Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο ποιητής Γιάννης Ανδριανάτος με αφορμή την ποιητική συλλογή «Δείπνο αντιβαρύτητας» (εκδ. Gutenberg)
Επιμέλεια: Book Press
Από την πρώτη ποιητική συλλογή σας Άνευ αποδοχών μέχρι σήμερα μεσολάβησαν 14 χρόνια. Γιατί ένα τόσο μεγάλο διάστημα;
Ο χρόνος είναι ποίημα επαναλαμβανόμενο αλλά όχι ομοιοκατάληκτο. Όπως γράφω στο Δείπνο αντιβαρύτητας: «Άραγε όλα όσα δεν κάναμε / ανήκουν στο παρελθόν ή στο μέλλον;» Η τωρινή συλλογή ουσιαστικά συμπυκνώνει δύο-τρεις συλλογές σε ένα βιβλίο, που θα μπορούσαν να είχαν δημοσιευτεί νωρίτερα. Η ποίηση είναι συνάντηση σ’ ένα ευρυγώνιο παρόν που συμπεριλαμβάνει το παρελθόν και το μέλλον. Επομένως το διάστημα δεν είναι μεγάλο όταν χρειάζεται να συγκατοικήσουν πολλά «παρόντα» σε μία συλλογή. Ούτε καν το κοσμικό διάστημα δεν είναι μεγάλο, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνεχόμενη διαστολή μιας πρωταρχικής στιγμιαίας ψευδαίσθησης. Άλλωστε η εργασία μου να διδάσκω Φιλοσοφία και Ρητορική στον Ρητορικό Κύκλο είναι ποίηση προφορική καθ’ εκάστην.
Στον τίτλο χρησιμοποιείτε μια έννοια της φυσικής, την αντιβαρύτητα, και τη συνδέετε με κάτι απλό και καθημερινό, όπως ένα δείπνο. Πώς μας βοηθάει ο τίτλος να πλησιάσουμε τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή;
Ένα δείπνο (ακόμα και Μυστικό) κατά τεκμήριο προσθέτει βάρος, βαρύτητα. Άρα ένα Δείπνο αντιβαρύτητας δεν προσθέτει βάρος αλλά αφαιρεί.
Η Διαλεκτική αντίθεση των δύο λέξεων αναδεικνύει όλα αυτά που μας οδηγούν στις απαρχές του κόσμου, όταν η βαρύτητα και η αντιβαρύτητα ήταν σε άμιλλα. Το σύμπαν είναι η προσωρινή επικράτηση της βαρύτητας. Κι η ποίηση, η διαρκής μυστική αντίσταση της αντιβαρύτητας, του ιπτάμενου νόστου, της σύνδεσης με ό,τι μας απογειώνει. Γι’ αυτό και στη συλλογή μου γράφω: Το μόνο αληθινό δίλημμα: είμαστε φιλοξενούμενοι ή κρατούμενοι / της βαρύτητας;
Είναι το Δείπνο αντιβαρύτητας μια ποιητική συλλογή με κόνσεπτ, με «κέντρο» γύρω από το οποίο τα ποιήματα τρόπον τινά περιστρέφονται; Αν ναι, ποιο θα λέγατε ότι είναι αυτό το κέντρο;
Το κέντρο είναι ο κβαντικός παρατηρητής. Αυτός που από τις άπειρες εκδοχές επιλέγει να κοιτάξει μία και επιλέγοντας δημιουργεί έναν κόσμο, έστω λέξεων! Υπερασπίζομαι την ποιητική ματαιότητα της επιλογής. Άρα το κέντρο της συλλογής, ανεξαρτήτως αν κάποια ποιήματα είναι στη θεματολογία τους φιλοσοφικά, κάποια κοινωνικά ή ερωτικά, είναι το ερώτημα «ποιος είμαι εγώ που επιλέγω να παρατηρώ μ’ αυτόν τον τρόπο τη ζωή;» ή «τι άλλο μπορώ να γίνω;». Η ποίηση όπως τη βιώνω και την εκφράζω δεν είναι μια περίτεχνη καταγραφή εμπειριών, γεγονότων, προσδοκιών, απωθημένων ή νοσταλγιών, αλλά μια γυμνή, δυναμική, κοφτερή ερώτηση προς τον εαυτό μου… ή όπως το γράφω στη συλλογή: Το ποίημα ξυρίζει / τη δασύτριχη επιβεβαίωση όπως πριν την εγχείρηση.
Το κέντρο της συλλογής, ανεξαρτήτως αν κάποια ποιήματα είναι στη θεματολογία τους φιλοσοφικά, κάποια κοινωνικά ή ερωτικά, είναι το ερώτημα «ποιος είμαι εγώ που επιλέγω να παρατηρώ μ’ αυτόν τον τρόπο τη ζωή;» ή «τι άλλο μπορώ να γίνω;»
Διαβάζοντας τους τίτλους των ενοτήτων, βλέπουμε από τη μια ομηρικές αναφορές («Μικροί Λαιστρυγόνες») και από την άλλη αναφορές σύγχρονες («Συνεχόμενοι πνιγμοί» ήταν ο ελληνικός τίτλος μιας ταινίας του Πίτερ Γκρίναγουεϊ). Πώς συνδιαλέγονται αυτοί οι κόσμοι; Είναι αυτή η συνύπαρξη στοιχείο ειρωνείας;
Ο κόσμος μας είναι του Ομήρου. Κι η Οδύσσεια άλλωστε αποτελείται από «συνεχόμενους πνιγμούς». Βαδίζοντας πολύ προς τη Δύση, φτάνεις στην Ανατολή. Το παρελθόν και το μέλλον συνευρίσκονται στο παρόν. Είμαστε όμηροι σε χίλιες μικρές κλωστές των σκέψεών μας, των πεποιθήσεων, των ερμηνειών μας. Η ποιητική συνειδητοποίηση της αυτοπαγίδευσής μας μάς οδηγεί σε μια πλάγια θέαση, σε μια ειρωνική ματιά της ζωής μας και της ιστορίας. Όλοι οι ποιητές είναι «παιδιά» του Σωκράτη: προσποιούνται άγνοια, για να μπορούν να πουν εντέλει, απρόσκοπτα, τη δική τους ποιητική θέση! Ειρωνεία προς την ίδια την ατελέσφορη πράξη της γραφής και αυτοειρωνεία για τον ποιητή.
Με ποιον τρόπο η ιδέα του αναγνώστη ενυπάρχει στην ποίησή σας;
Ο αναγνώστης… θα ήθελα μια ποίηση που να είναι συνδημιουργός. Ο ρόλος του να μην είναι παθητικός, δεκτικός, κριτικός από απόσταση, αλλά ενεργητικός, παρεμβατικός. Με τον κάθε αναγνώστη να συντελείται ένα διαφορετικό ποίημα. Όπως στις θεατρικές παραστάσεις που παρεμβαίνει άμεσα το κοινό. Γι’ αυτό σε πολλά ποιήματα της συλλογής, το τέλος τους είναι η αρχή μιας συνομιλίας με τον αναγνώστη. Τον καλώ να συνεχίσει το ποίημα εντός του. Άλλωστε η ποίηση ξεκίνησε ως ραψωδία κι όχι ως οριστικό τυπωμένο κείμενο. Ό,τι είναι οριστικό είναι νεκρό. Αλλά ακόμα περισσότερο σε εποχές πανδημίας και πολέμου, που η εγγύτητα έχει καταστεί σχεδόν παράνομη, η μόνη δυνατή συνάντηση είναι η ανάγνωση (από το ποίημα «Γράφω – άρα υπάρχω;»).
Αν σας ζητούσαν να επιλέξετε ένα από τα δύο, με τι θα λέγατε ότι προσομοιάζουν περισσότερο τα ποιήματά σας, με μουσικά κομμάτια ή με εικαστικά έργα;
Πιστεύω στη συναισθησία της ποίησης. Άλλωστε η ποιητική δράση ξεκίνησε ως ένα Ιερό Δρώμενο με στοιχεία απαγγελίας, μουσικής, σκηνικών, θεατρικής τελετουργίας, γεωμετρικών συμβόλων στα ρούχα ή στο δέρμα, χορού και αρχιτεκτονικής πλαισίωσης. Η ποίησή μας πλέον μυρίζει «καμαρίλα» και φοβική εσωστρέφεια, σε σχέση με την πανδαισία παρεμβατικής ελευθερίας των απαρχών της. Άρα επιδιώκω και μουσικές και εικαστικές εφαπτόμενες των λέξεων. Αν θα έπρεπε να επιλέξω, θα επέλεγα ίσως λόγω εικαστικών σπουδών πίνακες ολλανδικής σχολής: Ρέμπραντ, Βαν Γκογκ, Μοντριάν.
Ποίηση και Ρητορική. Αντίπαλα στρατόπεδα;
Αντίπαλα στρατόπεδα ναι… αλλά που στη μάχη αγκαλιάζονται! Λόγω της εργασίας μου (εκπαιδευτής στη Ρητορική-Διαλεκτική) βρίσκομαι σε μια αναπόφευκτη διγαμία μεταξύ Ρητορικής και Ποίησης, που έχω βέβαια όλη την καλή διάθεση (όπως κάθε δίγαμος;) να τα ενώσω σε ένα! Άλλωστε όταν απατάς φανερά, είναι απάτη; Η Ποίηση είναι Ρητορική χωρίς τον ψυχαναγκασμό της πειθούς και της τεκμηρίωσης και η Ρητορική είναι ποίηση χωρίς ευφάνταστη νοσταλγία, με τροχισμένα τα αινίγματα. Και οι δύο παιδιά της Γλώσσας, ερίζουν ενώ είναι συγκληρονόμοι.