός –αποκλειστικά δικός της, γιατί τον δημιούργησε– είναι εξομολογητικός, συγχωρητικός, ομολογητικός, παραδοχών, ονείρων και άφεσης. Τελεί ανόθευτος, λικνιστικός, σαν ένα απαλό κύμα, μπορεί να χορεύει στους δρόμους της πόλης, αμέριμνος ή με τρυφερές έγνοιες, νωχελικός, σε ένταση ή υπερένταση, σε ερωτική έξαψη, σε έκσταση, αλλά ποτέ πληκτικός, ποτέ αδιάφορος, ποτέ ανιαρός.
Η Πορνογραφία είναι ένα πραγματικό και συγχρόνως ονειρικό βιβλίο, που τολμά και μαχαιρώνει τα σκοτάδια της ύπαρξης. Αρκεί να της αφήσουμε μια χαραμάδα ανοιχτή. Έτσι ώστε να ρεύσει μέσα στην αβάσταχτη, πολλές φορές, πεζότητά μας, η ποίησή της.
Η αγκαλιά είναι ακλόνητη. Περιμένει τους αναξιοπαθούντες του έρωτα, για να τους ζεστάνει, να τους περιθάλψει, να τους εξαγνίσει, να τους θεραπεύσει.
Η πλοκή ή οι χαρακτήρες θεωρείτε ότι είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε; Πού ρίχνετε μεγαλύτερο βάρος;
Σε κάθε βιβλίο μου, αυτό διαφοροποιείται. Στην Πορνογραφία με οδήγησαν, σταθερά και στέρεα, οι χαρακτήρες των ηρώων. Γιατί αγαπούν δυνατά, δεν φοβούνται να δείξουν τις αδυναμίες, τις ευαισθησίες τους, να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να μιλήσουν για τα λάθη, για τα μικρά τους εγκλήματα, να πάρουν το ρίσκο, να διεκδικήσουν, να πολεμήσουν, να επιδιώξουν, να γεμίσουν τραύματα και πληγές.
Υπάρχει ένα κοινό θέμα στα γραπτά σας, ένα βαθύτερο μοτίβο που μπορείτε να το ανιχνεύσετε;
Ναι. Είναι η ύπαρξη και τα αισθήματα. Ο τρόπος, η καταγωγή τους, η δυσκολία και η οδύνη τους.
Η ύπαρξη που ζει την απόλυτη χαρά, μοιρασμένη, συχνά και τον πυρετό ενός δράματος. Όχι μόνο προσωπικού, αλλά ίσως και οικουμενικότερου, όπως συμβαίνει στους πολύ μεγάλους έρωτες, που ο αποχωρισμός τους προκαλεί τον, εξίσου πολύ μεγάλο, οξύ, τραγικό, πόνο. Σαν να σε έχουν ακρωτηριάσει.
Στη σκιά αυτής της οδύνης, τα πρόσωπα του έρωτα κλαίνε, καταριούνται, εκδικούνται. Ατόφια πράγματα, όμως, με συντριπτικές αλήθειες.
Με ποιον τρόπο είναι παρών ο αναγνώστης τη στιγμή που γράφετε;
Ο αναγνώστης, στο συγκεκριμένο βιβλίο, βρίσκει τον εαυτό του, αισθάνεται μαζί με τους ήρωες, ταυτίζεται με ό,τι ζουν και νιώθουν, με ό,τι αφηγούνται και περιγράφουν. Επομένως, είναι απολύτως παρών και συμμέτοχος. Λέω, λοιπόν, πως ο αναγνώστης είναι ο ψυχοσυναισθηματικός αυτουργός, με την εξήγηση ωστόσο που έδωσα πιο πάνω. Και όχι πως εκκίνησε η συγγραφή από την υποβολιμαία επιθυμία να τον καταστήσω σώνει και καλά συνεργό μου ή να προκαταβάλω την αρέσκειά του προς το σώμα του κειμένου μου.
Αν σας ζητούσαν να επιλέξετε ένα από τα δύο, με τι θα λέγατε ότι προσομοιάζει περισσότερο η Πορνογραφία: Με μουσικό κομμάτι ή με εικαστικό έργο;
Με μουσικό κομμάτι. Για την ακρίβεια, με λαϊκό τραγούδι. Επειδή ο έρωτας στην Πορνογραφία, όπως και στο λαϊκό τραγούδι, έχει την όψη της φαρμακείας, από τη μια, αλλά και του δηλητηρίου, από την άλλη. «Επειδή ο έρωτας είναι σαν το νερό που σε πλένει και σε δροσίζει και σε ξεδιψά και σε καθαρίζει και σε καθαγιάζει και σε βυθίζει και σε πνίγει και σε καταντά ναυάγιο». Έτσι λειτουργούν, ιερουργούν μάλλον, και τα λαϊκά.