Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Γιώργος Μητάς με αφορμή τη νουβέλα του «Τα δύο δώρα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε τη νουβέλα σας; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Άρχισα να γράφω τη νουβέλα τον Ιούλιο του 2017, στην Μπανγκόκ, όπου ταξίδεψα επί τούτω για να στήσω τις σκηνές του έργου που διαδραματίζονται εκεί. Είχαν μεσολαβήσει δεκατρία χρόνια από τη σύλληψη της ιδέας – χρόνια αναμονής, νοητικής επεξεργασίας του θέματος και αρκετών σημειώσεων. Όταν έβαλα την πρώτη φράση στο χαρτί το αρχικό ερέθισμα ήταν ολοζώντανο στο μυαλό μου, η έντασή του και η «επιμονή» της ιστορίας που γεννήθηκε απ’ αυτό, πριν από τόσο καιρό, ήταν η σιγουριά μου ότι η νουβέλα αξίζει να γραφτεί.
Ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επινόηση, που γέρνει η πλάστιγγα;
Κάθε εντελές κείμενο μυθοπλασίας συνιστά ένα μοναδικό μείγμα όπου τα επιμέρους συστατικά ενώνονται αρμονικά και αδιαχώριστα για το βέλτιστο αποτέλεσμα, χάνοντας ολοκληρωτικά τις πρότερες ιδιότητές τους. Για να θυμηθούμε μια εξαιρετικής ακρίβειας ρήση του Κώστα Μαυρουδή: «το (τελικό) κείμενο δεν συγχωρεί τίποτα έξω από την κειμενική (δική του) αλήθεια» – μια αλήθεια που πρέπει να κατακτήσει ο συγγραφέας, κόβοντας και ράβοντας συνεχώς, όποια κι αν ήταν η αρχική επιθυμία του ως προς την επιλογή των υλικών. Από τη στιγμή που το κείμενο ολοκληρωθεί, το ποσοστό των επινοημένων, των πραγματικών και των παραλλαγμένων στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του δεν ενδιαφέρει ούτε τη λογοτεχνία ούτε τον αναγνώστη.
Στα προηγούμενα βιβλία σας ο τόπος έπαιζε σημαντικό δραματικό ρόλο; Εδώ;
Και εδώ: όχι μόνο το ανοίκειο, φαντασμαγορικό τοπίο της Μπανγκόκ, κεντρικό σκηνικό δράσης της νουβέλας, αλλά και οι απόμερες, μυθοποιημένες στην εφηβική φαντασία γωνιές του Άλσους Παγκρατίου των αρχών του 80, οι βαθιοί κόλποι της Μάνης των φοιτητικών εξομολογήσεων που επισκεπτόμαστε στα φλας μπακ της.
Πόσο νωρίς γνωρίζατε το τέλος της ιστορίας σας;
Από την αρχή. Και στις πέντε αφηγήσεις που έχω ολοκληρώσει, η αιφνίδια επίσκεψη της ιστορίας έγινε με μπροστάρηδες τον πρωταγωνιστή της, την «καρδιά» της και το τέλος της.
Από τη στιγμή που το κείμενο ολοκληρωθεί, το ποσοστό των επινοημένων, των πραγματικών και των παραλλαγμένων στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του δεν ενδιαφέρει ούτε τη λογοτεχνία ούτε τον αναγνώστη.
Η πλοκή ή οι χαρακτήρες θεωρείτε ότι είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε; Πού ρίχνετε μεγαλύτερο βάρος;
Οι ιστορίες μου –μέχρι σήμερα– γεννιούνται σε μια στιγμή έκλαμψης με τον χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα και τη βασική πλοκή σφιχταγκαλιασμένους. Αυτό μπορεί ν’ αλλάξει στο μέλλον. Θεωρώ ότι μια ιστορία είναι κυρίως η πλοκή της – αλλά μήπως οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες δεν «μπλέκουν» και σε ενδιαφέρουσες ιστορίες;
Κάποιοι λένε, «ένα μεγάλο μυθοπλαστικό έργο, χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Το πιστεύετε;
Πιστεύω ότι μορφή και περιεχόμενο είναι εξίσου σημαντικά σε ένα λογοτεχνικό έργο. σε ένα λογοτεχνικό έργο μυθοπλασίας, όμως, και μάλιστα μεγάλο, η «σκοτεινή» καρδιά της ιστορίας, για να θυμηθούμε τον Χένρι Τζέιμς, συχνά δυσερμήνευτη, πρέπει να απηχεί ένα σπουδαίο θέμα.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στη δική σας νουβέλα;
Το σπάνιο δώρο της Ομορφιάς, ο πόνος που προκαλεί η έλλειψή της και η αγωνία της αναζήτησής της για όσους κατατρύχονται από την επιθυμία της. Με άλλα λόγια, η σχέση μας με το Κάλλος ως θεμελιώδης υπαρξιακή συνθήκη και ουσιώδης «ανάγνωση» του κόσμου (συχνά ασύνειδη, έξω από τη βούλησή μας), που μπορεί να καθορίσει τη ζωή μας, τη ζωή του σώματός μας, τη δημιουργικότητά μας.
Θεωρείτε ότι το μυθιστόρημα θα είναι το επόμενο βήμα σας, έπειτα από τρία διηγήματα και δύο νουβέλες;
Αυτό θα καθοριστεί αποκλειστικά από το θέμα της επόμενης ιστορίας που θα θελήσω να γράψω και τις απαιτήσεις του.
Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη του βιβλίου σας;
Σαν κάποιον που έρχεται απροκατάληπτα, με επιθυμία και ψυχική διαθεσιμότητα να γνωρίσει τον κόσμο του βιβλίου που επέλεξε να διαβάσει.
Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτές τις μέρες;
Την Κεχριμπαρένια έρημο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου και το Χαμένο αγόρι του Τόμας Βολφ.