Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, η μεταφράστρια και συγγραφέας Αργυρώ Μαντόγλου με αφορμή το μυθιστόρημά της «Τρικυμίες παθών – Τα νεανικά χρόνια του Κοραή στο Άμστερνταμ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το βιβλίο σας; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Ναι το θυμάμαι. Ήταν η επιγραφή στα ελληνικά στο σπίτι όπου διέμεινε ο Κοραής κατά την παραμονή του στο Άμστερνταμ. Το ερώτημα τι γύρευε εκεί, πώς είχε έρθει και για ποιο λόγο, με έκανε να ψάξω και να βρω τις επιστολές και όλες τις διαθέσιμες μαρτυρίες προκειμένου να επιλυθεί το μυστήριο.
Ανάμεσα στην Ιστορία και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα;
Προσπάθησα να διατηρήσω μια ισορροπία, χωρίς να παραβλέπω τα ιστορικά γεγονότα, να εμβαθύνω στην ψυχολογία, στα κίνητρα των χαρακτήρων και κυρίως στη γλώσσα, άλλωστε αυτή είναι και η δουλειά του μυθιστοριογράφου.
Το μυθιστόρημά σας εξελίσσεται στο παρελθόν, σε μια ευρωπαϊκή πόλη, με έναν ήρωα που, εκ πρώτοις, δεν έχει καμιά σχέση με εσάς. Πού βρίσκεται η Αργυρώ Μαντόγλου μέσα σε αυτό το βιβλίο;
Είναι το μόνο ίσως από τα βιβλία μου που το «συγγραφικό εγώ» είναι συγκρατημένο, καθώς με ενδιέφερε περισσότερο ο χαρακτήρας του Κοραή, αυτά που είχε αυτός να πει και όχι αυτά που είχα εγώ να πω γι' αυτόν. Φυσικά, υπήρξαν στιγμές της βιογραφίας του που με άγγιξαν και ταυτίστηκα, ο αγώνας του να φύγει για τη δύση, να χρησιμοποιήσει τη δικαιολογία της οικογενειακής επιχείρησης για να εξερευνήσει τον κόσμο και ταυτόχρονα να παλέψει να βρει χρόνο να μελετήσει και να εξελιχθεί, η αφοσίωσή του στον δικό του ατομικό αγώνα, αλλά και στον κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας του. Αλλά για να είμαι πιο σαφής στην απάντηση, η Αργυρώ Μαντόγλου βρίσκεται στο κείμενο, στον αγώνα της να γράψει ένα βιβλίο σε σύγχρονα ελληνικά, «μπολιάζοντάς το» με την κοραϊκή γλώσσα, χωρίς να χαθεί η δική της φωνή.
Υπήρξαν στιγμές της βιογραφίας του που με άγγιξαν και ταυτίστηκα, ο αγώνας του να φύγει για τη δύση, να χρησιμοποιήσει τη δικαιολογία της οικογενειακής επιχείρησης για να εξερευνήσει τον κόσμο και ταυτόχρονα να παλέψει να βρει χρόνο να μελετήσει και να εξελιχθεί, η αφοσίωσή του στον δικό του ατομικό αγώνα, αλλά και στον κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας του.
Πόσο νωρίς ή πόσο αργά γνωρίζατε το τέλος της ιστορίας σας;
Φιλοδοξούσα να περάσω και σε άλλη περίοδο του Κοραή και να φθάσω ίσως μέχρι τη στιγμή που έγινε «αυτόπτης και αυτήκοος» μάρτυς της γαλλικής επανάστασης. Τέλος, αποφάσισα να ολοκληρωθεί το βιβλίο στα νεανικά του χρόνια, περιγράφοντας μια περίοδο πριν την αναχώρησή του από το Άμστερνταμ, για την οποία υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες, την οποία και προσπάθησα να αναπλάσω. Στα κεφάλαια αυτά λειτούργησα ως μυθιστοριογράφος.
Κάποιοι λένε, «ένα μεγάλο μυθιστόρημα, χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Το πιστεύετε;
Όλα τα θέματα μπορεί να είναι «μεγάλα», ανάλογα με τον τρόπο χειρισμού του συγγραφέα και την ικανότητά του να αναδείξει τις διάφορες πτυχές και προεκτάσεις. Επίσης, ένα θέμα γίνεται μεγάλο όταν ο συγγραφέας καταφέρει να «τραβήξει» τον αναγνώστη και να τον κάνει συνένοχο. Και εκεί παίζει ρόλο η τεχνική και η ικανότητα του γράφοντος.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο δικό σας μυθιστόρημα;
Η αδυναμία ενός νέου ανθρώπου να αντισταθεί στις παγίδες που του έχει βάλει η ίδια του η οικογένεια, ο αγώνας να ξεφύγει από τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις, να βρει την πραγματική του κλίση, η αναγνώριση των βαθύτερων επιθυμιών του, ο αγώνας να μη συντριβεί από το ίδιο του το πάθος και γίνει παρανάλωμα της δικής του φλόγας, δηλαδή να καταφέρει να μετουσιώσει αυτό το πάθος σε μια γόνιμη ενασχόληση. Εν ολίγοις, να βρει τον δικό του δρόμο εκεί όπου όλα είναι προδιαγεγραμμένα και προκαθορισμένα. Να βρει τη δύναμη να παρέμβει στο πεπρωμένο του.
Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη του βιβλίου σας;
Να μην έχει προκατάληψη, θα ήθελα στην πρώτη ανάγνωση να αφεθεί και να το απολαύσει, στη δεύτερη –αν παρασυρθεί και υπάρξει και μια δεύτερη– θα ήθελα να το διαβάσει με κριτική ματιά και να σημειώσει ό,τι θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα ή το πώς θα μπορούσε να εμπλουτιστεί το βιβλίο, εν ολίγοις θέλω έναν «κοινό αναγνώστη» (σύμφωνα με τη Γουλφ) αλλά και έναν «υποψιασμένο» κατά τον Χένρι Τζέιμς. Ωστόσο σε αυτή την περίοδο της πανδημίας που διανύουμε, το να αντλήσει ο αναγνώστης απόλαυση και μόνο από το βιβλίο, μου αρκεί.
Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτές τις μέρες;
Διαβάζω για δεύτερη φορά (δηλαδή ως υποψιασμένος αναγνώστης) το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά του Robert Penn Warren, εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, ένα βιβλίο που με έχει καταπλήξει.