Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, η Πασχαλία Ταυλού με αφορμή το μυθιστόρημά της «Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το βιβλίο σας; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Aναμφίβολα ήταν η ζήλια. Μια ζήλια δημιουργική, που είχε τη ρίζα της στα εφηβικά μου αναγνώσματα και στην επαφή μου με τον Ιούλιο Βερν, την Τζέιν Ώστεν, τον Καζαντζάκη. Οι λέξεις ασκούσαν πάνω μου μια ιδιαίτερη μαγεία και, ως αδάμαστο υλικό που είναι, με προκαλούσαν να τους επιβληθώ.
Ανάμεσα στην Ιστορία και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα;
Είμαι κάπου στη μέση, ισορροπώ. Χρησιμοποιώ συχνά μια ιστορική ατμόσφαιρα για να τοποθετήσω τους ήρωες και την ιστορία μου –αυτή εξάλλου η διαδικασία αποτελεί εξ ορισμού ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος–, όμως, όσο κυλάει ο χρόνος και μαθαίνω τον εαυτό μου, η επινόηση με έλκει περισσότερο, παράλληλα με το γήτεμα της γλώσσας. Ένα ιστορικό γεγονός από μόνο του δεν αποτελεί ερέθισμα για μένα, σε αντίθεση με μια προσωπικότητα που με προκαλεί να τη «σκάψω», να την ανακαλύψω, να την κατακτήσω και να την αποδώσω μέσα από τη δική μου οπτική.
Το μυθιστόρημά σας εξελίσσεται στο παρελθόν, με ηρωίδες που, εκ πρώτοις, δεν έχουν καμιά σχέση με εσάς. Πού βρίσκεται η Πασχαλία μέσα σε αυτό το βιβλίο;
Όπως αναφέρω και στην εισαγωγή, το Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο ήταν, πέρα από το ιδεολογικό του φορτίο, μια υφολογική πρόκληση για μένα. «Ντύνομαι» τη Ζαχαρώ για να τη νιώσω και να μεταφέρω αμεσότερα τα δικά της μηνύματα. Ως εκ τούτου, εγώ αφομοιώνομαι από την ηρωίδα μου, «συναιρούμαι» μες στη δική της σκέψη και ύπαρξη. Βιώνω ωστόσο την υπέρτατη ικανοποίηση του ηθοποιού που επιτυγχάνει μια έκσταση και καταφέρνει να μπει στο πετσί ενός ρόλου, θέλοντας όχι να αυτοαναλυθώ αλλά να ξεφύγω έστω πρόσκαιρα από τον εαυτό μου.
Πόσο νωρίς ή πόσο αργά γνωρίζατε το τέλος της ιστορίας σας;
Η συγγραφική διαδικασία μοιάζει συχνά με κινούμενη άμμο. Τίποτα δεν παραμένει σταθερό όσο προχωρά η εξέλιξη του έργου. Μου έχει τύχει να διαγράψω ολόκληρα κεφάλαια και να δοκιμάσω δυο και τρεις διαφορετικές καταλήξεις ώσπου να αποφασίσω ποια εντέλει μου ταιριάζει με αυτό που έγραψα.
Στο Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο ωστόσο, όπως και στη Γιατρίνα, γνώριζα το τέλος εξαρχής επειδή οι πρωταγωνίστριες ήταν πρόσωπα υπαρκτά και δεν ήθελα να αλλοιώσω τις ιστορίες τους, που με είχαν μαγνητίσει από την πρώτη στιγμή.
Κάποιοι λένε: «Ένα μεγάλο μυθιστόρημα χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Το πιστεύετε;
Για να απαντήσω, θα πρέπει να ορίσουμε την έννοια του μεγάλου. Αν εννοούμε πολυσέλιδο, θα συμφωνήσω ότι απαιτείται μια πλούσια πλοκή για να γοητεύσεις και να κρατήσεις τον αναγνώστη και να μην παρασυρθείς σε άσκοπες επαναλήψεις και πλατειασμούς. Αν εννοούμε σπουδαίο μυθιστόρημα, σίγουρα είναι πολλοί οι παράγοντες που θα το αναδείξουν. Όμως τον κύριο ρόλο σε αυτό το ζήτημα το παίζει ο συγγραφέας και οι χειρισμοί του. Ένα θέμα κοινότοπο μπορεί να αναδειχτεί σε αριστούργημα από έναν μαέστρο της πλοκής και της γλώσσας κι ένα θέμα πρωτότυπο μπορεί να καταδικαστεί από μια μέτρια πένα.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο δικό σας μυθιστόρημα;
Η ενοχή της σιωπής για όσα συμβαίνουν πίσω από πόρτες κλειστές και η θλιβερή μετάβαση της γυναίκας από την αθωότητα στην επίγνωση των στεγανών και των στερεοτύπων με τα οποία καλείται συχνά να ζήσει.
Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη του βιβλίου σας;
Οξυδερκή, ευαισθητοποιημένο σε ζητήματα φύλου και κοινωνικής δικαιοσύνης, λάτρη της λογοτεχνίας εκείνης που επιδιώκει πέρα από την ψυχαγωγία να συνομιλήσει με τον αναγνώστη για κοινωνικούς προβληματισμούς.
Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτές τις μέρες;
Διαβάζω παράλληλα δύο: Το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι του Οcean Vuong (εκδ. Gutenberg), ένα βιβλίο πρωτότυπο και λεπτοδουλεμένο, και το Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου του Λάκη Λαζόπουλου (εκδ. Διόπτρα), το οποίο με την αυτοβιογραφική του ταυτότητα αποτελεί μια γροθιά στο στομάχι για τη μάστιγα του καρκίνου, των ανθρώπινων σχέσεων, των δεσμών που άλλοτε δυναμώνουν όταν ξέρεις να τους ενισχύσεις και να τους σεβαστείς και άλλοτε ξεφτίζουν, αποδεικνύοντας εντέλει τι είναι η ουσία της αγάπης.