Σχεδόν αθόρυβη συγγραφέας. Η Γαλάτεια Ριζιώτη, από το 1998 που κυκλοφόρησε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων («Το Ροζ της Ταϊλάνδης», εκδ. Κέδρος) μέχρι και σήμερα βρίσκεται συνεχώς εντός εκτός και επί τα αυτά των συγγραφικών πεπραγμένων.
Tου Κώστα Αγοραστού
Οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας είναι μια εξήγηση. Η πραγματική αιτία όμως είναι ότι δεν έχω ούτε την υπομονή που χρειάζεται, ούτε κάποια ιδέα που να δικαιολογεί τόσο μεγάλη σύνθεση. Τέλος δε μου αρέσει να πλατειάζω κι αυτό δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το αποφύγω, γράφοντας μυθιστόρημα.
Στην πλειοψηφία τους τα διηγήματα είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο και με πρωγανωνίστριες γυναίκες. Αναπόφευκτα σας ρωτάω, σε ποιο βαθμό τα αυτοβιογραφικά στοιχεία καθόρισαν τις ιστορίες αυτές;
Σε μεγάλο βαθμό αν και μπορεί να εμπνευστώ και από κάτι που έχει συμβεί σε κάποιον άλλον.
Οι περισσότερες ιστορίες έχουν μια σκληρή και κάποιες φορές κυνική ματιά επάνω στην καθημερινότητα των ηρώων τους. Θεωρείτε αυτό ως μέσο άμυνας στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε όλοι μας σήμερα;
Η σκληρότητα είναι ένα μέσο άμυνας που το αποκτάμε με την πάροδο του χρόνου και μας βοηθάει να αντέχουμε περισσότερο. Δε θα έλεγα όμως το ίδιο για τον κυνισμό. Προτιμώ το πνεύμα του Επίκουρου.
Δε λείπει βέβαια από τις ιστορίες σας και το χιούμορ, η σαρκαστική αντιμετώπιση των αντρών αλλά και των γυναικών, όταν αυτές εμπλέκονται σε ιστορίες έξω από την αναμενόμενη πορεία της ζωής τους. Πώς καταφέρνετε κάθε φορά και ισορροπείτε μέσα στην κάθε ιστορία σας;
Ισορροπώ γιατί αγαπώ όλους μου τους ήρωες εξίσου. Το χιούμορ πάλι είναι αντίβαρο απέναντι στην τραγικότητα.
Απο πού ξεκινάτε κάθε φορά το κάθε σας διήγημα; Ποια μπορεί να είναι η αφορμή;
Συνήθως ξεκινάω από μια καλή πρώτη πρόταση και στη συνέχεια δίνω στοιχεία για το χώρο, το χρόνο και την φάση στην οποία βρίσκεται ο ήρωας.
Θα δεχόσασταν να κατατάξει κάποιος τα κείμενά σας, σε αυτό που ονομάζουμε γυναικεία λογοτεχνία;
Θα δεχόμουν κι ας συνοδεύεται ο όρος «Γυναικεία λογοτεχνία» από κάποια περιφρόνηση. Θυμάμαι πόσο είχα εκνευριστεί όταν ένας φίλος, θέλοντας να με κολακέψει, μου είπε ότι γράφω σαν άντρας.
Δύσκολα στο έργο σας διακρίνονται οι λογοτεχνικές σας αναφορές. Πείτε μας ποιοι συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει;
Επηρεάστηκα πολύ στην εφηβεία μου από τον Μένη Κουμανταρέα και το Γιώργο Συμπάρδη, οι οποίοι ήταν και είναι οικογενειακοί φίλοι. Αργότερα επηρεάστηκα από τον Γκόγκολ, τον Κάφκα και τον Κούντερα. Μετά τα είκοσι από τους Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, Βιζυηνό, Ζατέλη, Χειμωνά, Ταχτσή και γύρω στα τριάντα από τους Ραπτόπουλο, Τατσόπουλο, Κρανάκη, Νόλλα, Σωτηροπούλου, Δημητρίου, Βαμβουνάκη, Φακίνου και άλλους.
Παρακολουθείτε τους συγγραφείς της γενιά σας; Με ποιους θεωρείτε ότι έχετε κοινά στοιχεία;
Τους παρακολουθώ όσο μπορώ, ιδιαίτερα όσους γνωρίζω και προσωπικά. Με την Εύη Λαμπροπούλου θεωρώ ότι έχουμε αρκετά κοινά στοιχεία.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείστε με θαυμαστή συνέπεια στη διοργάνωση λογοτεχνικών βραδιών στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, μαζί με τον ηθοποιό Βασίλη Βλάχο. Τι έχετε αποκομίσει από αυτήν την εμπειρία;
Οι λογοτεχνικές βραδιές με ώθησαν να ασχοληθώ περισσότερο με την ελληνική λογοτεχνία, να γνωρίσω λίγο καλύτερα κάποιους συγγραφείς και τα έργα τους και μέσα απ’ αυτά την ίδια τη χώρα μας.
Οι εν λόγω βραδιές, έχουν αποκτήσει πλέον σταθερό και φανατικό κοινό από τους κατοίκους της περιοχής. Πόσο σημαντικό θεωρείτε ότι είναι για όλους αυτούς τους ανθρώπους να έρχονται σε επαφή με την τρέχουσα (και όχι μόνο) λογοτεχνική παραγωγή και να συζητάνε με τους συγγραφείς;
Η παρουσίαση ενός βιβλίου είναι αφορμή για να ανοίξει μια συζήτηση κάποιου επιπέδου σε φιλική ατμόσφαιρα ανάμεσα στον κόσμο και σ’ έναν άνθρωπο, που έχει κάτι να πει, όπως είναι συνήθως ένας συγγραφέας. Η δια ζώσης επικοινωνία με τον συγγραφέα δεν είναι κάτι απαραίτητο, όσοι όμως έχουν έρθει μια φορά το βρήκαν ενδιαφέρον κι όσοι έρχονται τακτικά το θεωρούν σημαντικό. Σημαντικότερο από το να κάτσουν στο σπίτι και να παρακολουθήσουν ακόμα μια εκπομπή στην τηλεόραση.