Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Παναγιώτης Γούτας με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων του «Η εγγύτητα των πραγμάτων», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες.
Επιμέλεια: Book Press
Ξεκινήσατε και τελειώσατε τα διηγήματα του βιβλίου σας κατά τη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης καραντίνας. Θα λέγατε πως αυτό το βιβλίο σας ήταν το πιο λυτρωτικό;
Κάθε βιβλίο όταν τελειώνει είναι λυτρωτικό. Η ολοκλήρωση της συγγραφής αυτού του βιβλίου ήταν διπλά ανακουφιστική, λόγω της αβεβαιότητας που μας προκαλεί η πανδημία. Ωστόσο ο εγκλεισμός, παρά την υγειονομική και οικονομική καταστροφή που προξενεί, για κάποιον που γράφει είναι ευλογία. Θυμηθείτε πως ο Κάφκα κλείστηκε εθελουσίως σε κάποιο από τα κελιά των αλχημιστών στην Καστρούπολη της Πράγας για να συγγράψει. Είχε δηλαδή προνομιακή μεταχείριση έναντι άλλων συναδέλφων του.
Παρατήρηση, ενδοσκόπηση και επινόηση: για τα είκοσι ένα διηγήματα του βιβλίου σας, τι από τα παραπάνω χρησιμοποιήσατε περισσότερο;
Και τα τρία που αναφέρατε είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να γραφτεί ένα βιβλίο. Παρατήρηση (και ακοή) ως εισαγωγική προϋπόθεση βυθίσματος στο θέμα ή στα θέματα. Επινόηση απαραίτητα και ενδοσκόπηση που συνυπάρχει με τη συγγραφική ωρίμανση. Δεν μπορώ να διαχωρίσω αυτά τα τρία ούτε να υπολογίσω το ποσοστό συνεισφοράς του καθενός χωριστά στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Νομίζω πως η γραφή είναι μια ενιαία και αδιαίρετη διαδικασία που προϋποθέτει τα παραπάνω στοιχεία.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο γράψατε τα διηγήματα της συλλογής, σας έδωσε την ευκαιρία να εκφραστείτε με τρόπο που δεν είχατε επιχειρήσει μέχρι τώρα;
Τέσσερα ή πέντε από τα δεκατρία βιβλία που έχω γράψει είναι αρκετά προσωπικά και εξομολογητικά. Από ένα σημείο και μετά υπεισήρθε στο βίωμα και η μυθοπλασία – αυτό πιστεύω πως ήταν εξέλιξη. Η Εγγύτητα των πραγμάτων σαφώς είναι βιωματικό βιβλίο με την ευρεία έννοια του όρου, με πολλά όμως μυθοπλαστικά στοιχεία. Το στοιχείο της αυτοκριτικής (αυτοσαρκασμός θα έλεγα καλύτερα), ναι, είναι παρόν, όπως και σε άλλα βιβλία μου. Με τα χρόνια λιγοστεύει ο ναρκισσισμός, το «εγώ» συρρικνώνεται και αναγνωρίζουμε κάποιες αδυναμίες μας – τουλάχιστον έτσι θα πρέπει να συμβαίνει.
Η προσωπική μας περιπέτεια θα ήταν αδιάφορη δίχως τη μεσολάβηση του συγγραφέα, που πάντα είναι (ή πρέπει να είναι) κάποιος άλλος απ’ αυτόν που βιώνει ή νομίζει πως βιώνει κάτι.
Πείτε μας δύο λόγια για τον τρόπο με τον οποίο μεταστοιχειώσατε το βίωμα σε πεζογραφία.
Δεν μπορεί να γραφτεί λογοτεχνία χωρίς βιώματα του συγγραφέα, δηλαδή εν κενώ. Προσπάθησα και σ’ αυτό το βιβλίο να μην αφήσω το βίωμα ακατέργαστο, το εμπλούτισα, το λείαινα, συχνά το παραμόρφωσα δημιουργικά επεκτείνοντάς το σε άλλους ανθρώπους, έκανα συμμέτοχους δηλαδή κι άλλους στις περιπέτειες που αφηγούμαι. Άλλωστε η προσωπική μας περιπέτεια θα ήταν αδιάφορη δίχως τη μεσολάβηση του συγγραφέα, που πάντα είναι (ή πρέπει να είναι) κάποιος άλλος απ’ αυτόν που βιώνει ή νομίζει πως βιώνει κάτι.
Έχετε συγγραφέα-πρότυπο, κάποιον που να θεωρείτε δάσκαλό σας;
Συγγραφικά μου πρότυπα παραμένουν κάποιοι βιωματικοί λογοτέχνες αυτής της πόλης όπου ζω και με έχουν επηρεάσει με τη γραφή τους. Ζώντες και τεθνεώτες. Και κάποιοι Αμερικανοί μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι. Αναφέρομαι συχνά σ’ αυτούς και στο έργο τους και μέσα από τα κριτικά μου δοκίμια στην bookpress, οπότε είναι εύκολο να ανακαλύψετε τα ονόματά τους ανατρέχοντας στις συνεργασίες δέκα σχεδόν χρόνων. Με κάποιους εξ αυτών η σχέση μου είναι εμμονική. Αποτελούν σημεία αναφοράς για μένα και συχνά –άθελά τους–, βάζουν τον συγγραφικό πήχη στο σωστό ύψος για να ανταποκριθώ στην πρόκληση να τους φτάσω. Το αν τα καταφέρνω είναι άλλη ιστορία.
Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη του βιβλίου σας;
Επειδή Η εγγύτητα των πραγμάτων αναφέρεται σε απλούς, καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ο αναγνώστης του θα μπορούσε να είναι οποιουδήποτε φύλου, εθνότητας και μορφωτικού επιπέδου, όπως είναι και οι ήρωές μου. Ο ιδανικός αναγνώστης, βέβαια, είναι μια αφηρημένη έννοια. Αν τον προσωποποιήσω, τον φαντάζομαι λάτρη της μικρής φόρμας, που βλέπει τη ζωή ως ψηφιδωτό μικρών, κατακερματισμένων, ελαφρώς αλλόκοτων ιστοριών, στα όρια της λογικής με την παράνοια, με οξυμένη αίσθηση του χιούμορ, που έχοντας αγοράσει το βιβλίο μου δίχως να με γνωρίζει –επομένως μη διακείμενος θετικά ή αρνητικά απέναντί μου–, θα ξεκινήσει την ανάγνωση κάπως διστακτικά, δεν θα το εγκαταλείψει από την τρίτη ή τέταρτη ιστορία, θα συναισθανθεί βαθιά τους ήρωές μου και τις μεταξύ τους σχέσεις, θα φτάσει στην τελευταία ιστορία με ένα πονηρό μειδίαμα στα χείλη και, τέλος, θα με ανταμείψει συστήνοντάς με σε κάποιον φίλο ή φίλη του, μιλώντας για την ειλικρίνεια της γραφής μου.
Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτές τις μέρες;
Μόλις ολοκλήρωσα για δεύτερη φορά το 1984 του Όργουελ, σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ – η πρώτη ανάγνωση είχε γίνει στα νεανικά μου χρόνια. Απίστευτο βιβλίο. Ένας ύμνος στην ελευθερία, μια γροθιά στα ανελεύθερα καθεστώτα της γης. Προτεραιότητα του μη εφησυχασμένου σημερινού ανθρώπου να μην αγαπήσει ποτέ τον Μεγάλο Αδελφό. Σε όλες τις σύγχρονες εκφάνσεις του.