Συνέντευξη με τον συγγραφέα και εκπαιδευτικό Αθανάσιο Μπιλιανό με αφορμή το βιβλίο του «Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος – Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική Καταστροφή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Της Ελένης Κορόβηλα
Έχετε γράψει ένα εξαιρετικά εκτενές βιβλίο, πλέον των 700 σελίδων. Τι υπαγόρευσε μια τόσο μεγάλη έκταση;
Η πολυδιάστατη προσωπικότητα του αοίδιμου Μητροπολίτη Σμύρνης και η έντονη δράση του σε εκκλησιαστικό, εθνικό και κοινωνικό επίπεδο. Δεν θα πρέπει να λησμονείτε πως η αρχιερατική διακονία του Χρυσοστόμου στη Δράμα και τη Σμύρνη συνδέει δύο σημαντικές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: τον Μακεδονικό Αγώνα και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, καθώς και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που μεσολάβησαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον πρώτο ξεριζωμό των Ελλήνων ομογενών στη Μικρά Ασία το 1914, μέχρι τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις διώξεις που υπέστη συνολικά το ελληνορθόδοξο στοιχείο στην οθωμανική επικράτεια την περίοδο 1914-1918. Κατά συνέπεια, η έκταση της μελέτης οφείλεται στο πλήθος των γεγονότων που συνόδευσαν τη σχετικά σύντομη, αλλά τόσο πυκνή σε περιπέτειες και ανατροπές, ζωή του μαρτυρικού ιεράρχη της Ιωνίας.
Για πρώτη φορά δημοσιεύεται η διαθήκη του Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης: περιγράφετε την πορεία του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης από τη γέννησή του, το 1867, έως τη δολοφονία του το 1922. Έχετε σε αυτήν την ενδελεχή έρευνά σας ανακαλύψει στοιχεία που ήταν μέχρι πρόσφατα άγνωστα για τον ίδιο τον Μητροπολίτη ή για την ιστορική περίοδο που εξετάζετε;
Για πρώτη φορά δημοσιεύεται η διαθήκη του Χρυσοστόμου Σμύρνης. Παρά το γεγονός ότι το σπουδαίο αυτό κειμήλιο προσφέρθηκε στην Εστία Νέας Σμύρνης το 1980, ουδέποτε μέχρι σήμερα το περιεχόμενό της συμπεριελήφθη σε κάποια μελέτη για τη ζωή και το έργο του ιεράρχη.
Επίσης, για πρώτη φορά δημοσιεύονται στην πλήρη τους έκταση οι προτάσεις του Χρυσοστόμου για πολλά ζητήματα αφενός της Εκκλησίας (Συνοδικό σύστημα, Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος, διορθόδοξες και διαχριστιανικές σχέσεις) και αφετέρου της δημόσιας λατρείας των Ορθοδόξων (εκκλησιαστική μουσική, συντόμευση των ιερών ακολουθιών) οι οποίες παραμένουν και σήμερα πολύ επίκαιρες. Επιπλέον, οι εισηγήσεις του Χρυσοστόμου για την εκπαίδευση των νέων και τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων της Κωνσταντινούπολης δεν απαντώνται σε καμία άλλη προηγούμενη μελέτη.
Μέσα από την παράθεση ποικίλων εκκλησιαστικών, πολιτικών και στρατιωτικών παραμέτρων της εποχής, αναδεικνύεται η μορφή ενός μεγάλου αγίου ιεράρχη και μάρτυρα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρώτη ονομαστική αναφορά στις τιμητικές διακρίσεις και τα παράσημα που είχε λάβει ο Χρυσόστομος από διάφορα κράτη της εποχής, τα οποία κοσμούσαν το στήθος του ιεράρχη σε πολλές φωτογραφίες του μέχρι το 1914.
Τέλος, μέσα από την παράθεση ποικίλων εκκλησιαστικών, πολιτικών και στρατιωτικών παραμέτρων της εποχής, αναδεικνύεται η μορφή ενός μεγάλου αγίου ιεράρχη και μάρτυρα. Στη μέχρι τώρα ιστοριογραφία ο Χρυσόστομος προβάλλεται κυρίως ως εθνομάρτυρας και ήρωας του ελληνικού έθνους, ενώ παραθεωρείται η ανάδειξη και καταξίωσή του ως ιερομάρτυρα της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό, η νέα βιογραφία του Χρυσοστόμου προβάλει και αναδεικνύει σε όλη της την έκταση την αγιότητα του ανδρός, ενώ κλείνει με το κεφάλαιο «Αγιοκατάταξη», στο οποίο αντικρούονται οι κατηγορίες που έχουν κατά καιρούς αποδοθεί εναντίον του αοίδιμου Μητροπολίτη Σμύρνης και οι οποίες αποσκοπούν στο να μειώσουν το κύρος και την αναγνώρισή του ως αγίου και μάρτυρα της πίστεως.
Στα χρόνια που ήταν Μητροπολίτης Δράμας ήταν ιδιαίτερα ενεργός κοινωνικά και εθνικά. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη στάση του;
Κοινωνικά η δράση του Χρυσοστόμου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αλτρουιστική και εθνικά ηρωική. Ειδικότερα, ο Χρυσόστομος εκτελούσε τα αρχιερατικά του καθήκοντα με μια ευρεία κοινωνική αντίληψη και ευθύνη. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν τα δεκάδες σχολεία και ευαγή ιδρύματα που ίδρυσε στην εκτεταμένη μητροπολιτική επαρχία της Δράμας, πολλά από τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα.
Σε εθνικό επίπεδο, η δράση του Χρυσοστόμου στη Μακεδονία συνδιαμορφώθηκε από την ιδιότητά του ως επισκόπου της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, η ελληνοβουλγαρική σύγκρουση στη Μακεδονία στις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησε το 1870, όταν η Βουλγαρία αποκόπηκε -εκκλησιαστικά- μονομερώς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ίδρυσε την Εξαρχία, η οποία εξυπηρετούσε κατά κύριο λόγο πολιτικούς και αλυτρωτικούς σκοπούς εις βάρος άλλων λαών και εθνών στη Βαλκανική χερσόνησο. Για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής αυτής κακοδοξίας του φυλετισμού στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας συγκλήθηκε το 1872 στην Κωνσταντινούπολη Μεγάλη Τοπική Σύνοδος, η οποία καταδίκασε τον φυλετισμό ως εκκλησιολογική αίρεση που αντιτίθεται στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και αποκήρυξε τους Βουλγάρους αρχιερείς ως σχισματικούς, τη δε Βουλγαρική Εξαρχία ως φυλετική παρασυναγωγή.
Ο Χρυσόστομος ενεργούσε στην τουρκοκρατούμενη τότε Δράμα ως Επίσκοπος της Εκκλησίας και όχι ως εθνικός ή πολιτικός ταγός.
Για τον λόγο αυτό, η εγκληματική δράση των Βουλγάρων στη Μακεδονία και τις άλλες περιοχές των Βαλκανίων λογίζετο τότε ως διωγμός εναντίον των Ορθοδόξων. Επίσης, η ένταξη στη Βουλγαρική Εξαρχία δεν σηματοδοτούσε μόνο την ταύτιση με τη βουλγαρική εθνική συνείδηση και ταυτότητα, γεγονός που οδηγούσε μετά σε αλυτρωτικές αξιώσεις στα εδάφη της Μακεδονίας. Σήμαινε και αποκοπή από το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί που προσχωρούσαν στην Εξαρχία, είτε από επιλογή είτε από εξαναγκασμό, θεωρούνταν αιρετικοί και σχισματικοί. Κατά συνέπεια, ο Χρυσόστομος ενεργούσε στην τουρκοκρατούμενη τότε Δράμα ως Επίσκοπος της Εκκλησίας και όχι ως εθνικός ή πολιτικός ταγός. Ανεξάρτητα από το εάν η προσφορά του στην Εκκλησία είχε θετικά αποτελέσματα για το Έθνος, η δράση του είχε εκκλησιαστικό και πνευματικό περιεχόμενο.
Το 1906 ως Μητροπολίτης Δράμας πήρε μια πρώτη γεύση της τουρκικής εκδικητικότητας. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για τους λόγους αυτής της δίωξης και ποια ήταν η κατάληξή της;
Η άφιξη του Χρυσοστόμου στη Δράμα το 1902 συνέπεσε με την έξαρση του εθνικισμού στη Χερσόνησο του Αίμου εκ μέρους της Βουλγαρίας. Η δράση του ιεράρχη την περίοδο 1902-1905 στην καρδιά του Μακεδονικού Αγώνα ήταν ανεκτή από τις τουρκικές αρχές, λόγω του βουλγαρικού κινδύνου που απειλούσε τη σταθερότητα στην περιοχή.
Ωστόσο, από το 1906 και μετά η πολιτική του Οθωμανικού κράτους διαμορφώθηκε υπέρ της βουλγαρικής πλευράς, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις εδραιώνονταν και αποκτούσαν τον έλεγχο σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας, όπου οι Έλληνες είχαν την πληθυσμιακή και γλωσσική υπεροχή. Έτσι, τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Ευρωπαίοι παρατηρητές έβλεπαν τον Χρυσόστομο ως τον εκπρόσωπο και υπερασπιστή των ελληνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μακεδονία.
Για την αντιμετώπιση της πολύπλευρης αυτής και δυναμικής παρουσίας του Χρυσοστόμου, οι τουρκικές αρχές άρχισαν από το 1906 να παίρνουν μέτρα εναντίον του, όπως ο αποκλεισμός από το Διοικητικό Συμβούλιο της Δράμας και η απαγόρευση πραγματοποίησης περιοδειών στην επαρχία του, προκειμένου να περιορίσουν τη δράση του στις περιοχές της αρχιερατικής του ευθύνης. Αποκορύφωμα της πολεμικής εναντίον του Χρυσοστόμου ήταν η πρώτη απομάκρυνσή του από τη Δράμα τον Αύγουστο του 1907 και η εκτόπισή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Τρίγλια της Προποντίδας.
Μια σημαντική στιγμή στην πορεία του Χρυσοστόμου ήταν η υποψηφιότητά του για Οικουμενικός Πατριάρχης το 1913. Πώς έφτασε σε αυτήν την κορυφαία στιγμή και πώς τη βίωσε ο ίδιος;
Πράγματι, επρόκειτο για μια κορυφαία στιγμή στη μέχρι τότε διακονία του Χρυσοστόμου. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης, παρά το νέον της ηλικίας και της αρχιερατείας του (είχε μόλις έντεκα χρόνια Μητροπολίτης), είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών ιεραρχών του Φαναρίου οι οποίοι επιθυμούσαν να εκλεγεί νέος Οικουμενικός Πατριάρχης ο χαρισματικός Μητροπολίτης Σμύρνης. Αναμφίβολα, το γεγονός αυτό οφείλεται στην πολιτεία του Χρυσοστόμου στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας και ασφαλώς στην πολύπλευρη δράση του, η φήμη της οποίας είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της μητροπολιτικής επαρχίας του.
Οι στήλες των εφημερίδων που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη στην Ελλάδα, την Τουρκία και τις παροικίες του Ελληνισμού περιέγραφαν με θαυμασμό τους αγώνες του Χρυσοστόμου έναντι των εχθρών της Πίστεως και του Γένους.
Επίσης, οι διώξεις των τουρκικών αρχών εναντίον του Χρυσοστόμου και οι δύο απελάσεις του, από τη Δράμα το 1907 και από την Καβάλα το 1909, είχαν κάνει ευρύτατα γνωστό τον μαχητικό ιεράρχη της Μακεδονίας. Το όνομα του Χρυσοστόμου έγινε θρύλος. Οι στήλες των εφημερίδων που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη στην Ελλάδα, την Τουρκία και τις παροικίες του Ελληνισμού περιέγραφαν με θαυμασμό τους αγώνες του Χρυσοστόμου έναντι των εχθρών της Πίστεως και του Γένους, την παρρησία του ενώπιον των αρχών, τις πράξεις γενναιότητας και ανδρείας στους κινδύνους και τις συμφορές, τον χειμαρρώδη λόγο, την ευγλωττία και τον ζήλο του στην εκπλήρωση του χρέους, στοιχεία που έκαναν μεγάλα τμήματα του υπόδουλου και ελεύθερου Ελληνισμού να αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου το πρότυπο ενός ιεράρχη της Εκκλησίας και τον ήρωα του ελληνικού έθνους και της ελευθερίας.
Αναφορικά με το πώς βίωσε ο Χρυσόστομος την υποστήριξή του από μια σημαντική μερίδα ιεραρχών κατά την πρώτη εκλογική συνέλευση στην πατριαρχική εκλογή του 1913, προφανώς ένιωσε μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Αντίθετα, θα πρέπει να αισθάνθηκε απογοήτευση όταν κατά την αποστολή του καταλόγου των υποψηφίων ιεραρχών, η Υψηλή Πύλη διέγραψε το όνομά του, γεγονός που τον απέκλεισε από τη δεύτερη και πιο σημαντική εκλογική συνέλευση για την ανάδειξη του νέου τότε Οικουμενικού Πατριάρχη.
Ο μαρτυρικός του θάνατος, μέσα από τις περιγραφές που έχουμε από τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, ήταν από τις χειρότερες στιγμές που έζησε ο ελληνισμός. Γνωρίζοντας καλά την Ιστορία της Σμύρνης, πώς εξηγείτε αυτό το μίσος του όχλου; Υπήρξαν πράξεις, όχι του ίδιου του Χρυσοστόμου, αλλά Ελλήνων που είχαν κάνει τους Τούρκους να είναι τόσο φανατισμένοι; Ήταν καθαρά θέμα σκοπιμότητας;
Οι Τούρκοι ήθελαν για πολλούς λόγους να εκδικηθούν και να τιμωρήσουν παραδειγματικά τον Χρυσόστομο. Τον Μάιο του 1914 η Υψηλή Πύλη, με πρόσχημα τη μετακίνηση χιλιάδων Μουσουλμάνων προσφύγων από την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη και τα Νησιά του Αιγαίου Πελάγους προς την Τουρκία, εγκαινιάζει ένα πρωτοφανές σχέδιο εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών αρχικά στα μικρασιατικά παράλια και έπειτα σε όλη την οθωμανική επικράτεια. Ο Χρυσόστομος πρωτοστάτησε στην περίθαλψη των κατατρεγμένων Χριστιανών προσφύγων που είχαν κατακλύσει την ιωνική πρωτεύουσα, ενώ με παραστάσεις και διαμαρτυρίες στα Προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων στη Σμύρνη συνέβαλε στη διεθνοποίηση των ανθελληνικών διωγμών. Αποτέλεσμα της δράσης αυτής ήταν η απέλασή του από τη Σμύρνη τον Αύγουστο του 1914.
Επιπλέον, την περίοδο της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης, από τον Μάιο του 1919 έως τον Αύγουστο του 1922, ο Χρυσόστομος ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για την ίδρυση αυτόνομου ιωνικού κράτους και τη σύσταση της Μικρασιατικής Άμυνας, με στόχο την προστασία του ελληνορθόδοξου στοιχείου στη Μικρά Ασία σε περίπτωση αποχώρησης του ελληνικού στρατού από τα βάθη της Ανατολίας.
Τέλος, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, η Σμύρνη κατακλύστηκε από χιλιάδες Έλληνες του εσωτερικού οι οποίοι αναζητούσαν προστασία από την εκδικητική μανία των Τούρκων. Ο Χρυσόστομος ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος από την εκκλησιαστική, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Ελλήνων που παρέμεινε στη Σμύρνη, αναλαμβάνοντας το έργο της φροντίδας και ανακούφισης των εξαθλιωμένων προσφύγων. Έτσι, μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τα κεμαλικά στρατεύματα ο Χρυσόστομος ήταν φύσει και θέσει ο εθνάρχης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, γι’ αυτό και η πυρπόληση και καταστροφή της Σμύρνης ξεκίνησε αφού οι Τούρκοι είχαν πρώτα εκτελέσει με τον πιο φρικτό τρόπο τον μαρτυρικό ιεράρχη.
Μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τα κεμαλικά στρατεύματα ο Χρυσόστομος ήταν φύσει και θέσει ο εθνάρχης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, γι’ αυτό και η πυρπόληση και καταστροφή της Σμύρνης ξεκίνησε αφού οι Τούρκοι είχαν πρώτα εκτελέσει με τον πιο φρικτό τρόπο τον μαρτυρικό ιεράρχη.
Ταυτόχρονα, οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία βρίσκονταν την περίοδο εκείνη στη χειρότερη δυνατή κατάσταση. Είχαν προηγηθεί οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί και είχε απωλέσει τα περισσότερα ευρωπαϊκά εδάφη της στα Βαλκάνια. Ακολούθησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η συμμετοχή των δύο κρατών σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η λήξη του Μεγάλου Πολέμου έφερε την Τουρκία στις ηττημένες δυνάμεις του Άξονα και την Ελλάδα στους νικητές του Πολέμου.
Αναμφισβήτητα, αυτό που είχε εξοργίσει την τουρκική πλευρά ήταν η κατάληψη της Σμύρνης από τμήματα του ελληνικού στρατού τον Μάιο του 1919, με στόχο την διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών. Οι Τούρκοι θα μπορούσαν να ανεχθούν την απώλεια μακρινών επαρχιών της αυτοκρατορίας, όπως της Ηπείρου, της Μακεδονίας και άλλων περιοχών όπου κατοικούσαν ξένοι λαοί. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να δεχτούν και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους νικητές του Πολέμου, καθώς επρόκειτο για δυνάμεις όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να ενσωματώσουν την Πόλη στις χώρες τους και αργά ή γρήγορα οι στρατιώτες θα επέστρεφαν στις πατρίδες τους. Αυτό όμως που δεν μπορούσαν να ανεχθούν ήταν η εισβολή της Ελλάδας, ενός γειτονικού και πρώην υποτελούς λαού, στην καρδιά της Μικράς Ασίας, που αποσκοπούσε συν τοις άλλοις στην ένωση της δυτικής Ανατολίας με μια Μεγάλη Ελλάδα, η οποία θα περιλάμβανε και τις δύο ακτές του Αιγαίου και θα αναβίωνε την αποκατάσταση της άλλοτε ένδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Επίσης, η προέλαση του ελληνικού στρατού σε περιοχές της μικρασιατικής ενδοχώρας αποτελούσε για τους Τούρκους ενέργεια κατάληψης νέων εδαφών του Οθωμανικού κράτους. Αντίθετα, για τους Έλληνες, που είχαν υποστεί διωγμούς και αναρίθμητα μαρτύρια για τέσσερα και πλέον χρόνια την περίοδο του Μεγάλου Πολέμου, η Μικρασιατική Εκστρατεία συνιστούσε έναν αγώνα πολιτισμού ενάντια στη βαρβαρότητα.
Αυτό όμως που δεν μπορούσαν να ανεχθούν ήταν η εισβολή της Ελλάδας, ενός γειτονικού και πρώην υποτελούς λαού, στην καρδιά της Μικράς Ασίας, που αποσκοπούσε συν τοις άλλοις στην ένωση της δυτικής Ανατολίας με μια Μεγάλη Ελλάδα...
Συνεπώς, το μαρτυρικό τέλος του Χρυσοστόμου οφείλεται αφενός στη δράση του ιεράρχη για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια των διωγμών στην οθωμανική επικράτεια από το 1914 και μετά και αφετέρου στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας και τους διεθνείς συσχετισμούς οι οποίοι επέβαλαν την εποχή εκείνη τη συρρίκνωση του Ελληνισμού προς Ανατολάς και την εγκατάλειψη του ελληνορθόδοξου στοιχείου στα πάσης φύσεως εγκληματικά τουρκομουσουλμανικά στοιχεία.
Πρωτοσέλιδο της αθηναϊκής εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» στις 2 Σεπτεμβρίου 1922. |
Είστε εκπαιδευτικός. Τι μπορεί να διδαχτεί σήμερα ένας νέος άνθρωπος από τη ζωή και τον μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου Σμύρνης; Μήπως η ενθύμηση τέτοιων μαύρων στιγμών φανατίζει τους νέους; Μήπως πρέπει, όπως λένε κάποιοι, αυτές οι «κακές στιγμές» να παραμεριστούν, ακόμη και να ξεχαστούν;
Θα απαντήσω ξεκινώντας από το τελευταίο ερώτημά σας. Η μελέτη και η γνώση της Ιστορίας είναι ουσιαστικό στοιχείο για την ύπαρξη και την ιστορική συνέχεια ενός λαού και ενός έθνους. Η ανά χείρας βιογραφία του αοίδιμου Μητροπολίτη Σμύρνης δεν φωτίζει μόνο τη ζωή, το έργο και το ηρωικό τέλος του Χρυσοστόμου. Εξετάζει και αναλύει πολλές παραμέτρους της εποχής, οι οποίες είναι πολύ διδακτικές στις επόμενες γενιές. Επιγραμματικά αναφέρω ότι στην παρούσα μελέτη αναλύεται διεξοδικά το χρονικό της μεγάλης τραγωδίας, όπου αναδεικνύονται τα λάθη της τότε πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδας στη διαχείριση του Μικρασιατικού Ζητήματος, που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του Ποντιακού και του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Τα λάθη είχαν αρχή και τέλος τον Εθνικό Διχασμό την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονός που προκάλεσε ένα βαθύ πολιτικό, στρατιωτικό και κοινωνικό ρήγμα στην ενότητα του Έθνους. Επίσης, τονίζονται τα φρικτά εγκλήματα της τουρκικής πλευράς τα οποία ντροπιάζουν το ανθρώπινο γένος και ασφαλώς υπογραμμίζεται η προκλητική απάθεια των «Συμμάχων», οι οποίοι υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντά τους παρέμεναν αδρανείς μπροστά στις σφαγές και τις οιμωγές των εξαθλιωμένων Ελλήνων στη φλεγόμενη Σμύρνη.
Επομένως, η Μικρασιατική Καταστροφή από τη μια πλευρά προκαλεί θλίψη και πόνο αφενός για την απώλεια τόσων χιλιάδων Ελλήνων ομογενών και αφετέρου για την καταστροφή των μεγάλων και ιστορικών ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία. Από την άλλη όμως μας διδάσκει για τα αίτια που οδήγησαν στη μεγαλύτερη μετά την Άλωση της Πόλης τραγωδία του Ελληνισμού και τις συνέπειες που είχε σε εθνικό επίπεδο. Στο ερώτημα εάν «η ενθύμηση τέτοιων μαύρων στιγμών φανατίζει τους νέους», θεωρώ πως η χρονική απόσταση από την ταραγμένη εκείνη εποχή και η αντικειμενική μελέτη των ιστορικών γεγονότων καλλιεργεί και ωριμάζει τις νεότερες γενιές, όταν αξιοποιούνται σωστά τα διδάγματα του παρελθόντος.
Ο Χρυσόστομος Σμύρνης αποτελεί πρότυπο αρετής και αγιότητας, στοιχείων που συχνά λησμονούνται από τη σύγχρονη παιδαγωγική και κοινωνική στόχευση.
Κλείνω με το ερώτημά σας «τι μπορεί να διδαχτεί σήμερα ένας νέος άνθρωπος από τη ζωή και τον μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου Σμύρνης». Αρχικά, την αγάπη του για τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Ο Χρυσόστομος αφιέρωσε τη ζωή του στη διακονία του ορθόδοξου λαού των επαρχιών που υπηρέτησε. Η αγάπη του αυτή φανερώνεται από την προσήλωσή του στη διδασκαλία του Κυρίου, στην οποία συνεχώς και με μεγάλη ευχέρεια προσέφευγε για να ερμηνεύει γεγονότα από τη ζωή τόσο του ιδίου όσο και του ποιμνίου του. Η αγάπη του για τον Χριστό αποδεικνύεται όμως και από την πάγια τακτική του να καταφεύγει στην προσευχή, ως το κύριο και πρωταρχικό γνώρισμα των αληθινών τέκνων του Θεού.
Ο Χρυσόστομος Σμύρνης αποτελεί πρότυπο αρετής και αγιότητας, στοιχείων που συχνά λησμονούνται από τη σύγχρονη παιδαγωγική και κοινωνική στόχευση. Επίσης, κάθε νέος μπορεί να διδαχτεί από την αγάπη του Χρυσοστόμου για την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης είχε εντρυφήσει στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και παιδαγωγών, ενώ τα κείμενά του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δοκίμια γλωσσικής και φιλολογικής τελειότητας.
Ένα ακόμα στοιχείο που θα μπορούσε να διδάξει τον σύγχρονο άνθρωπο είναι ο ηρωισμός και η παρρησία του Χρυσοστόμου απέναντι στις θλίψεις, τους διωγμούς και τα μαρτύρια που υπέστη στην πολυκύμαντη ζωή του. Σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα και η παγκόσμια κοινότητα βιώνουν σε καιρό ειρήνης μια πρωτοφανή κρίση σε κάθε πτυχή του δημόσιου και κοινωνικού βίου, η αυτοθυσία του Χρυσοστόμου μόνο ελπίδα και δύναμη θα μπορούσαν να εκπέμψουν για την υπέρβαση του κινδύνου απώλειας κάθε ικμάδας οραματισμού για προσωπική και συλλογική ανάταση.
* Η Ελένη Κορόβηλα είναι δημοσιογράφος.