tsitsopoulos

Μια συζήτηση με τον Στέφανο Τσιτσόπουλο, με αφορμή το μυθιστόρημά του «Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» (εκδ. Οξύ). Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς. 

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Το δεύτερο μυθιστόρημα του Στέφανου Τσιτσόπουλου, με τον (ας μας επιτραπεί) υπέροχο, γεμάτο συναίσθημα τίτλο Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη (εκδ. Οξύ), είναι ένας ποιητικός, ασθματικός, πυρετικός και εξαιρετικά καλογραμμένος ύμνος στην ουσία, στην καρδιά των πόλεων, και στη φωνή τους – μιλά δηλαδή για την ίδια την ύπαρξή μας, μιλά για όλους μας. Αναπολώντας και περιγράφοντας διά μακρών το παρελθόν, αυτή την «άλλη πόλη», περνώντας από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη και από την Άνω Πόλη στην Κυψέλη, δίνοντας φωνή σε ανθρώπους που μας μεγάλωσαν και σε στιγμές που, θέλοντας και μη, όρισαν το δικό μας παρόν, ο Τσιτσόπουλος παραδίδει ένα πελώριο mural, ένα fresco που, κατά τη γνώμη μας, ήρθε για να μείνει. Τον ευχαριστώ για αυτή τη συζήτηση. Γίνεται στον ενικό, γιατί γνωριζόμαστε χρόνια. Και γιατί μεγαλώσαμε στην ίδια πόλη.

Στέφανε, αυτό είναι ένα μυθιστόρημα που μυρίζει πόλη από την πρώτη μέχρι την τελευταία του λέξη. Μπορεί τα καλοκαίρια να απολαμβάνεις τις διακοπές σου όσο λίγοι, και σε όσους σε ακολουθούμε να είναι πολύ ορατό αυτό, αλλά αγαπάς σε υπερβολικό βαθμό τις πόλεις. Και φαίνεται πολύ, και παντού.

Ναι, αγαπώ τις μητροπόλεις και τον αστικό τρόπο ζωής με τον μποντλερικό τρόπο του flauner: a person who walks the city in order to experience it. Μεγάλωσα στην Ξάνθη της δεκαετίας του ’70, μια μικρή πόλη της Θράκης όπου όλα τα πεδία που με ενδιέφεραν ορίζονταν με τιμή μονάδας: ένα καλό δισκοπωλείο («Δίσκοι-κασέτες Ντο-Ρε-Μι»), ένα ροκ μπαρ («Guernica»), ένα βιβλιοπωλείο («Χαρτικά Βακιάνης») και ένας αξιοπρεπής κινηματογράφος («Σινέ Άλφα»). Καταναλώνοντας ποπ κουλτούρα από τα περιοδικά και το ραδιόφωνο ρουφούσα αχόρταγα και παράφορα τις εικόνες και τις παραμέτρους του κόσμου που με ενδιέφερε. Όλα αυτά στα οποία ήθελα να βουτήξω και να χαθώ μέσα τους ενδημούσαν μόνο σε ιλιγγιώδη μητροπολιτικά περιβάλλοντα του «εξωτερικού» – οτιδήποτε πέρα από τα σύνορα του ποταμού Νέστου.

Η Θεσσαλονίκη στο μυαλό μου ήταν τόσο μεγάλη όσο η Αθήνα. Την Αθήνα, με τα νέα που έρχονταν από εκεί, τη θεωρούσα ισοδύναμη σε κουλτούρα και περιπέτεια με το Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη. Απέκτησα με το καλημέρα εφηβικό μετατραυματικό στρες εξαιτίας του gap που με χώριζε από τη μεγάλη ζωή. Οι μητροπόλεις έγιναν ψύχωση, η υπέρτατη φαντασίωσή μου. Ήθελα να τις ανακαλύψω, να τις ξεψαχνίσω, να τις ζήσω και να χαθώ μέσα τους, σε έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από αυτόν που επέβαλλαν τα στενά όρια του «χωριού» μου. Έπρεπε να μεγαλώσω και να ζήσω στο αληθινό Παρίσι, το Χονγκ Κονγκ ή το Βερολίνο για να καταλάβω την (αυτ)απάτη αυτής τής καθ’ όλα εφηβικής χίμαιρας.

Σαράντα χρόνια μετά από το σαράκι που κατέτρωγε την παραμυθιασμένη εφηβεία μου, δεν υπάρχουν δισκάδικα αλλά «κατέβασμα», τα σινεμά ψυχορραγούν, το ροκ (ψιλο)πέθανε, στις γκαλερί πάμε οι ίδιοι και οι ίδιοι, οι μάζες προτιμούν να διαβάζουν Facebook αντί λογοτεχνίας, εκείνα που έψαχνα στα νιάτα μου, αποκομμένος στη μικρή μου Ξάνθη, υπάρχουν στο ίντερνετ απέχοντας μόνο ένα κλικ.

Πιο ψύχραιμος και ενήλικος πλέον, θεωρώ πως τελικά Αθήνα και Θεσσαλονίκη στην ουσία δεν διαφέρουν σε νοοτροπία από την Ξάνθη! Τις βλέπω και δεν τρώω το παραμύθι, μεγάλες επαρχίες είναι. Εντός τους συσσωρεύονται εκατομμύρια άνθρωποι που δεν θέλουν να ζήσουν κοσμοπολίτικα, αλλά με το όνειρο της επιστροφής στο χωριό ή το νησάκι. Επιθυμούν διακαώς, αφού φτιάξουν τη ζωή τους, να αποτραβηχτούν πίσω στην «αγνή» ελληνοκεντρική Βουκολία. Σαράντα χρόνια μετά από το σαράκι που κατέτρωγε την παραμυθιασμένη εφηβεία μου, δεν υπάρχουν δισκάδικα αλλά «κατέβασμα», τα σινεμά ψυχορραγούν, το ροκ (ψιλο)πέθανε, στις γκαλερί πάμε οι ίδιοι και οι ίδιοι, οι μάζες προτιμούν να διαβάζουν Facebook αντί λογοτεχνίας, εκείνα που έψαχνα στα νιάτα μου, αποκομμένος στη μικρή μου Ξάνθη, υπάρχουν στο ίντερνετ απέχοντας μόνο ένα κλικ. Και πάλι όμως δεν αλλάζω τη ζωή της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας με τίποτα: μπορείς να ζεις όσο αόρατος ή ορατός επιθυμείς.

tsitsopoulos 2
Στέφανος Τσιτσόπουλος, (φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς) 
 

Μπορεί να υπάρξει πόλη, και αστικός πολιτισμός, αστική κουλτούρα, χωρίς τους αθλίους της; Χωρίς αυτούς που την απαρνούνται, ή που απαρνούνται όλους τους άλλους, εμάς; Και χωρίς τους χαμένους της επίσης, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Θέλω να πω, η πόλη δεν είναι τα καθαρά και περιποιημένα προάστιά της, έτσι δεν είναι; 

Με έπιασες! Στην Κυψέλη και τα πέριξ της Φωκίωνος Νέγρη, όπου διαδραματίζεται το νέο μου μυθιστόρημα, ανάμεσα στις μνήμες, το κλέος και τα περιποιημένα μπάουχαους ή εκλεκτικιστικά κτίρια, ο διαβάτης ή ο κάτοικος καλείται να συμβιώσει και με την παραίτηση – μεγάλο κομμάτι της περιοχής περιλαμβάνει ερειπιώνες. Μεγαλοαστές τού κάποτε συμπλέκονται με άστεγους ή παρίες τού τώρα. Καμιά σχέση με εύτακτους κόμβους και προάστια, το Κολωνάκι ή τον Χολαργό, τη Γλυφάδα ή τη γειτονιά που κατοικώ, τη Νέα Σμύρνη. Η Κυψέλη έχει παραβατικότητα, μπάχαλο και κοφτερά αντιθετικές εικόνες που πληγώνουν το μάτι των παρεπιδημούντων γύρω από το άγαλμα του Σκύλου. Αλλά, μα τον Θεό: τη μελωδία του Walk On The Wild Side του Λου Ριντ ή του Next Exit των Interpol πιο εύκολα τη σφυρίζεις και τη βιώνεις εδώ, παρά στην καλλωπισμένη Κηφισιά και το μονόχνοτο Ψυχικό. Το ίδιο συμβαίνει και στην πάνω πατρίδα. Θεσσαλονίκη δεν είναι η κατασκευασμένη εικόνα της Τσιμισκή ή της Μητροπόλεως. Θεσσαλονίκη είναι και όλα αυτά που συμβαίνουν από την Εγνατία και πάνω, ακόμα κι αν η ζωή σε αυτές τις συντεταγμένες καμιά φορά κρύβει ρίσκο και λογής κινδύνους. Η Κυψέλη και η Πατησίων, ο Βαρδάρης και η Ροτόντα δεν γοητεύουν τους πάντες – μπορεί και να είναι η λόξα μου να διακρίνει ποίηση μέσα στη χλαπαταγή.

Ζεις τέσσερα χρόνια όλα κι όλα στην Αθήνα, αλλά την έχεις μάθει απέξω κι ανακατωτά. Τους δρόμους της, τις γειτονιές της, τις ιστορίες της, τους θρύλους της, τη μυθολογία της. Πώς το καταφέρνεις αυτό;

Έχω το πλεονέκτημα του ξένου ή καλύτερα του προσωρινού επισκέπτη. Περαστικός είμαι και κοιτάζω να ζήσω και να γευτώ κάθε τι που έχει να μου προσφέρει το άστυ. Τα λοκάλια είτε έχουν την αίσθηση πως τα είδαν, τα ξέρουν και τα έκαναν όλα κάποτε, είτε είναι κουρασμένοι και ράθυμοι από τους εξοντωτικούς ρυθμούς της πρωτεύουσας. Οπότε διαβάζουν και «βιώνουν» την πόλη όπως τους την παρουσιάζει ο αλγόριθμος της οθόνης. Οι Αθηναίοι ζουν την Αθήνα μέσα από το ίντερνετ, σπιθαμή δεν κουνιούνται από το τσαρδάκι τους. Εγώ βουτάω, χάνομαι και γλεντάω την εξωτική φαντασμαγορία της πόλης. Η «τέχνη» αυτή όμως δεν απαιτεί μόνο όρεξη για τσαϊράδες και ρευστή περιπλάνηση, καθώς και δοτικότητα χρόνου, αλλά και μελέτη, αρχαιολογικές ανασκαφές, διάβασμα και συνεχές ψάξιμο, όπως κάνει κάθε εξασκημένος περιηγητής.

Οι Αθηναίοι ζουν την Αθήνα μέσα από το ίντερνετ, σπιθαμή δεν κουνιούνται από το τσαρδάκι τους. Εγώ βουτάω, χάνομαι και γλεντάω την εξωτική φαντασμαγορία της πόλης.

Επιστρέφεις όμως στη Θεσσαλονίκη. Και, μολονότι τα Χλωμά σιντριβάνια έχουν στο επίκεντρό τους τη Φωκίωνος, τελικά μιλούν πολύ και για τη Θεσσαλονίκη, την όντως πόλη σου. Και για ένα συγκεκριμένο κομμάτι της πόλης μας που στέκει ψηλά και μας βλέπει από εκεί, αν και όχι αφ’ υψηλού. Έχει πολύ πράγμα και εδώ για να αφηγηθείς.

Το τρίτο μου μυθιστόρημα, που ήδη το έχω βάλει μπρος, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, που, ναι, έχει πολύ πράγμα εδώ για να αφηγηθώ. Έχει αξεδιάλυτες πυκνότητες η Θεσσαλονίκη τού χθες αλλά και του τώρα, που χαρίζουν δυνατή πρώτη ύλη για ήρωες, μπλεξίματα και ξεκαθαρίσματα. Όρεξη να υπάρχει και θέληση να ξεφύγεις από δημοσιογραφικά φολκλόρ τύπου «Η Άνω Πόλη και τα στενάκια της πόσο πολύ θυμίζουν τη Μονμάρτη».

Στο βιβλίο σου μιξάρεις, σε ένα αστικό κοκτέιλ, υπαρκτά πρόσωπα μαζί με άλλα, της φαντασίας σου. Όπως και άρθρα της Voice, επίσης – και όχι μόνο. Για να μη μιλήσω για την υπέροχη εικονογράφηση. Εμείς κατά πόσο είμαστε επινοημένοι; Εννοώ αυτό που λένε, ότι ακόμα και οι αναμνήσεις μας είναι επινοημένες. Θυμόμαστε πιο καλά ένα κινηματογραφικό φιλί παρά ένα παλιό δικό μας… Είναι αξεδιάλυτη η αστική κουλτούρα από εμάς, τα υποκείμενά της; Είμαστε για πάντα ενωμένοι με την τέχνη που καταναλώνουμε, με τις συζητήσεις που κάνουμε, με τις ματιές που συναντάμε;

tsitsopoulos exΕίμαστε προϊόντα του τόπου μας και της ιστορικής στιγμής. Η διάρκεια της ζωής μας, όση μας αναλογεί, μοιάζει με μια ταινία την οποία σκηνοθετούμε και στην οποία πρωταγωνιστούμε. Είμαστε και οι σεναριογράφοι, και οι παραγωγοί, και οι μακιγιέρ, και οι μουσικοί επιμελητές, και το θέαμα. Αναπόφευκτα –νομίζω πως το είπε ο Σεφέρης– όλο και κάποιων άλλων θα είναι τα λόγια μας. Ο Όμηρος, ο Καραγάτσης, ο Δον Κιχώτης, ο Αντονιόνι, ο Γκοντάρ, ο Σκαμπαρδώνης, οι Velvet Underground, ο Σαββόπουλος, η Τριανταφύλλου, ο Χωμενίδης, ο Σάλιντζερ, η Τζένη Μαστοράκη και ο Γιαννιώτης ποιητής και λογοτέχνης Γιάννης Πάσχος καθόρισαν την προσωπική μου δραματουργία. Μερικές φορές νιώθω σαν να μου ψιθυρίζουν λόγια που λέω ή γράφω, σαν υποβολείς κρυμμένοι πίσω από το σκηνικό της δικής μου ταινίας, ένα πειραματικό φιλμ μικρού μήκους.

Ζούμε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή, σκληρή, ανάλγητη, τρικυμιασμένη, όπου καμιά από τις σταθερές του παλιού κόσμου, όπως τον προλάβαμε και εμείς λίγο, δεν ισχύει. Πλέουμε σε επικίνδυνα και αχαρτογράφητα νερά, οπότε ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν στην αρρώστια των αναμνήσεων και στη νοσταλγία. Αναπολούν και θέλουν να ξαναζήσουν ένα παρελθόν που τεχνηέντως το εξωραΐζουν. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο και εντελώς φυσικό. Ο εγκέφαλός μας είναι γενετικά προγραμματισμένος και έτσι κουρδισμένος ώστε να απωθεί τα άσχημα και να κρατά μόνο τις ευχάριστες αναμνήσεις από τις «ω, οι ευτυχισμένες μέρες».

Τα Χλωμά σιντριβάνια είναι ένα πολύ μοντέρνο και πολύ νοσταλγικό ταυτόχρονα βιβλίο. Και αυτό μού αρέσει τρομερά. Είναι ανάγκη να γυρίζουμε τη ματιά μας πίσω για να «αντέξουμε» το σήμερα; Ή απλώς μεγαλώνει κανείς και αποκτά, έτσι, μια πρεσβυωπία των πόλεων, ας πούμε δεν μπορεί να διακρίνει τι είναι σήμερα αυτό που θα αποβεί μία μαζική ανάμνηση μετά από τριάντα και σαράντα χρόνια;

Πορευόμαστε προς τα μπροστά ανακαλώντας συνεχώς το χθες. Το επικαλούμαστε με κάθε ευκαιρία, γιατί προσφέρει (δήθεν) συναισθηματική ασφάλεια όλη αυτή η επιστροφή σε κάποιον χαμένο παράδεισο. Τέσσερις από τους κεντρικούς ήρωες και τις ηρωίδες του βιβλίου μου, ο Μίλτος, η Λίνα, η Λούλα και η Σέβη, είναι παγιδευμένοι για πάντα στην Ονειρολάνδη του παρελθόντος. Δεν μπορούν να απαγκιστρωθούν από αυτή την πρεσβυωπία, όπως πολύ σωστά την αποκάλεσες, γιατί η ανάμνηση κυριαρχεί μέσα τους. Όμως η αληθινή ζωή και το σήμερα κάνουν άλλους λογαριασμούς, όπως θα διαπιστώσει και ο αναγνώστης όταν φτάσει στο τέλος.

Πάμε κάπου αλλού. Γράφεις, πρέπει να πω, με έναν πολύ γενναιόδωρο, χορταστικό, πολύ γαργαντουικό τρόπο. Επινοώντας λέξεις, χρησιμοποιώντας πολλά επίθετα, δείχνοντας ότι αγαπάς ενός είδους υπερβολή – την υπερβολή, αν θες, ενός κονφερασιέ σε βερολινέζικο καμπαρέ… Γράφεις διαρκώς στα κόκκινα, και το εννοώ αυτό το διαρκώς. Το μυθιστόρημά σου μοιάζει σαν να γράφτηκε μονοκοπανιά, με τη μία, από την αρχή μέχρι το τέλος, μέσα σε μια περίοδο μεγάλου πάθους.

Από την αρχή ήθελα τα Χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη να έχουν έναν νευρικό και λαχανιασμενο ρυθμό. Οπότε όλοι κυνηγιούνται με όλους: ο Μίλτος και η Λίνα, η Λιλίκα και οι Σιελ τρελόγριες, κλέφτες και αστυνόμοι, φασίστες και ελευθεριακοί, Αθηναίοι τρέντηδες που ψάχνουν το επόμενο χίπστερ στέκι στην πλατεία Αγίου Γεωργίου και μεσήλικες που θέλουν το καφέ Select να μείνει όπως παλιά, τότε που στα τραπέζια του έπιναν καφέ ή ουισκάκια η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Ελύτης, ο Σαχτούρης και η Τζούντι Γκάρλαντ. Σαν αναγνώστη με μάγευε πάντα ο αφηγηματικός τρόπος του Χάντερ Τόμσον, αυτό το ύφος παλεύω να κατακτήσω. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, προσέδωσα στον ήρωά μου μερικά από τα παροξυσμικά χαρακτηριστικά του Ντοκ Σπορτέλο, του ντετέκτιβ (ο Θεός να τον κάνει!) στο Έμφυτο Ελάττωμα του Πίντσον. Αυτό συμπαρέσυρε θετικά, θέλω να πιστεύω, το σύνολο του μυθιστορήματος: αστυνομικό, επιστημονική φαντασία, μαγικός ρεαλισμός – εκτός από τους ανθρώπους, μιλούν και τα αγάλματα.

Σαν αναγνώστη με μάγευε πάντα ο αφηγηματικός τρόπος του Χάντερ Τόμσον, αυτό το ύφος παλεύω να κατακτήσω.

Ο Χρήστος Χωμενίδης πάλι που το διάβασε πριν τυπωθεί είπε, «Ποιος Πίντσον και Χάντερ Τόμσον, Θεσσαλονίκη και Πεντζίκης είσαι». Τρελάθηκα όταν μου ανέφερε τον Πεντζίκη, για μένα είναι ό,τι καλύτερο και αξεπέραστο γέννησε η λογοτεχνία του Βορρά. Βέβαια από τα κομπλιμέντα του Χρήστου ως τα δικά σου, «Βερολινέζος κονφερασιέ», τα εισπράττω με χαρά, κοκκινίζω από την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία σας. Και ναι, το βρήκες, το βιβλίο γράφτηκε φόρα παρτίδα σε οκτώ μήνες ως προς την πρώτη γραφή του. Μετά είχα το μεγάλο θέμα που λέγεται editing: έκοψα άπειρες λέξεις ώστε ο ρυθμός να μην κάνει κοιλιά επειδή εμένα με έπιασε η πάρλα μου!

Επίσης όμως είναι βέβαιο ότι το απολαμβάνεις. Από την άλλη, τυχαίνει να ξέρω εκ πείρας ότι όλο αυτό είναι κουραστικό, θέλει πολλή δουλειά, πολλές ώρες κάθε μέρα επί αρκετούς μήνες – καμιά φορά εξουθενωτικούς. Παρά ταύτα, αυτό που επίσης φαίνεται είναι ότι πλέον δεν πρόκειται να το αφήσεις, έχει πολλά να πεις και πολλές ιστορίες να αφηγηθείς, έτσι δεν είναι; Ξεκίνησες ήδη και άλλο μυθιστόρημα, όπως μάς είπες.

Δουλεύω σκληρά, αλλά και πάλι, ρε Κυριάκο, σιγά τη δουλειά! Δεν σκάβω σε εργοτάξιο, δεν λιώνω στο σέρβις ενός καφέ, δεν εκτίθεμαι σε κινδύνους όπως οι κούριερ ή οι Wolt-άδες. Ευτύχησα να κάνω δουλειά μου τα αιώνια χόμπι μου και να πληρώνομαι από αυτά, χωρίς εξοντωτικό κάματο και επισφάλειες.

Γράφεις ακατάπαυστα για πολλά πράγματα, για βιβλία, ταινίες, μουσικές, εκθέσεις, ανθρώπους, τα πάντα, και επί πολλά χρόνια. Επίσης κάνεις ραδιόφωνο, ίσως επί πολύ περισσότερα. Και παίζεις μουσική σε μαγαζιά, από νεότατος. Δεν μιλώ για τις παρουσιάσεις βιβλίων που κάνεις, και για άλλα πράγματα που αυτή τη στιγμή ξεχνώ. Τώρα, έχεις ήδη δύο μυθιστορήματα μέσα σε δύο χρόνια περίπου. Το ένα πήγε πολύ καλά, αυτό θα πάει ακόμα καλύτερα. Κάνεις άραγε πολλά, όπως φαίνεται, ή «λίγα» πράγματα; Θέλω να πω, θα ήθελες να προλάβαινες ακόμα περισσότερα μέσα στη μέρα; Γιατί αυτό φαίνεται. Δεν θέλεις να αφήνεις ούτε στιγμή να πέφτει κάτω.

Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά πάντα θεωρούσα πως όλα αυτά τα πολλά που λες δεν είναι μια δουλειά «δουλένια», αλλά μια ευλογία, μια κωλοφαρδία, μια τεράστια τύχη να ζω πετώντας όπως ο Πίτερ Παν. Όλα τα παραπάνω που ανέφερες με κρατούν ζωντανό, υγιή ψυχικά και δεν με αφήνουν να σκουριάσω. Είναι η φύση της δουλειάς τέτοια που με πληρώνει για να μη μεγαλώσω ποτέ. Κι έτσι σκοπεύω να το πάω ως το τέρμα: δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να συνταξιοδοτείται, να λουφάζει ή να βυθίζεται σε απραξία.

Είναι η φύση της δουλειάς τέτοια που με πληρώνει για να μη μεγαλώσω ποτέ. Κι έτσι σκοπεύω να το πάω ως το τέρμα...

Ακολουθείς κάποιο πρόγραμμα για να βγει όλο αυτό, σωστά;

Bloody right, mate! Απλά αλλάζουν τα ωράριά μου σε σύγκριση με πιο τακτοποιημένους ανθρώπους. Καμιά φορά κοιμάμαι όταν αυτοί εργάζονται, εργάζομαι σκληρά όταν αυτοί κοιμούνται, ακούω μουσική τις ώρες της κοινής ησυχίας, διαβάζω όταν άλλοι κάνουν μεσημεριανή σιέστα και βλέπω ταινίες πριν το χάραμα όταν αυτοί βρίσκονται στο πιο ωραίο κομμάτι του ονείρου τους.

Πες μου κάτι άλλο, για να το κλείσουμε εδώ – θα τα καταφέρει να κρατηθεί στα πόδια της η Ελλάδα αν δεν βρει, επιτέλους, σοβαρούς και ωραίους τρόπους να ενσωματώσει ένα μικρό ποσοστό έστω αυτών των ανθρώπων που έρχονται εδώ βλέποντάς μας σαν ένα κατώφλι για την Ευρώπη; Το ρωτώ γιατί η Φωκίωνος, οι γύρω δρόμοι, όλη η Κυψέλη, είναι ένα κοινωνικό/αστικό πείραμα που δεν είμαστε ακόμη σίγουροι αν πάει καλά, ή όχι.

Θα δανειστώ αυτούσια μέσα από το βιβλίο τα λόγια του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Μπαρ Au Revoir, ο Μίλτος Ρογκότης και ο Νικόλας, στο πέμπτο ουίσκι, μιλάνε έξω από τα δόντια:

«Εδώ κρύβεται το μέλλον του παρελθόντος μας και το παρελθόν του μέλλοντός μας. Μη νομίζεις πως δεν παρατηρώ κι εγώ την υπανάπτυξη της περιοχής, αυτή τη χλεμπονώδη Νέκυια, τη γεμάτη κολασμένες αντιφάσεις, καταρρεύσεις και αστοχίες, πολυπολιτισμικά πειράματα και ανακατέματα των φυλών. Σαν συνειδητά χρόνιος ψιμυθιολόγος του αντεργκράουντ, ωστόσο, έμαθα, κάνοντας έρωτα με την Κυψέλη των υπογείων, να τεκνοποιώ ιδέες που μετά την κύηση θα φέρουν στο φως τα παιδιά ενός καλύτερου αυριανού κόσμου. Εσύ βλέπεις την Πατησίων γεμάτο κίνδυνο και νοσηρές σκιές. Εγώ τη συναισθάνομαι ως έναν αινιγματικά πανερωτικότατο τόπο. Άκου, άκου, άκου το τραγούδι τους, Μίλτο. […] Φέλα Κούτι και Σαλίφ Κεϊτά, Μουλάτου Αστάτκε και Γιουσού Εντούρ, Μανού Ντιμπάνγκο και Οσιμπίσα. Στη Φωκίωνος Νέγρη τριγυρνούν μπλουτζινάτοι Αφρικάνοι, αλέγροι…»

* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Νεκταρία Αναστασιάδου: «Για να ηχεί αληθινό ένα μυθιστόρημα πρέπει να γραφτεί στο ιδίωμα του τόπου του»

Νεκταρία Αναστασιάδου: «Για να ηχεί αληθινό ένα μυθιστόρημα πρέπει να γραφτεί στο ιδίωμα του τόπου του»

Με αφορμή το μυθιστόρημά της «Στα Πόδια της Αιώνιας Άνοιξης» (εκδ. Παπαδόπουλος), η συγγραφέας Νεκταρία Αναστασιάδου μιλά για τη ρωμιοσύνη της Πόλης, το αγαπημένο της πολίτικο ιδίωμα και δίνει τη δική της συνταγή για μια καλή γραφή.

Συνέντευξη στην Ευλαλία Πάνου ...

5 λεπτά με τον Ευθύμιο Σακκά

5 λεπτά με τον Ευθύμιο Σακκά

Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Ευθύμιος Σακκάς με αφορμή τη νουβέλα του «Ιβ & Βη» (εκδ. Βακχικόν).

Επιμέλεια: Book Press

Κάποιοι λένε «ένα καλό βιβλίο χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Ποιο θα λέγατε ότι εί...

Μαρίνα Λυκούδη: «Στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα η ανελευθερία οδηγούσε στη μοιρολατρία»

Μαρίνα Λυκούδη: «Στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα η ανελευθερία οδηγούσε στη μοιρολατρία»

Με αφορμή το βιβλίο της «Στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα» (εκδ. Βακχικόν), η συγγραφέας Μαρίνα Λυκούδη μιλά για τα χρόνια που έζησε στην Αλβανία κατά το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα.

Συνέντευξη στην Ευλαλία Πάνου

Το βιβλίο...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Αυτή είναι η βραχεία λίστα για το Βραβείο Μπούκερ 2023

Αυτή είναι η βραχεία λίστα για το Βραβείο Μπούκερ 2023

Οι έξι συγγραφείς που επιλεχτήκαν από την κριτική επιτροπή «παρουσιάζουν έργα εντυπωσιακής δομής». Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι. Στη φωτογραφία, η υποψήφια Σάρα Μπερνστάιν [Sarah Bernstein].

Επιμέλεια: Book Press

...
Με «Το σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά ξεκινάει το πρόγραμμα της Στέγης για το φθινόπωρο

Με «Το σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά ξεκινάει το πρόγραμμα της Στέγης για το φθινόπωρο

Ο Δημήτρης Καραντζάς επιστρέφει στη Στέγη με μια περφόρμανς–παραβολή για τη βία, τον εθισμό στην εικόνα και την κατάργηση των ψευδαισθήσεων ή, αλλιώς, για την πραγματικότητα που, ό,τι κι αν κάνεις για να την αποφύγεις, αργά ή γρήγορα θα έρθει να σε βρει.

Επιμέλεια: Book Press

Από τις 30 Σεπτεμβρί...

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2023: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες που έρχονται

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2023: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες που έρχονται

Επιλογές από τις προσεχείς εκδόσεις ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας, ποίησης, βιογραφιών, θεάτρου, δοκιμίων, μελετών και γκράφικ νόβελ.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Επιλέξαμε και φέτος όχι την εξαντλητική παρουσίαση των νέων εκδόσεων αλλά την στ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ο Πολωνός» του Τζ.Μ. Κουτσί (προδημοσίευση)

«Ο Πολωνός» του Τζ.Μ. Κουτσί (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Τζ.Μ. Κουτσί [J.M. Coetzee] «Ο Πολωνός» (μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 4 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Ο νεαρός Μάνγκο» του Ντάγκλας Στιούαρτ (προδημοσίευση)

«Ο νεαρός Μάνγκο» του Ντάγκλας Στιούαρτ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ντάγκλας Στιούαρτ [Douglas Stuart] «Ο νεαρός Μάνγκο» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 28 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Περίμενε ώσπου να α...

«Ασκατασούνα – Ξέφτια Ελευθερίας» του Μάνου Χατζηγιάννη (προδημοσίευση)

«Ασκατασούνα – Ξέφτια Ελευθερίας» του Μάνου Χατζηγιάννη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Μάνου Χατζηγιάννη «Ασκατασούνα – Ξέφτια Ελευθερίας», το οποίο κυκλοφορεί στις 20 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Και να ήθελε να κλείσει μάτι, δεν μπορούσε. Δεν ήταν από εκείν...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2023: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες που έρχονται

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2023: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες που έρχονται

Επιλογές από τις προσεχείς εκδόσεις ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας, ποίησης, βιογραφιών, θεάτρου, δοκιμίων, μελετών και γκράφικ νόβελ.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Επιλέξαμε και φέτος όχι την εξαντλητική παρουσίαση των νέων εκδόσεων αλλά την στ...

22 σημαντικοί συγγραφείς που έγραψαν μόνο ένα μυθιστόρημα

22 σημαντικοί συγγραφείς που έγραψαν μόνο ένα μυθιστόρημα

Τι κοινό θα μπορούσε να έχει η Έμιλι Μπροντέ [Emily Brontë] με τον Χουάν Ρούλφο [Juan Rulfo] και τον εικονιζόμενο Άρη Αλεξάνδρου; Και οι τρεις τους, όπως και πολλοί ακόμα σημαντικοί συγγραφείς, έγραψαν και εξέδωσαν ένα μόνο μυθιστόρημα στη διάρκεια της ζωής τους, που ωστόσο αρκούσε για να τους καθιερώσει στο λογοτεχ...

4 σημαντικές εκδόσεις για την Αθήνα – Όψεις μιας πόλης σε διαρκή κίνηση

4 σημαντικές εκδόσεις για την Αθήνα – Όψεις μιας πόλης σε διαρκή κίνηση

Τέσσερις εκδόσεις για τη μελέτη, το σήμερα και το άλλοτε της Αθήνας. Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της Διονυσίας Αλεξιάδου, από το λεύκωμα των εκδόσεων Καπόν «Η Αθήνα στον καιρό της πανδημίας».

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

13 Δεκεμβρίου 2022 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2022

Έφτασε η στιγμή και φέτος για την καθιερωμένη εδώ και χρόνια επιλογή των εκατό από τα καλύτερα βιβλία λογοτεχνίας της χρονιάς που φτάνει σε λίγες μέρες στο τέλος της. Ε

ΦΑΚΕΛΟΙ